Η δοκιμασία που πέρασε η ανθρωπότητα, μοιραία μάς έκανε να αναλογιστούμε τη σημασία της ζωής. Να ξανασκεφτούμε τις πραγματικές μας προτεραιότητες, να ιεραρχήσουμε τις αξίες μας και επανακαθορίσουμε την ταυτότητά μας.
Ο Ελληνικός Τουρισμός, με βάση τα δεδομένα που προέκυψαν από την παγκόσμια υγειονομική κρίση, έχει έναν ακόμα λόγο για να δημιουργήσει ένα νέο αφήγημα, όπου θα πρωταγωνιστήσουν εκτός των γνωστών “θάλασσα, κλίμα, αρχαιότητες”, τα ουσιαστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, αυτά που δίνουν αξία στη ζωή, όπως η αυθεντικότητα, η εγκάρδια φιλοξενία, η υγιεινή διατροφή, η ανακάλυψη του μέτρου, η αποθέωση της μικρής κλίμακας, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Έλληνας τη ζωή, με γενναιοδωρία και ανοιχτοσύνη της ψυχής.
Με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα ότι η νέα καμπάνια του Ελληνικού Τουρισμού όπως παρουσιάστηκε με το πρώτο της video, παρ’ ότι δεν σε κερδίζει με την πρώτη ματιά -γιατί δεν είχε τίποτα το εντυπωσιακό-, ακούμπησε εύστοχα και ευαίσθητα πάνω σε ένα πολύ κρίσιμο θέμα. Με ένα λιτό, απέριττο μήνυμα εικόνας και κειμένου, τοποθετήθηκε με μια ξεκάθαρη σαφήνεια:
«Το ελληνικό καλοκαίρι είναι μια κατάσταση ευτυχίας πέρα από εποχές και τόπους. Είναι αυτό το μοναδικό συναίσθημα που νιώθεις όταν είσαι μαζί με αυτούς που αγαπάς, όταν γίνεσαι ένα με τη φύση και νιώθεις μέσα σου ελευθερία. Και από τη στιγμή που το ελληνικό καλοκαίρι είναι συναίσθημα, μπορείς να το νιώσεις οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου».
Το ελληνικό καλοκαίρι λοιπόν –φαντάζομαι η πρώτη φάση της καμπάνιας, για να ακολουθήσουν και οι άλλες εποχές- ξεπερνά τις υπηρεσίες, τα commodities της βιομηχανίας του ελληνικού Τουρισμού και γίνεται μια αίσθηση, μια αντίληψη και μια ιδέα (state of mind) που υπερβαίνει τις επιμέρους απολαύσεις και ευχαριστήσεις.
Αυτή τη φορά, το μήνυμα του Ελληνικού Τουρισμού δεν είναι αποσπασματικό, (όπως παλαιότερα π.χ η καμπάνια με τους θεματικούς τουρισμούς), αλλά εμφανίζεται ολιστικό, συνολικό για το τι σημαίνει Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα ιεραρχεί αξίες όπως το συναίσθημα, η εμπιστοσύνη, το περιβάλλον. Αξίες που αφορούν ένα κοινό που θέλει στις διακοπές του να αποκομίσει κάτι παραπάνω από διασκέδαση και ξεκούραση, που ενδιαφέρεται να ζήσει και να χαρεί την Ελλάδα ως σύγχρονο τρόπο ζωής. Ταξιδιώτες που επιθυμούν να ανακαλύψουν τη νέα πολυτέλεια ( the new luxury), τις μοναδικές εμπειρίες που τις αναζητούν πίσω από την λαμπερή εικόνα, στην ουσία των πραγμάτων. Ταξιδιώτες που εκτιμούν την διαφορετικότητα, ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την κουλτούρα κάθε περιοχής, αληθινούς ανθρώπους και αυθεντικές καταστάσεις.
Η επιτυχία όμως της καμπάνιας θα εξαρτηθεί από την αντιστοίχιση μηνύματος με την πραγματικότητα και από το κατά πόσον ο κόσμος του Ελληνικού Τουρισμού να ανταποκριθεί με επιτυχία στο κάλεσμα της εμπιστοσύνης που εκπέμπει το μήνυμα. Δηλαδή στο πώς στην πράξη ο κάθε επαγγελματίας, ο κάθε εργαζόμενος και ο καθημερινός πολίτης θα ανταποκριθούν στο νόημα και στην ουσία του μηνύματος.
