Ο SARS-COV-2 είναι πλέον μαζί μας, με δύο τουλάχιστον επιδημιολογικά κύματα τον χρόνο, και κάθε έκθεση στον ιό -όπως και σε κάθε ιό- σίγουρα δεν αποτελεί καλό νέο, εξηγεί στο iefimerida.gr o Γιάννης Πρασσάς, διδάκτωρ Μοριακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο, μόνιμος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Mount Sinai Hospital.
«Στην πράξη, έχουμε προσθέσει έναn σημαντικό ενδημικό βράχνα στο σακούλι με τους άλλους ιούς που συμβιώνουμε ανεμπόδιστα και ήδη πληρώνουμε το εξτρά κόστος σε ορούς υγείας, οικονομικής ζημίας και χαμένης ποιότητας ζωής», αναφέρει ο κ. Πρασσάς.
Επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις από ιούς οδηγούν σε μακροχρόνιες παθολογίες
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο έγκαιρος εμβολιασμός παραμένει ο αποτελεσματικότερος τρόπος μείωσης του ρίσκου που μας αναλογεί από κάθε επιμόλυνση. «Το σύνολο των στοιχείων συνεχίζει να δείχνει ότι όποιος βγαίνει και λέει ότι «έλα μωρέ, άλλη μια ίωση είναι, τι θα πάθουμε στην τελική από το να κολλάμε ένα ακόμη κρυολόγημα 1-2 φόρες τον χρόνο» απλώς δεν ακολουθεί την επιστήμη και δεν έχει ιδέα από μακροχρόνιες παθολογίες ιικών λοιμώξεων. Δεν θέλει να ξέρει ότι μεγάλο ποσοστό νευροεκφυλιστικών, αυτοάνοσων και λοιπών μετα-λοιμωξικών χρόνιων παθήσεων (π.χ. μακροχρόνιο Covid-19) ενεργοποιούνται απ’ αυτές τις ιικές επαναλοιμώξεις», σχολιάζει.
Η επαναλαμβανόμενη έκθεση στον SARS-COV-2 -όπως και σε κάθε ιό- εγκυμονεί κινδύνους. Όπως σημειώνει ο Έλληνας ερευνητής, «στην καλύτερη περίπτωση η άμυνά μας θα προλάβει τη ζημιά. Δυστυχώς, όμως, σε κάποιους η ίωση θα εξακολουθεί να οδηγεί σε μακροχρόνιες επιπλοκές και κάποιοι (οι περισσότερο ανοσιακά ευάλωτοι) θα υποφέρουν σοβαρά από την οξεία μόλυνση».
Ο εμβολιασμός προστατεύει από το ρίσκο της επιμόλυνσης
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιστήμονες τονίζουν ότι ο εμβολιασμός παραμένει ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την αντιμετώπιση του ιού. «Δεν έχουμε ηλικιακά σταθμισμένα δεδομένα από RCT trials για να ξέρουμε ακριβώς πόσο είναι το αναμενόμενο κέρδος του επαναληπτικού εμβολιασμού ανά ηλικιακό γκρουπ (και για κάθε είδος εμβολίου) αλλά στη βάση του πολύ ασφαλούς προφίλ των εμβολιασμών, ειδικά για τους 40+ και δεδομένου του ρίσκου για μακροχρόνιες μετα-λοιμωξικές παθολογίες, η πλειονότητα όσων εξακολουθούν να μελετούν τα διαθέσιμα σχετικά δεδομένα από κοντά θα συμφωνούσαν ότι ο έγκαιρος επαναληπτικός εμβολιασμός συνολικά μειώνει το οποίο σχετικό ρίσκο που μας αναλογεί».
Ποιοι έχουν προτεραιότητα για τον εμβολιασμό
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει ορίσει τρεις κατηγορίες βάσει προτεραιότητας για επαναληπτικούς εμβολιασμούς έναντι του SARS-COV2 (https://www.who.int/emergencies/diseases/novel-coronavirus-2019/covid-19-vaccines/advice#:~:text=Healthy%20younger%20adults%20%2D%20adults%20without,series%20and%20first%20booster%20dose.):
Ομάδα υψηλής προτεραιότητας:
- Μεγαλύτεροι ενήλικες.
- Νεότεροι ενήλικες με σημαντικές συννοσηρότητες (π.χ. διαβήτης και καρδιακές παθήσεις) ή σοβαρή παχυσαρκία.
- Άτομα, συμπεριλαμβανομένων παιδιών ηλικίας 6 μηνών και άνω, με σοβαρές ανοσοκατασταλτικές παθήσεις (π.χ. λήπτες μοσχευμάτων, ασθενείς σε ανοσοκατασταλτική θεραπεία, ασθενείς με καρκίνο).
- Έγκυες
- Εργαζόμενοι υγείας πρώτης γραμμής.
- Για αυτή την ομάδα, ο ΠΟΥ συνιστά τη λήψη της αρχικής σειράς, της πρώτης αναμνηστικής και των πρόσθετων αναμνηστικών δόσεων 6 ή 12 μήνες μετά την τελευταία δόση, ανάλογα με παράγοντες όπως η ηλικία και οι ανοσοκατασταλτικές συνθήκες.
Ομάδα μέσης προτεραιότητας:
- Υγιείς νεότεροι ενήλικες - ενήλικες χωρίς συννοσηρότητες ηλικίας κάτω των 50 έως 60 ετών (τα όρια ηλικίας εξαρτώνται από τις χώρες).
- Παιδιά και έφηβοι με σοβαρή παχυσαρκία ή συννοσηρότητες που τους θέτουν σε υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης COVID-19.
- Για αυτή την ομάδα, ο ΠΟΥ συνιστά την αρχική σειρά και την πρώτη αναμνηστική δόση. Δεν συνιστώνται συστηματικά πρόσθετες αναμνηστικές δόσεις. Ωστόσο, οι υγειονομικές αρχές ενδέχεται να εξετάσουν το ενδεχόμενο χορήγησης πρόσθετων ενισχυτικών δόσεων όταν τα οφέλη είναι δικαιολογημένα και δεν υπάρχουν γνωστά ζητήματα ασφάλειας. Οι χώρες μπορούν επίσης να προσφέρουν πρόσθετες αναμνηστικές δόσεις στο πρόγραμμα ρουτίνας με βάση τους πληθυσμιακούς κινδύνους, την επιδημιολογία ασθενειών ή τις προτεραιότητες για την υγεία.
Ομάδα χαμηλής προτεραιότητας:
- Υγιή παιδιά και έφηβοι ηλικίας 6 μηνών έως 17 ετών
«Ο εμβολιασμός αυτής της ομάδας έχει περιορισμένο αντίκτυπο στη δημόσια υγεία. Οι χώρες θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο εμβολιασμού υγιών παιδιών και εφήβων με την πρωτογενή σειρά με βάση την επιβάρυνση της νόσου, τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας και άλλες προτεραιότητες για την υγεία ή το πρόγραμμα και το κόστος ευκαιρίας», αναφέρει ο κ. Πρασσάς.
Και προσθέτει: «Το πρόβλημα με τον COVID-19 είναι ότι το μοντέλο ενός εμβολίου τον χρόνο, όπως αυτό της εποχικής γρίπης, δεν λειτουργεί καλά για τον COVID-19, που δεν καταλαβαίνει από εποχές. Και επειδή, πλέον, ούτε σημαντική επιτήρηση γίνεται, ούτε και πολυσυζητάει πλέον κανείς για τον SARS-COV-2, τις πιο πολλές φόρες μάς προλαβαίνει ο ιός πριν ανανεώσουμε έγκαιρα την άμυνά μας».