Ως εν μέρει ουσία αβάσιμη και ως εν μέρει απαράδεκτη απέρριψαν οι δικαστές την ένσταση απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας που υπέβαλε ο Δημήτρης Λιγνάδης μια μέρα πριν από την απολογία του.
Με ένα σκεπτικό πέντε σελίδων τα μέλη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών έκριναν ότι ορθώς η Εισαγγελία προχώρησε στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του σκηνοθέτη χωρίς πρώτα να κληθεί ο ίδιος να παράσχει εξηγήσεις. Παράλληλα, αποφάνθηκαν ότι βάσει των σχετικών δικονομικών διατάξεων δεν προβλέπεται στον κατηγορούμενο η χορήγηση δικαιώματος προσφυγής κατά του εντάλματος σύλληψης, απορρίπτοντας εν συνόλω την αίτησή του.
Το σκεπτικό του βουλεύματος
Από τα στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του δικαστικού συμβουλίου, δηλαδή από τις μηνύσεις και τις καταθέσεις των καταγγελλόντων, τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα σχετικά έγγραφα και την αυτοπρόσωπη παρουσία του Δημήτρη Λιγνάδη στο δικαστικό συμβούλιο «προκύπτουν αφενός μεν επαρκείς ενδείξεις για την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα του βιασμού κατά συρροή τον Αύγουστο του 2010 και την 9η Αυγούστου 2015, αφετέρου δεν σχεδιασμός τέλεσης νέων αντίστοιχων εγκλημάτων, τα οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 244 παρ.2 ΚΠΔ, δεν είναι αναγκαίο να είναι ίσης βαρύτητας, αφού η μεθοδευμένη αυτή δράση του αιτούντος και η επανειλημμένη τέλεση υποδεικνύει σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη αυτού του είδους των εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, στοιχείο το οποίο δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί ούτε κατά το χρόνο που θα διενεργείτο η προκαταρκτική εξέταση και θα καλούνταν για έγγραφες εξηγήσεις».
Επιπλέον, στο σκεπτικό των δικαστών επισημαίνεται ότι «προέκυψε ότι ακόμα και αν ο ανωτέρω είχε κληθεί για τις εξηγήσεις αυτές δεν θα προσκόμιζε ικανά στοιχεία να ανατρέψουν το ήδη συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό και να αποτρέψουν τον αρμόδιο Εισαγγελέα από την άσκηση ποινικής δίωξης.»
Με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου καταλογίζουν στον σκηνοθέτη παραβατική συμπεριφορά τουλάχιστον από το 1984, όταν είχε οδηγηθεί για δακτυλοσκόπηση στη ΓΑΔΑ, μετά από καταγγελία για αποπλάνηση ανηλίκου.
«Προέκυψε ότι επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το έτος 1984, οπότε χρονολογείται η σήμανσή του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως το έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν τον κατονομαζομένων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια είτε σε φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών που σύχναζαν ανήλικοι και νέοι, υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή τους σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό της ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το «status quo» του», αναφέρεται στο σκεπτικό του βουλεύματος.
Επιπλέον, οι δικαστές δεν πείστηκαν από το άλλοθι που επικαλείται ο Δημήτρης Λιγνάδης σχετικά με το πού βρισκόταν κατά το διάστημα που οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν ότι έπεσαν θύματα βιασμού.
Όπως αναφέρουν, κατά την αυτοπρόσωπη παρουσία του ενώπιον του Συμβουλίου ο Δημήτρης Λιγνάδης εμφάνισε αντίγραφα εισιτηρίων και φορολογικών παραστατικών με τα οποία φαίνεται ότι από τις 3 Αυγούστου 2010 έως τις 9 Αυγούστου 2010 βρισκόταν σε ταξίδι στην Αίγυπτο, ενώ επέδειξε και φωτογραφίες από τις οποίες προκύπτει ότι στις 1, 5,6,11,15 και 16 Αυγούστου 2015 βρισκόταν σε διακοπές στην Ιθάκη με φιλικά του πρόσωπα.
«Πλην όμως από τα πρώτα εκ των εγγράφων αυτών, καλύπτεται μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα των ημερών του Αυγούστου 2010, ενώ η πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη δεν έχει προσδιοριστεί κατά ακριβή ημερομηνία, ενώ από τα δεύτερα υπάρχει χρονικό κενό ακριβώς κατά την επίμαχη ημερομηνία 9 Αυγούστου 2015», καταλήγουν οι δικαστές.
Η εισαγγελική πρόταση
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η εισαγγελική πρόταση προς το δικαστικό συμβούλιο, αποδίδοντας στον κατηγορούμενο «εμμονική παραφυλική τάση και σταθερή εξακολουθητική ροπή προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων».
Η ποινική δίωξη ορθώς ασκήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η κλήση του Δημήτρη Λιγνάδη για παροχή εξηγήσεων από τον εισαγγελέα, ήταν η κατακλείδα της πολυσέλιδης εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.
«Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια τις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φίλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου από ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπο του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του κώδικα ποινικής δικονομίας περί παράλειψης κλήση του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων πάρω μην αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων» αναφέρει μεταξύ άλλων η εισαγγελέας στην πρόταση της προς το δικαστικό συμβούλιο.