Η Ελληνική γαστρονομία μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό κεφάλαιο για την υλοποίηση του νέου αφηγήματος της χώρας. Και όταν λέμε γαστρονομία δεν εννοούμε μονάχα τις γαστριμαργικές απολαύσεις και όλον τον κόσμο της gourmet εστίασης, αυτά δηλαδή που έρχονται στο νου ακούγοντας τη λέξη «γαστρονομία».
Γιατί, η γαστρονομία δεν είναι μόνο αυτά. Είναι, με την ευρύτερη ερμηνεία της, «η βαθιά γνώση όλων όσα αφορούν τη διατροφή του ανθρώπου», είναι η ιστορία της ανθρωπότητας, να εξασφαλίσει την τροφή του και ξεπεράσει το πρόβλημα της πείνας.
Στο διάβα των αιώνων οι γαστρονομικές συνήθειες των διαφόρων λαών αποτέλεσαν πολιτιστικό δεσμό ίσως ισχυρότερο από τον γλωσσικό ή από άλλου είδους επίδραση. Κατά τον Ρολάν Μπάρτ, «η τροφή είναι ένα ακόμα σύστημα επικοινωνίας, ένα σώμα από εικόνες, ένα τυπικό χρήσεων, καταστάσεων και συμπεριφορών».
Γαστρονομία λοιπόν δεν είναι μόνον ο πολιτισμός της γεύσης. Ο γαστρονομικός πολιτισμός περιλαμβάνει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες που εμπεριέχουν γνώση, φροντίδα, μεράκι, τέχνη και τεχνική και αφορούν, εκτός του μαγειρέματος, τους τύπους και τις ποικιλίες των καλλιεργειών όπως και τις τεχνικές επεξεργασίας των βρώσιμων προϊόντων, και όλα τοποθετημένα σ’ ένα πλαίσιο τελετουργικών εκδηλώσεων ηθών, εθίμων και κωδικοποιημένων αντιλήψεων. Γιατί η γαστρονομία είναι μεν η μελέτη της διαδικασίας της μετατροπής των αγαθών της φύσης σε τροφή, αλλά ταυτόχρονα είναι και η αξία που κάθε πολιτισμός δίνει σε αυτή τη διαδικασία.
Η γαστρονομία στις μέρες μας είναι από τα βασικά κεφάλαια κάθε τουριστικού προορισμού, γιατί συμβάλει στην ανάπτυξη του αγροδιατροφικού κλάδου, τονώνει την τοπική οικονομία και αναδεικνύει την πολιτιστική ταυτότητα κάθε τόπου, ενισχύοντας τη τουριστική ταυτότητα και το brand name κάθε περιοχής. Ταυτόχρονα είναι μέσα στις τρεις προτεραιότητες παραγόντων που διαμορφώνουν την επιλογή ενός τουριστικο προορισμού, ενώ παράλληλα, από οικονομικής πλευράς, η αξία της διατροφής αποτελεί το 1/3 της τουριστικής δαπάνης ανά επισκέπτη.
Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει κάνει πολύ σημαντικά βήματα στον τομέα της ανάπτυξης της γαστρονομίας. Από τα Μichelin εστιατόριά της, την haute cuisine, την fine dining και την δημιουργική κουζίνα, ως την confort κουζίνα, την τοπική κουζίνα και την street food, τις τοπικές σπεσιαλιτέ και τους τοπικούς μεζέδες, από τα πολυβραβευμένα κρασιά, πρεσβευτές της ως τα απλά κρασιά -vin de table-, και από τα ΠΟΠ-ΠΓΕ ή deli ελληνικά προϊόντα ως τα ταπεινά όσπρια και λαχανικά, όλα τα ελληνικά προϊόντα παρέχουν τη σφραγίδα της ειλικρίνειας, της ποιότητας και της ταυτότητας, και είναι αποτελέσματα πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα και αφορούν μεμονωμένες δράσεις.
Η ελληνική γαστρονομία όμως πρέπει να αναπτυχθεί συνολικά σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο με σχέδιο και στρατηγική, και να στηριχθεί πάνω στα τοπικά προϊόντα και στη γαστρονομική κληρονομιά κάθε τόπου, δημιουργώντας έτσι τοπικές γαστρονομικές ταυτότητες. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κύριο πλεονέκτημα της γαστρονομίας βρίσκεται στο γεγονός ότι παραμένει ο καλύτερος τρόπος για να διεισδύσει κανείς στην καρδιά καθε τόπου, ο πιο σίγουρος δρόμος να γνωρίσει κανείς την αυθεντικότητα και τα “δαιμόνια” του, το ήθος των ανθρώπων του, και να αποθησαυρίσει έντονες εμπειρίες και αξέχαστα βιώματα.
Γαστρονομία είναι οι περίπατοι στους ελαιώνες και στα αμπελοχώραφα, γαστρονομία είναι το ψάρεμα με τις ψαρόβαρκες, γαστρονομία είναι τα μαθήματα μαγειρικής, η συμμετοχή σε τρύγους ή άλλες αγροτικές εργασίες, η γευσιγνωσία επώνυμων ΠΟΠ ελληνικών κρασιών στα φιλόξενα επισκέψιμα οινοποιεία της χώρας, η γνωριμία των ανθρώπων της δημιουργίας. Γαστρονομία είναι ακόμη και ο τρόπος που καθόμαστε γύρω από το τραπέζι και μοιραζόμαστε τα φαγητά, ο τρόπος που πληρώνουμε τον λογαριασμό, ο τρόπος που κερνάμε γνωστούς και αγνώστους, γαστρονομία είναι σε τελευταία ανάλυση ο τρόπος ζωής μας. Γιατί γαστρονομία είναι ταυτόχρονα, τοπιογραφία και λαογραφία, ανθρωπογεωγραφία και ηθογραφία.
Δύο είναι τα κρίσιμα σημεία που πρέπει να προσεχθούν για την ανάπτυξη της γαστρονομίας σε τοπικό επίπεδο. Με βάση την εμπειρία μου από το εγχείρημα του Ελληνικού Πρωινού, που ως μέλος του Δ.Σ. του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος και ως επικεφαλής του προγράμματος αυτού από το 2010 έως το 2018, όταν συνδέσαμε τα ελληνικά ξενοδοχεία με τα τοπικά προϊόντα της περιοχής τους, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η μετατροπή της άγνοιας ή της ντροπής που ένιωθαν οι επαγγελματίες –αλλά και οι τοπικές κοινωνίες- για την γαστρονομική τους κληρονομιά, σε υπερηφάνεια και σε πολιτιστική αυτοπεποίθηση. Χρειάστηκε σημαντική προσπάθεια για την αλλαγή αυτή. Η νέα αυτοπεποίθηση πρέπει να διακατέχει τις κοινωνίες των περιοχών, για να πεισθούν πρώτα οι ίδιες ότι το παρελθόν έχει Μέλλον, και ότι θα μπορέσουν να στηριχτούν στη γνώση του παρελθόντος για να δημιουργήσουν ένα νέο παρόν.
Το δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι ότι για να γίνει αυτό, δεν αρκούν να ληφθούν μέτρα και πρωτοβουλίες από κάθε βαθμίδα της Ελληνικής Πολιτείας, αλλά θα πρέπει οι συνειδητοποιημένοι επαγγελματίες του κλάδου – αυτοί που υιοθετούν τις αξίες της ποιότητας και της εντοπιότητας – να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη, να κινητοποιηθούν, να συνεργαστούν και να αναδείξουν τον πλούτο του τόπου τους, να ευαισθητοποιήσουν τις τοπικές κοινωνίες για την σημασία της τοπικής γαστρονομίας και να δημιουργήσουν τον μύθο της περιοχής τους. Πράγμα που απαιτεί μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας του Έλληνα, της σχέσης του με τον τόπο του, τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, την πελατεία του και το περιβάλλον.
Και νομίζω πως τώρα που αντλήσαμε αρκετή αυτοπεποίθηση από την υπεύθυνη στάση της Πολιτείας και της ελληνικής κοινωνίας στην δύσκολη περίοδο της πανδημίας, είμαστε έτοιμοι να περάσουμε και στο επόμενο κεφάλαιο: να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, να γίνουμε ακόμη πιο συνεργάσιμοι και να νοιαστούμε για την συνολική εικόνα του τόπου μας. Ώστε το stαte of mind του Ελληνικού Τουρισμού να αντικατοπτρίζει αυτό που ήμαστε και αυτό που μπορούμε πραγματικά να προσφέρουμε στους επισκέπτες μας.
*Γιώργος Πίττας (Δημιουργός του Greekgastronomyguide.gr και του προγράμματος Γαστρονομικές Κοινότητες).