Έναν πολύ καλά οργανωμένο «εισπρακτικό» μηχανισμό είχε στήσει το κύκλωμα στην οποία συμμετείχε η Αστυνόμος β, που υπηρετούσε στην Οικονομική Αστυνομία καθώς και οι τρεις ειδικοί φρουροί.
Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα των έμπειρων αξιωματικών των Εσωτερικών Υποθέσεων, τον ρόλο του «εισπράκτορα» είχε ο 63χρονος Δ.Π., ο οποίος συγκέντρωνε τα χρήματα από τις παράνομες λέσχες, τα παρέδιδε στο «Στρατηγείο» της οργάνωσης, που είχε γραφεία security στην Λεωφόρο Συγγρού, με στόχο να μοιραστούν στους επίορκους αστυνομικούς.
Το «Στρατηγείο» μάλιστα παρέπεμπε σε «φρούριο», αφού όπως διαπιστώθηκε υπήρχε στατική φύλαξη στην είσοδο με τουλάχιστον έναν σκοπό από Δευτέρα έως Παρασκευή και ώρες περίπου από 09:00 έως 19:00 και υπήρχε ελεγχόμενη είσοδος επισκεπτών καθώς ο σκοπός επικοινωνούσε μέσω ασύρματης ενδοεπικοινωνίας με τα γραφεία αναφέροντας την άφιξη του κάθε ατόμου για το οποίο έπρεπε να υπάρχει σχετική έγκριση.
Παράλληλα ο χώρος παρακολουθούνταν από σύστημα καμερών, στις οθόνες του οποίου υπήρχε πάντα άτομο που επίβλεπε, σύστημα απασφάλισης θυρών μέσω δακτυλικού αποτυπώματος ενώ όταν έφταναν τα αρχηγικά μέλη στο σημείο υπήρχε συνοδεία από μηχανές και άλλα οχήματα.
Ο φερόμενος αρχηγός και ο υπαρχηγός, προκειμένου να εξασφαλίζουν την παράνομη δράση τους είχαν ως «νομιμοφανή μανδύα» τον 37χρονο επιχειρηματία, που επίσης συνελήφθη.
Το «πρόγραμμα κάλυψης»
Η οργάνωση, μέσω του «Προγράμματος Κάλυψης», συγκέντρωνε χρήματα από παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες- καζίνο, με την ταρίφα να ανέρχεται από 1.000 έως 3.000 ευρώ μηνιαίως και οίκους ανοχής οι οποίοι κατέβαλλαν από 800 έως 2,.500 ευρώ. Οι «πληρωμές» γίνονταν σε δύο δόσεις, κάθε 1η και 15 κάθε μήνα.
Τα παράνομα έσοδα από τον το εν λόγω «πρόγραμμα» ήταν αλληλένδετα με τον πυρήνα της οργάνωσης, ο οποίος ήταν κλειστός και πλαισίωνε τον αρχηγό. Αυτός ο πυρήνας είχε δημιουργήσει ένα δαιδαλώδες δίκτυο εταιριών, με το οποίο στηριζόταν σε βοηθητικά μέλη με ρόλο «μπροστινών». Με αυτόν τον τρόπο εξαπατούσαν το ελληνικό Δημόσιο προχωρώντας και σε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Το μοτίβο του 34χρονου ειδικού φρουρού
Από τις παρακολουθήσεις των «Αδιάφθορων» διαπιστώθηκε πως ο 34χρονος ειδικός φρουρός είχε ένα συγκεκριμένο μοτίβο. «Στρατηγείο» - ΑΤΜ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων - «Στρατηγείο». Κατά την έξοδο του από το Στρατηγείο» κρατούσε φακέλους ή σακούλες, τις οποίες μετέφερε σε κτίριο στην Αργυρούπολη, εκεί όπου υπάρχει εταιρεία συμφερόντων του επιχειρηματία που ήταν «μπροστινός». Έμπαινε σε αυτή και κατά την αποχώρηση του δεν είχε πλέον στην κατοχή του αυτό που μετέφερε.
Μάλιστα τρεις συγκεκριμένες φορές, προέκυψε πως αφού βγήκε από το «Στρατηγείο» επισκέφθηκε διαδοχικά ΑΤΜ, τραπεζών και στη συνέχεια επέστρεψε σε αυτό. Από την ανάλυση του βιντεοληπτικού υλικού διαπιστώθηκε πως κατά την παραμονή του στα ΑΤΜ, αφού συμβουλευόταν χειρόγραφες σημειώσεις, χρησιμοποιούσε αρκετές κάρτες προχωρώντας σε πλήθος αναλήψεων.
Η άρση του τραπεζικού απορρήτου, αποκάλυψε πως σε μόλις τρεις ημέρες έγινε ανάληψη 57.600 ευρώ από κάρτες συγκεκριμένων προσώπων που συνδέονταν με συγκεκριμένες εταιρείες. Έτσι ακολούθησε άρση του τραπεζικού απορρήτου όλων των εμπλεκόμενων κατά την οποία αποκαλύφθηκε πως είχαν γίνει αναλήψεις ύψους 6.920.000 ευρώ.
Έτσι σε συνεργασία με την Οικονομική Αστυνομία (η οποία πλέον έχει καταργηθεί) αλλά και με την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ακολούθησε έρευνα.
Σύμφωνα με το «Πόρισμα της Αρχής», διαπιστώθηκε η ύπαρξη (επιχειρήσεων και επιτηδευματιών), που δραστηριοποιούνται κυρίως στο χώρο του κατασκευαστικού κλάδου, των τηλεπικοινωνιών, της εστίασης και των υπηρεσιών ασφαλείας, που προχωρούσαν -όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται - σε «υψηλού κινδύνου ασυνήθιστες συναλλαγές αναπτύσσοντας κοινή και συντονισμένη δράση που παραπέμπει σε οργανωμένο σχέδιο με σκοπό να αποφύγουν την πληρωμή Υ.Π.Α., φόρου εισοδήματος και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή ασφαλιστικών εισφορών, επιτυγχάνοντας να μην αποδώσουν ή να αποδώσουν ανακριβώς ή να συμψηφίσουν αυτούς, με τελικό αποτέλεσμα την παράνομη ιδιοποίηση των αντίστοιχων ποσών, παραπλανώντας τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, ενώ επιπρόσθετα επήλθε περαιτέρω ζημία (εκτός εκείνης που σχετίζεται με ΥΠΑ) σε βάρος του Δημοσίου».
Η ζημία σε βάρος του Δημοσίου ανέρχεται στο ποσό των 64.194.638€ το οποίο αντιστοιχεί στην καθαρή αξία των συναλλαγών.