Οι γενιές από το ‘60 και μετά μεγαλώσαμε με την υπενθύμιση της υποτίμησης: «Εσείς τα έχετε όλα έτοιμα. Δεν περάσατε Κατοχή, πόλεμο, εμφύλιο, Ιουλιανά…». Και τη Χούντα, την προλάβαμε ξώφαλτσα, βρέφη.
Και δρούσε όλο αυτό στην ψυχολογία μας ολίγον διαλυτικά. Κάποτε έγραφα ότι ζηλεύω αυτές τις «ηρωϊκές γενιές», για να έχει νόημα η ζωή μας. Ζήσαμε σε ευδαίμονες καιρούς, οι άνω των σαράντα-πενήντα, είναι αλήθεια.
Αλλά αυτό που συμβαίνει τα τελευταία 20 χρόνια με κάνει να αναθεωρώ. Θυμάμαι, από τους Δίδυμους Πύργους και τον παγκόσμιο τρόμο που φώλιασε μέσα μας, μέχρι την οικονομική κρίση που βίωσε τόσο σκληρά και η Ελλάδα. Από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, μέχρι τις φονικές πυρκαγιές στην Αυστραλία, στον Αμαζόνιο και τώρα τούτο εδώ το κακό, τον κορωνοϊό.
Τι να πεις σ’ αυτή της «Μεταπολίτευσης την καημένη γενιά» που λέει ο Πορτοκάλογλου; Και καλά, εμείς οι πιο παλιοί περάσαμε και πολύ καλές στιγμές. Οι νέοι του ’90, του ’00 που δεν έχουν να θυμούνται κάτι; Που δεν ξέρουν τι να περιμένουν; Που βιώνουν μισθούς πείνας, ανεργία και όσοι μπορούν φεύγουν, μια άλλη - πιο πικρή - γενιά εμιγκρέδων.
Στον πόλεμο, ήξερες τουλάχιστον τον εχθρό. Και μετά είχες την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Τώρα, ο εχθρός είναι αόρατος, εξίσου φονικός.
Και μετά; Αυτό το «μετά» μας στοιχειώνει, νομίζω, όλους. Από την λεπτή διαχωριστική γραμμή των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέχρι την χαμένη ανεμελιά μας.
Οι Κινέζοι έχουν μια ευχή (μαζί και κατάρα): Να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Επιασε λοιπόν.
Να δω τι θα βρούμε να κληροδοτήσουμε εμείς στους επόμενους. Το μόνο που ελπίζω είναι να μην σηκώσουμε ποτέ το δάχτυλο, με τον κομπασμό του χορτάτου από εμπειρίες.