Ο παιδοβιασμός και η βίαιη εκπόρνευση της 12χρονης στον Κολωνό, πίσω από τη γλαφυρότητα των περιγραφών. Οι προφάσεις και η αλήθεια. Η Λένα Διβάνη και Νικόλας Σεβαστάκης φωτίζουν με μοναδικό τρόπο διαστάσεις της υπόθεσης.
Ποτέ δεν ήταν εύκολο να είσαι παιδί. Πάντα ένας εσωτερικός συναγερμός σε έκανε να τραβιέσαι μακριά από κάποιον άγνωστο, ή κάποιον φίλο με βλέμμα διαφορετικό. Λένε ότι τα παιδιά είναι σκληρά, όμως η αλήθεια είναι ότι η μεγαλύτερη σκληρότητα που μπορεί να επιβληθεί, πέφτει πάνω στα παιδιά. Αν ήταν ο αφανισμός του Βαγγέλη Γιακουμάκη ως πρόσφατα και η υπόθεση της Πισπιρίγκου το ανείπωτο τραύμα της ελληνικής κοινωνίας, η υπόθεση βιασμού και εκπόρνευσης της 12χρονης στον Κολωνό γίνεται το όνειδος και ο εφιάλτης. Για όσα συνέβησαν, για τον τρόπο που δημόσια τα διαχειριζόμαστε, για την κομματική λαιμαργία να κερδίσει ένα ακόμα πόντιουμ έκφρασης, για τη δημοσιογραφική αδηφαγία.
Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε διαφορετικές αλλά κεντρικές ψηφίδες του δράματος του Κολωνού, αλλά κυρίως της μεγαλύτερης εικόνας, αυτού που συμβαίνει, που εκφράζει και κυρίως του πώς θα αντιμετωπιστεί. Η συγγραφέας και Καθηγήτρια Ιστορίας Λένα Διβάνη, με βαθιά προσωπικό τρόπο εξηγεί γιατί δεν έπεσε από τα σύννεφα και για τη λογική των κυκλωμάτων παιδεραστίας «αφού οι κανονικές γυναίκες ορθώνουν ολοένα και περισσότερο το ανάστημά τους, θα το ρίξουμε στα παιδιά. Θα κάνουμε και τρελές μπίζνες αφού έχουν τόση ζήτηση -γιατί όχι;».
Ο Νικόλας Σεβαστάκης, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Φιλοσοφίας και συγγραφέας αναρωτιέται «ζούμε άραγε σε έναν ηθικό βούρκο, σε μια πόρνη Βαβυλώνα που μάλιστα φέρνει τη σφραγίδα συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων;» και παρατηρεί με ότι «κάποιοι φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο να αποδειχθεί η δολοφονική φύση του κάθε «κυρ-Παντελή», παρά να συζητηθούν οι παθολογίες της σύγχρονης ζωής και οι τρόποι να μειωθούν και να ελεγχθούν»
Λένα Διβάνη: Δεν έπεσα από τα σύννεφα, λοιπόν
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έπεσα απ΄τα σύννεφα! Παιδί ήμουνα κι εγώ και ΟΛΑ τα παιδιά ξέρουν πόσο απροστάτευτα νιώθαμε όσο προσπαθούσαμε να βρούμε το δρόμο μας με τρεμάμενα πόδια μέσα στο δάσος των ενηλίκων. Κάθε Κυριακή ο μπαμπάς μου, σινεφίλ ο ίδιος, μας πήγαινε σινεμά να δούμε Τομ και Τζέρι. Ο ίδιος καθόταν κι έπινε τον καφέ του ακριβώς απ΄ έξω, στην ΜΙΝΕΡΒΑ, όσο να τελειώσει η προβολή και να μας παραλάβει. Λάθος του. Ήταν αφελής.
Μέσα τα τρία κοριτσάκια του, ηλικίας πέντε με οχτώ χρονών, μεταμορφωνόταν σε ποντικάκια, σε Τζέρι, γιατί πάντα ένα κύριος Τομ πλησίαζε ύπουλα για να τα χάψει. Ήταν σοβαρός, κοστουμαρισμένος και κρατούσε πάντα μια καμπαρντίνα στο χέρι. Καθόταν δίπλα μας και όταν έσβηναν τα φώτα άπλωνε σιγά σιγά το βρωμόχερό του κάτω από την καμπαρντίνα και ψαχούλευε τα πόδια μας. Εμείς τα καημένα τα ποντικάκια, βουβά και πανικόβλητα στριμωχνόμαστε στην άλλη άκρη της πολυθρόνας κρατώντας την ανάσα μας. Στο τέλος είπαμε στον μπαμπά μας ότι δεν μας αρέσει άλλο το σινεμά και δεν θέλουμε να ξαναπάμε. Ούτε μεταξύ μας δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε για τους κυρίους με τις καμπαρντίνες. Ντρεπόμασταν.
