Σε δεκάδες «άγνωστα» σεισμικά ρήγματα και σε 10 χαρτογραφημένα -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μελλοντική σεισμική δραστηριότητα στο λεκανοπέδιο- δείχνει να «ισορροπεί» η Αττική.
Οι πρόσφατες ασθενείς αλλά αρκετά αισθητές σεισμικές δονήσεις με επίκεντρο το Κάτω Χαλάνδρι έρχονται να μας υπενθυμίσουν τη σεισμικότητα του λεκανοπεδίου.
Αν και οι επιστήμονες εμφανίζονται καθησυχαστικοί για τις δονήσεις της Τετάρτης, εν τούτοις, όπως λένε, χρειάζεται συνεχής μελέτη και παρακολούθηση των δέκα περίπου σε σύνολο επικίνδυνων ρηγμάτων που βρίσκονται στο λεκανοπέδιο.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, μέχρι το 1981 η Αθήνα θεωρείτο σχεδόν ασεισμική περιοχή. Ωστόσο, ο σεισμός εκείνης της χρονιάς αλλά και ο φονικός σεισμός του 1999 αποκάλυψαν ότι η Αθήνα κάθε άλλο παρά ασεισμική θα πρέπει να θεωρείται.
Τα ρήγματα της Αττικής
Ο διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Αστεροσκοπείου της Αθήνας, Αθανάσιος Γκανάς, ο οποίος στη βάση ενεργών ρηγμάτων του Εθνικού Αστεροσκοπείου έχει αναπτύξει με την ομάδα του τα χαρτογραφημένα ρήγματα που βρίσκονται στην Αττική και κοντά σε αυτή, ανέφερε στο iefimerida:
«Τα σημαντικότερα εξ αυτών είναι το ρήγμα της Φυλής ή της Πάρνηθας, που είχε δώσει τον σεισμό του 1999. Το ρήγμα στο Θριάσιο, το οποίο είναι παράλληλο με αυτό της Φυλής, αλλά έχει πολύ μικρότερο ρυθμό ολίσθησης και είναι ''ήσυχο'' εδώ και χιλιάδες χρόνια. Έχουμε το ρήγμα στον Αυλώνα-Μαλακάσα, το οποίο είναι μεγάλο ρήγμα. Έχουμε το ρήγμα που βρίσκεται βόρεια της Πεντέλης, έχουμε το ρήγμα Μηλεσίου, που ακολουθεί τη βορειοανατολική ακτή της Αττικής, και έχουμε και ρήγματα στον Σαρωνικό, υποθαλάσσια, αλλά και στα Βίλια και στην Κακιά Σκάλα. Έχουμε και τις Αλκυονίδες που μπορούν να επηρεάσουν την Αττική. Όλα αυτά είναι μεγάλα ρήγματα και έχουν δυναμικό από 6 Ρίχτερ και πιο πάνω».
Σύμφωνα με τον κ. Γκανά, η περιοδικότητα των ρηγμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, γιατί, όπως εξηγεί, «υπάρχουν περίοδοι που το ρήγμα είναι ενεργό, υπάρχουν περίοδοι που είναι σε ύφεση, που μπορούμε να πούμε με απλά λόγια ότι συγκεντρώνει ενέργεια, αλλά αυτή η ενέργεια δεν εκτονώνεται πάντα με ένα μεγάλο σεισμικό γεγονός, μπορεί να γίνει με μικρότερου μεγέθους ή και με έναν μεγάλο.
»Και, φυσικά, κάθε ρήγμα διαφέρει από ένα άλλο. Για παράδειγμα, στην Πάρνηθα έχουμε δεδομένα που δείχνουν ότι οι σεισμοί δεν συμβαίνουν με μία περιοδικότητα. Αλλά υπάρχουν περίοδοι όπου το ρήγμα είναι πιο ενεργό και άλλες περίοδοι που είναι πιο ''ήσυχο'', που μπορούμε να πούμε ότι συγκεντρώνει ενέργεια αλλά δεν είναι απαραίτητο να εκτονωθεί με έναν μεγάλο σεισμό».
Όσον αφορά τα μικρότερα ρήγματα που υπάρχουν μέσα στον αστικό ιστό της Αττικής, αυτά είναι δεκάδες, αλλά δεν μπορούν να χαρτογραφηθούν λόγω της τεράστιας οικοδόμησης που υπάρχει.
«Ρήγματα όπως αυτό που έδωσε τον σεισμό των 2,8 Ρίχτερ με επίκεντρο στα όρια του Κάτω Χαλανδρίου με το Ψυχικό υπάρχουν δεκάδες και είναι διασκορπισμένα στην Αττική, αλλά λόγω του ότι είναι πολύ μικρά είναι στο όριο της ανάλυσης, με τους σεισμούς που δίνουν να είναι πάρα πολύ ασθενείς. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας από αυτά. Επιπλέον, μιλάμε για μικρά ρήγματα που δεν έχουμε δυνατότητα για καλή ανάλυση, γιατί χρειάζονται πολλές γεωφυσικές διασκοπήσεις (περιλαμβάνουν μαγνητικές, ηλεκτρικές, σεισμικές και βαρυτικές τεχνικές), οι οποίες είναι αδύνατον να συμβούν σήμερα με την αστικοποίηση που υπάρχει».
Τα τρία πιο ενεργά σεισμικά ρήγματα της Αττικής
Στον χάρτη ενεργών ρηγμάτων που αποτελεί εργασία του Φρανσίσκο Λέζι αλλά και άλλων καθηγητών, μεταξύ των οποίων και ο κ. Γκανάς, και δημοσιεύθηκε το 2001, μελετήθηκαν τα τρία πιο ενεργά ρήγματα στη Βορειοανατολική Αττική και στην Πάρνηθα-Φυλή που μπορούν να δώσουν σεισμό ίσο και μεγαλύτερο των 6 Ρίχτερ. Πρόκειται για τα ρήγματα Φυλής-Πάρνηθας, Μαλακάσας και Μηλεσίου.
Όπως εξηγεί ο κ. Γκανάς: «Οι κόκκινες γραμμές με δοντάκια είναι τα ενεργά ρήγματα με σεισμικό δυναμικό μεγαλύτερο των 5,5 στην κλίμακα Ρίχτερ. Δοντάκια δηλώνουν το κατερχόμενο τέμαχος. Οι κίτρινοι κύκλοι αποτελούν τις περιοχές δειγματοληψίας για κοσμογενή ισότοπα που δίνουν τη χρονολόγηση σεισμών. Επίσης, όπου Max Mw σημαίνει μέγιστο αναμενόμενο μέγεθος και όπου Dmax σημαίνει μέγιστη αναμενόμενη μετατόπιση (σε μέτρα)».