Ποιοι είναι οι 120 Έλληνες του Σουδάν; Οι βίαιες εχθροπραξίες στο Χαρτούμ και οι επιχειρήσεις απεγκλωβισμού που διαδραματίζονται τα τελευταία 24ωρα στη χώρα έφεραν στο προσκήνιο τους τελευταίους μιας ισχυρής και μέχρι πρόσφατα, στα σύγχρονα χρόνια, ακμαίας κοινότητας στην περιοχή.
«Η ελληνική παρουσία στο Σουδάν μετράει 200 χρόνια. Στις αρχές του 19ου αιώνα, με την εκστρατεία που έκαναν οι Αιγύπτιοι για να καταλάβουν περιοχές στα νότια της χώρας, κάποιοι τολμηροί Έλληνες της Αιγύπτου αναζήτησαν την τύχη τους στο Σουδάν. Στα μέσα του αιώνα μετακινήθηκαν και άλλοι Έλληνες για να ασχοληθούν με το εμπόριο, και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία της κοινότητας στην περιοχή», εξηγεί στο iefimerida.gr ο ιστορικός-ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος, συγγραφέας του βιβλίου «Η ελληνική παροικία του Σουδάν».
«Γνώριμη κατάσταση οι εχθροπραξίες και οι εμφύλιες συρράξεις για τους Έλληνες του Σουδάν»
Όπως λέει, οι εχθροπραξίες και οι εμφύλιες συρράξεις στο Σουδάν δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τους κατοίκους της χώρας και δη την ελληνική κοινότητα. «Το 1885 οι τοπικές φυλές προσπάθησαν να επαναστατήσουν εναντίον των Αιγυπτίων. Τότε στην πόλη του Χαρτούμ υπήρχε ελληνικό προξενείο με Έλληνα πρόξενο τον Νίκο Λεοντίδη και αρκετούς Έλληνες που ήταν οι τελευταίοι που αμύνθηκαν και έπεσαν μαχόμενοι υπερασπιζόμενοι την πόλη. Έκτοτε, κάποιοι Έλληνες έζησαν ως αιχμάλωτοι και αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν».
Το 1898 το Σουδάν κατακτήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και έκτοτε ξεκίνησε η μεγάλη μεταναστευτική ροή των Ελλήνων για να εργαστούν στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου, του λιμανιού και στην ανοικοδόμηση της πόλης, ενώ πολλοί συνέχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο.
«Την περίοδο εκείνη οι Έλληνες άρχισαν να κατοικούν σε κάθε μήκος και πλάτος του Σουδάν που μέχρι το 2011 ήταν η μεγαλύτερη χώρα στην Αφρική. Πριν χωριστεί με τον εμφύλιο σε Σουδάν και νότιο Σουδάν. Σήμερα, η χώρα είναι περίπου τρεις φορές η έκταση της Γαλλίας. Αν προσθέσουμε και το νότιο Σουδάν, μιλάμε για μια έκταση σχεδόν όση είναι η Ευρώπη. Από τον Βορρά, που είναι η έρημος Σαχάρα, μέχρι τον Νότο, στα σύνορα με την Αιθιοπία, υπήρχαν πάνω από δέκα ελληνικές κοινότητες που αριθμούσαν 12.000 άτομα μέχρι και τη δεκαετία του 1970», σχολιάζει ο κ. Χαλδαίος.
«Ο νόμος της Σαρία που επιβλήθηκε το 1983 οδήγησε στη μεγάλη "φυγή" των Ελλήνων»
Στη συνέχεια, μετά την ανεξαρτησία του Σουδάν η παρουσία των πραξικοπημάτων και των δικτατοριών αποτελεί γνώριμη κατάσταση. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι Έλληνες παρέμειναν στη χώρα. Τα πράγματα άλλαξαν όμως στα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν έγιναν οι εθνικοποιήσεις, οπότε πολλοί Έλληνες έχασαν τις περιουσίες τους, ενώ το μεγάλο «χτύπημα» δόθηκε το 1983 όταν επιβλήθηκε ο νόμος της Σαρία, όπου πλέον πολλοί νέοι και γυναίκες εγκατέλειψαν τη χώρα λόγω της καταπίεσης των ελευθεριών. Τότε σημειώθηκε η μεγάλη φυγή των Ελλήνων, με αποτέλεσμα σήμερα να παραμένει μια μικρή κοινότητα στο Χαρτούμ. Σ’ αυτό συνετέλεσε και ο εμφύλιος πόλεμος για σχεδόν 50 χρόνια. Σήμερα, οι Έλληνες είναι πλέον λίγες δεκάδες.
«Δεν είναι το "κύκνειο άσμα" για τους Έλληνες στην περιοχή»
«Η σημερινή είναι μια κατάσταση που είναι γνώριμη για τους Έλληνες. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Μέχρι και σήμερα μιλάμε για δικτατορία που κυβερνά το Σουδάν. Δεν είναι κάτι διαφορετικό. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό δεν είναι το "κύκνειο άσμα" για την ελληνική κοινότητα στην περιοχή. Οι Έλληνες εκεί έχουν μάθει σε τέτοιες συνθήκες και πάντα αντεπεξέρχονται. Το ίδιο έγινε και στο Κονγκό και στην Αιθιοπία. Κάποια στιγμή θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση και κάποιοι τουλάχιστον θα γυρίσουν πίσω. Μιλάμε για εκκένωση. Έφυγαν και εγκατέλειψαν τα πάντα. Κάποιοι θα θέλουν να γυρίσουν πίσω να δουν τις περιουσίες και τα σπίτια τους», τονίζει ο Έλληνας ιστορικός- ερευνητής.
Πριν από τρεις μέρες ο κ. Χαλδαίος κατάφερε να επικοινωνήσει με μια οικογένεια στην περιοχή. Σήμερα, δεν γνωρίζει τι έχουν απογίνει. «Ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Χθες πάλι προσπάθησα να επικοινωνήσω. Δεν έχουν ρεύμα, δεν μπορούν να βγουν από τα σπίτια. Το σπίτι της οικογένειας με την οποία μίλησα χτυπήθηκε δύο φορές από όλμο. Και η εκκένωση είναι μια πολύ δύσκολη επιχείρηση», καταλήγει.
Οι Έλληνες πρωτοπόροι στο Σουάκιν του Σουδάν τη δεκαετία του 1860
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ελληνική κοινότητα στο Σουδάν»)
Η Κατερίνα Κάκου γεννήθηκε στο Σουακίν του Σουδάν το 1893. Ο πατέρας της έφυγε από τη Λέρο και μετανάστευσε στο Σουδάν στα τέλη του 19ου αιώνα. Σε ηλικία 19 ετών, η Κατερίνα παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Παπαδέλλη και απέκτησε οκτώ παιδιά. Ο σύζυγός της πέθανε σε νεαρή ηλικία και η Κατερίνα είχε μεγάλες δυσκολίες στο να μεγαλώσει τα παιδιά της. Πουλούσε πολλά πράγματα μπροστά στο σπίτι της όπως φρούτα, φιστίκια, μαγειρεμένα φασόλια (φούλια) για να κερδίσει τα προς το ζην. Αν και ήταν φτωχή, έδινε βοήθεια σε όποιον χρειαζόταν. Πολλοί άνθρωποι που ζούσαν στη γειτονιά την επισκέπτονταν για να πάρουν ένα δωρεάν γεύμα. Η Κατερίνα αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλη την περιοχή, μέχρι τον θάνατό της το 1983. Για τον λόγο αυτόν, ο δρόμος μπροστά από το σπίτι της ονομάστηκε «Οδός Κατερίνας».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ελληνική κοινότητα στο Σουδάν»)
Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες άρχισαν να εγκαθίστανται στο Suakin, το μόνο λιμάνι του Σουδάν. Μετά το 1860, πολλοί έμποροι μετανάστευσαν στο Suakin και άνοιξαν επιχειρήσεις κοντά στο λιμάνι, εκπροσωπώντας τις μεγάλες ελληνικές και ξένες εταιρείες που είχαν έδρα στο Κάιρο. Ωστόσο, μερικοί από αυτούς έγιναν τροφοδότες πλοίων, όπως ο Παρασκευάς Μπαμπουλής που έφυγε από τη Λέσβο και μετανάστευσε στο Σουάκιν το 1864. Εκεί, αγόρασε ένα αγρόκτημα και ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία, τροφοδοτώντας στη συνέχεια τα πλοία που σταματούσαν για προμήθειες. Άλλοι, όπως ο Νίκος Μάρκετος, εργάστηκαν ως μηχανικοί στη συντήρηση των αιγυπτιακών κυβερνητικών πλοίων στην αρχή, αλλά σταδιακά συμμετείχαν στο εμπόριο αλατιού και μαργαριταριών, μια μάλλον επικερδής επιχείρηση.