Τα παιδιά ντρέπονται ξέρετε. Δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς γίνεται, ξέρουν όμως ότι γίνεται κάτι πολύ κακό και βρώμικο εναντίον τους. Νιώθουν ενοχές που γίνεται, που δεν το λένε, αλλά νιώθουν πως είναι αδύνατον να το πουν γιατί είναι ανείπωτο, δεν υπάρχουν λέξεις γι’ αυτό, τις έφαγε κι αυτές ο Τομ.
Μετά όταν πατήσαμε τα δέκα άρχισε να έρχεται σπίτι μας ο σύζυγος μιας φίλης της μαμάς μας. Ήταν ο κακός λύκος αλλά ευτυχώς ήμασταν τρία αποφασισμένα γουρουνάκια. Δίναμε θάρρος το ένα στα άλλα και του εκτοξεύαμε αντικείμενα για να πάρει δρόμο και να φύγει. Πάλι ραμμένα τα στόματα όμως. Τι να πούμε; Ότι ο θείος (θείο τον λέγαμε ανάθεμά τον) Θανάσης ήταν λύκος; Έφυγε μόνον όταν έφαγε στη μούρη ένα τηλέφωνο Ζίμενς από εκείνα τα βαριά, τα παλιά. Η μάνα μου πέθανε χωρίς ποτέ να το μάθει.
Μετά όταν γίναμε 12-13 και αρχίσαμε να παίρνουμε που και που λεωφορείο ήμασταν πια σε επιφυλακή, αναπτύξαμε στρατηγικές επιβίωσης. Φροντίζαμε να καθόμαστε ή να είμαστε ακριβώς δίπλα στους γονείς, και πάντως να μην είμαστε όρθιες σε στριμωξίδι. Ξέραμε βλέπετε ότι με μαθηματική ακρίβεια θα εμφανιζόταν ένας τύπος και θα κολλούσε σαν βδέλλα πάνω μας. Εμείς θα παγώναμε προσπαθώντας να κρατάμε ακόμα και την ανάσα μας, να εξαφανίσουμε ότι καμπύλη πήγαινε να σχηματιστεί στο έρμο το σώμα μας. Βλέπαμε επίσης τους επιδειξίες που καραδοκούσαν έξω από το σχολείο στα απογευματινά μαθήματα και στρίβαμε τρέχοντας πριν μας δείξουν αυτό το σκοτεινό ερωτηματικό που έκρυβαν μέσα από το παλτό τους.
Κι εμείς ήμασταν τα προνομιούχα παιδιά- με γονείς που μας πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Μετά στο πανεπιστήμιο έμαθα τι γινόταν στα χωριά, στα φτωχόσπιτα όπου όλοι μαζί κοιμόνταν σ΄ένα δωμάτιο, όπου ο πατέρας αφέντης διέλυε ψυχές και σώματα αφού ένιωθε ιδιοκτήτης τους.
Δεν έπεσα απ΄τα σύννεφα. Τώρα πια το κατάλαβα. Αυτή είναι η βιτσιόζικη εσχατιά της πατριαρχίας που πάντα γούσταρε τους ανυπεράσπιστους, τους αθώους, τους βουβούς, τα υποχείρια. Αφού οι κανονικές γυναίκες ορθώνουν ολοένα και περισσότερο το ανάστημά τους, θα το ρίξουμε στα παιδιά. Θα κάνουμε και τρελές μπίζνες αφού έχουν τόση ζήτηση -γιατί όχι;
Δεν έπεσα απ΄τα σύννεφα λοιπόν. Απλώς έχω από τότε τα μάτια μου δεκατέσσερα στα παιδιά όσο περιμένω ματαίως να το κάνει το κράτος. »
Νικόλας Σεβαστάκης: Το δράμα του Κολωνού και η δημόσια στάση μας
«H υπόθεση παιδοβιασμού στον Κολωνό, έτσι όπως ξετυλίγεται εδώ και βδομάδες, μοιάζει να συγκεντρώνει πολλές ψηφίδες παρακμής: εκδοχή μιας οικογενειακής διάλυσης, σεξουαλική χειραγώγηση, οικονομική εκμετάλλευση. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι έγινε μέρος μιας αλυσίδας διαφθοράς με επίκεντρο “ώριμους” και ίσως και ηλικιωμένους άνδρες αλλά, όπως φαίνεται, και την ίδια τη μητέρα της.
Είναι το δράμα της δωδεκάχρονης και η σκοτεινή πραγματικότητα που φανέρωσε κάτι που χαρακτηρίζει τη, γενική κατάσταση στη χώρα; Ζούμε άραγε σε έναν ηθικό βούρκο, σε μια πόρνη Βαβυλώνα που μάλιστα φέρνει τη σφραγίδα συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων; Από κάποια στιγμή βλέπουμε πως η αναγκαία και πολύτιμη σκέψη για σημαντικά υπαρξιακά και κοινωνικά δεινά μπορεί να μεταβληθεί σε ελληνική γελοιογραφία και σε άλλον έναν άχρηστο εμφύλιο των social media.
Το παιδεραστικό πορνικό κύκλωμα του Κολωνού είναι προφανώς ένα ανάμεσα σε άλλα. Δεν μπορεί όμως να γίνεται σημαία της ‘ηθικής σήψης’ και να μετατρέπεται σε όχημα πολιτικής πολεμικής. Φανερώνει την ηθική διάβρωση συγκεκριμένων ατόμων, τη ψυχική αλλοτρίωση και την εξασθένιση του κοινωνικού ιστού. Αυτά είναι σημαντικά προβλήματα που έχουν προφανώς και πολιτικό αντίκρισμα: σχετίζονται και με την πολιτική κοινωνικής προστασίας, τις δομές πρόνοιας αλλά και την άνοδο του ακραίου ατομικισμού και κυνισμού τις τελευταίες δεκαετίες. Όντως δεν είναι μόνο προβλήματα σεξουαλικής ή οικονομικής εκμετάλλευσης αυτά που αποκαλύπτονται στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η πολιτικοποίηση όμως των παιδοβιασμών με χοντροκομμένο τρόπο δεν έχει να κάνει με τις παραπάνω σοβαρές διαστάσεις. Και αυτό πήγε να συμβεί και με αυτή την υπόθεση όπως παλιότερα με την υπόθεση Λιγνάδη και μέχρι και με τη φριχτή δολοφονία της Καρολίν Κράουτς από τον πιλότο Μπάμπη Αναγνωστόπουλο.
Κάποιοι φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο να αποδειχθεί η δολοφονική φύση του κάθε «κυρ-Παντελή», παρά να συζητηθούν οι παθολογίες της σύγχρονης ζωής και οι τρόποι να μειωθούν και να ελεγχθούν. Χρειάζεται όμως να αποφύγουμε δυο λάθος στάσεις εδώ. Τόσο μια στάση που στέκεται απλώς στις ατομικές διαστροφές ή στη φαυλότητα μεμονωμένων προσώπων όσο και τη στάση της βάναυσης πολιτικοποίησης του αστυνομικού δελτίου. Αυτό που συνέβη στον Κολωνό με τη δωδεκάχρονη μας αναγκάζει να δούμε τις κακοποιητικές συμπεριφορές και την κρίση του κοινωνικού/ οικογενειακού δεσμού σαν μια απτή και ανησυχητική πραγματικότητα. Δεν είναι γενικευμένη, ούτε όμως και λίγες, μεμονωμένες περιπτώσεις.
Αν δεν υπερβούμε τις μονόφθαλμες κατηγορίες και τους εύκολους αφορισμούς, γεγονότα και φαινόμενα σαν αυτό θα τα μετατρέπουμε σε «ευκαιρίες» της κομματικής διαμάχης ή σε παραδημοσιογραφική πορνογραφία. Και στις δυο περιπτώσεις, είτε σε αυτή του κομματικού ευτελισμού, είτε σε αυτή ενός πορνογραφικού ζουμ υπό το πρόσχημα του ρεπορτάζ, χάνεται η δυνατότητα να προβληματιστούμε και να δράσουμε συλλογικά για το πρόβλημα. Και αυτό επείγει να συμβεί, αν θέλουμε να βγει και κάτι θετικό από τις μαύρες σελίδες αυτών των ημερών.»