Με έναν ολιγόλογο, «ξερό» τρόπο, δημοσίευσαν τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης της Αριστεράς την είδηση για την προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία υποχρεώνει το iefimerida να κατεβάσει τα δημοσιεύματα που σχετίζονται με το ηχητικό ντοκουμέντο Βγενόπουλου και τη Βασιλική Θάνου.
Πολλά είχαν (σύμπτωση;) τον ίδιο τίτλο «Πρώτη νίκη της Βασιλικής Θάνου κατά του iefimerida», και αναπαρήγαγαν, χωρίς κανένα σχόλιο, την ανακοίνωση των δικηγόρων της, η οποία δημιουργούσε την παραπλανητική εντύπωση ότι κρίθηκε η ουσία της υπόθεσης, από ένα προφανώς αναρμόδιο να κρίνει την ουσία δικαστήριο.
Γιατί ακριβώς πανηγύριζαν τα παραπάνω μέσα ενημέρωσης; Για μια πρωτοφανή απόφαση, η οποία όχι μόνο δεν αποτελεί νίκη, αλλά είναι ακριβώς αυτό που μπορεί να σκεφτεί ο κάθε υποψιασμένος πολίτης. Είναι θεμιτό ένα μέσο που κάνει μια αποκάλυψη για ένα ισχυρό πρόσωπο, να υποχρεώνεται να σιωπήσει, δηλαδή να μην μπορεί να συνεχίσει την έρευνα του, επειδή τάχα συκοφαντεί;
Μάλλον, η υποχρέωση του δημόσιου προσώπου για διαφανή βίο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση. Διαφορετικά, πού εξαφανίστηκαν όλοι οι διαπρύσιοι υπέρμαχοι της ερευνητικής δημοσιογραφίας; Μόνο τον Κώστα Βαξεβάνη και τη Γιάννα Παπαδάκου ξέρουν να υπερασπίζονται; Όταν θίγονται άλλοι δημοσιογράφοι απλά καταπίνουν τη γλώσσα τους και κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Πάνε περίπατο και οι ανησυχίες για την ανεξαρτησία του Τύπου, και για την υποχρέωση ενημέρωσης της κοινής γνώμης, και για την προάσπιση της ελευθεροτυπίας. Η σιωπή και η ανοχή τους σε αυτό που συμβαίνει είναι εκκωφαντική.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μια ανώτατη δικαστική λειτουργός βρίσκεται σε αντιδικία με ένα μέσο ενημέρωσης, για φερόμενη υπόθεση διαφθοράς, και ότι δικαστές θα χρειαστεί να κρίνουν τα του οίκου τους. Η υπόθεση είναι αυταπόδεικτα σύνθετη και βαθύτατα θεσμική.
Προτού εξελιχθούν τα γεγονότα, με την απόφαση μιας και μόνης δικαστίνας, η οποία δεν έχει καμία υποχρέωση να την αιτιολογήσει, επιβάλλεται προληπτική λογοκρισία σε ένα μέσο ενημέρωσης, για άγνωστο χρονικό διάστημα. Θεωρητικά ως την κύρια δίκη, στην πράξη, αν ζητήσει αναβολή η άλλη πλευρά, επ’ αόριστον. Και το κάνει, σε ένα χρονικό σημείο, κατά το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την αποδεικτική ισχύ του ντοκουμέντου που αποκαλύφθηκε.
Σύμφωνα με την απόφαση, αν περιέλθουν στα χέρια μας και άλλα στοιχεία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, απαγορεύεται να τα δημοσιεύσουμε, γιατί θα ερμηνευθούν ως επίταση της προσβολής της άλλης πλευράς και ως παραβίαση της προσωρινής διαταγής!
Το «έγκλημά» μας, συντελέστηκε ήδη, όπως ισχυρίστηκαν οι δικηγόροι της άλλης πλευράς στο δικαστήριο, όχι μόνο με τη δημοσίευση του ηχητικού ντοκουμέντου, αλλά και επειδή δεν συμμορφωθήκαμε στις απαιτήσεις του εξώδικου που μας έστειλαν και συνεχίσαμε να γράφουμε. Ίσως δεν θα έπρεπε να σπαταλήσουν ούτε αυτό το επιχείρημα. Αρκούσαν οι επίμονες ερωτήσεις της έδρας να αποκαλύψουμε ποιος μας έδωσε το ηχητικό ντοκουμέντο, παραβλέποντας την πάγια νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα των δημοσιογράφων να μην αποκαλύπτουν τις πηγές τους.
Πολλά μπορεί να σκεφτεί κανένας γιατί χρειάστηκε να εκδοθεί μια απόφαση που επιχειρεί να προκαταλάβει τις εξελίξεις. Μια απόφαση, που για να το πετύχει αυτό, προσβάλλει κατάφωρα το αίσθημα περί δικαίου, περί ισονομίας, τα δικαιώματα του Τύπου, και κυρίως αντίκειται ευθέως στο Σύνταγμα, το οποίο απαγορεύει την προληπτική λογοκρισία. Είναι, δηλαδή, απέναντι σε όσα θα περίμενε κανένας να προασπίζεται ένας δικαστής. Αλλά και σε όσα θα έπρεπε να υπερασπίζεται ένας πραγματικός δημοσιογράφος.
Σε άλλες χώρες, έχουν δοθεί, και δίνονται διαρκώς, μάχες για το απρόσκοπτο δικαίωμα στην ενημέρωση. Στην Ελλάδα, όμως, έχει επικρατήσει και στη δημοσιογραφία, όπως και σε άλλους κλάδους, ο απαράδεκτος διχασμός, ότι οι δικοί μας έχουν πάντα δίκιο και οι απέναντι πάντοτε άδικο. Μια αντίληψη που τελικά πλήττει τη δημοσιογραφία, η οποία χάνει την αντικειμενικότητα και την αξιοπιστία της.
Πώς, όμως, να μεμφθείς ατομικά τον κάθε δημοσιογράφο όταν η ΕΣΗΕΑ, η συλλογική εκπροσώπηση του κλάδου, σιωπά; Το κάποτε ισχυρό σωματείο είναι εδώ και χρόνια παραδομένο στις παραλυτικές εσωτερικές συγκρούσεις του. Θα ήταν πολύ ενθαρρυντικό να βλέπαμε την ΕΣΗΕΑ να υπερασπίζεται κάτι μεγαλύτερο από τα στενά συντεχνιακά αιτήματα του κλάδου. Να τιμήσει, ας πούμε, τη φράση «Η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης», η οποία αναγράφηκε στην αίθουσα συνελεύσεων της ΕΣΗΕΑ και προοριζόταν να υπενθυμίζει πάντα στα μέλη της το πρωταρχικό καθήκον τους.