Πριν από λίγες μέρες ξεκίνησαν οι παραδόσεις 177.000 σετ ρομποτικής σε όλα τα νηπιαγωγεία, δημοτικά και γυμνάσια της χώρας.
Τα νέα ψηφιακά εργαλεία τα οποία στοχεύουν στο να καλλιεργήσουν δεξιότητες στα παιδιά ακολουθούν έστω και με σημαντική χρονική υστέρηση τις πρακτικές πολλών ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων για την ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων στις μικρές ηλικίες. Η διεθνής πρακτική έχει δείξει ότι για να πετύχουν αυτά τα προγράμματα τους στόχους τους απαιτείται μια σειρά προϋποθέσεων όπως η διάχυση και επικαιροποίηση του ψηφιακού αυτού υλικού σε ολόκληρη την εκπαιδευτική αλυσίδα, η κατάλληλη κατάρτιση του εκπαιδευτικού προσωπικού αλλά και η διαρκής επανεκπαίδευση του.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό όμως που κυρίως και πριν απ’ όλα χρειάζεται είναι η πλαισίωση των εργαλείων αυτών με προγράμματα που θα στοχεύουν στο να κατευθύνουν τα παιδιά ως προς το ποια πρέπει να είναι η υπεύθυνη χρήση της τεχνολογίας, ποιοι είναι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την έκθεση σε ψηφιακά προϊόντα κάθε είδους καθώς και ότι τέτοιου είδους εργαλεία δεν οδηγούν από μόνα τους σε επιστημονικές επιτυχίες. Και αυτού του είδους η ‘εκπαίδευση’ λείπει ειδικά στο ελληνικό σχολικό σύστημα γεγονός που καθηλώνει την χώρα μας στις τελευταίες θέσεις των σχετικών πανευρωπαϊκών δεικτών.
Πέραν αυτού, τέτοιου είδους απόπειρες ενίσχυσης των ψηφιακών δεξιοτήτων της νέας γενιάς θέτουν ένα γενικότερο ζήτημα για το κατά πόσο τέτοιου είδους πρωτοβουλίες μπορούν να ‘πιάσουν τόπο’ και να μακροημερεύσουν όταν τα ελληνικά σχολεία αντιμετωπίζουν ακόμα σοβαρά δομικά προβλήματα. Με άλλα λόγια: πως μπορούμε να μιλάμε για ψηφιακή εκπαίδευση και εκπαιδευτικά ρομποτικά συστήματα όταν υπάρχουν σχολεία που στεγάζονται ακόμα σε κοντέινερς, σχολικές αίθουσες που πλημμυρίζουν, και σχολικά στέγαστρα που καταρρέουν;
Εάν λάβουμε υπόψη ότι πάνω από τα μισά σχολεία της χώρας είναι μεταξύ 30 και 50 ετών (από τα γηραιότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση) και ότι μόνο στο 5% έχουν γίνει επαρκείς συνθήκες συντήρησης, η ρομποτική σε κακοδιατηρημένα κτίρια και ακατάλληλες εγκαταστάσεις φαντάζει σχεδόν πολυτέλεια. Μάλιστα, πέρα από τις καταγεγραμμένες ελλείψεις σε υλικοτεχνικές και κτιριακές υποδομές (έλλειψη κατάλληλου αύλειου χώρου, αιθουσών, ειδικών εργαστηρίων, γυμναστηρίων, κ. ά.), πολύ πρόσφατα δημοσιεύτηκαν οι πρώτες μελέτες για την ύπαρξη επικίνδυνων οργανικών χημικών ρύπων που έχουν μάλιστα συνδεθεί με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Επομένως, στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, θα πρέπει οι πολιτικοί φορείς να λάβουν θέση και για τέτοιου είδους ζητήματα: πως θα αντιμετωπίσουν το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην φυσική και την ψηφιακή πραγματικότητα στους χώρους εκπαίδευσης αλλά και ανάμεσα σε σχολεία πρώτης γραμμής και σχολεία που απλά επιβιώνουν. Οι τρομερές ανισότητες που παρατηρούνται δεν πρόκειται να διορθωθούν μόνο από την διανομή σετ ρομποτικής: απαιτούνται πιο θεμελιώδεις πολιτικές επεμβάσεις και κυρίως ένα ολιστικό πρόγραμμα που θα διασφαλίζει ότι όλα τα σχολεία της επικρατείας είναι ασφαλή και προσφέρουν ένα υγιές περιβάλλον εκμάθησης όπου απουσιάζει ο σχολικός εκφοβισμός, πλεονάζει η κριτική σκέψη και υπάρχει ένα ισορροπημένο δείγμα ψηφιακών και αναλογικών μέσων.
Για να επιτρέψουμε στα σχολεία μας να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στην εποχή του διαδικτύου και του ChatGPT, πρέπει να επιστρέψουμε στα βασικά: να τα θωρακίσουμε πρώτα τόσο κτιριακά όσο και σε επίπεδο προσωπικού ενισχύοντας τον ίδιο τον ρόλο της εκπαιδευτικής διαδικασίας που φαίνεται να κινείται σε αχαρτογράφητα ψηφιακά νερά.
*O Δρ. Μιχάλης Kρητικός είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και Επίκουρος Καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών.