Τις συνθήκες του τροχαίου δυστυχήματος έξω από τη Βουλή, που κατέστησε κλινικά νεκρό τον 23χρονο Ιάσονα, αποκαλύπτουν τα βίντεο και οι μαρτυρίες. Ολα συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα.
Ο αστυνομικός οδηγός και συνοδός της Ντόρας Μπακογιάννη κατέβαινε την Βασ. Σοφίας και έστριψε παράνομα αριστερά, στο ύψος της οδού Ακαδημίας για να μπει στη Βουλή.
Από το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας ερχόταν ένα ταξί, ο οδηγός του οποίου ακόμη δεν έχει εντοπιστεί. Πίσω του ερχόταν ο Ιάσωνας με την μοτοσυκλέτα του. Ο οδηγός ταξί φαίνεται πως έκοψε ταχύτητα και άφησε τον οδηγό του συνοδευτικού να περάσει. Ωστόσο ο Ιάσωνας που ακολουθούσε πέρασε δίπλα από το ταξί και χωρίς να αντιληφθεί το συνοδευτικό όχημα προσέκρουσε με σφοδρότητα στο πίσω δεξί μέρος του οχήματος με αποτέλεσμα να εκτοξευτεί στον αέρα.
Παρότι φορούσε κράνος, αυτό είτε δεν ήταν δεμένο, είτε απασφαλίστηκε από την πρόσκρουση με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, που οδήγησαν στο θλιβερό αποτέλεσμα. Ο οδηγός άλλης μοτοσυκλέτας, διανομέας φαγητού, αυτόπτης μάρτυρας, περιέγραψε με τον ίδιο τρόπο στην κατάθεσή του τι είχε συμβεί. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που δέχθηκε την απαράδεκτη λεκτική επίθεση του αστυνομικού-τροχονόμου, η οποία είναι υπό διερεύνηση.
Αστυνομικές πηγές, αναφέρουν χαρακτηριστικά, πως αστυνομικοί, εργαζόμενοι και άλλα στελέχη της Βουλής, μπαίνουν στο κτίριο από την είσοδο της Λ. Αμαλίας στο Σύνταγμα, που οδηγεί στον χώρο στάθμευσης. Από την είσοδο της Βουλής επί της Βασ. Σοφίας μπαίνουν μόνο υπουργοί, βουλευτές, κυβερνητικά στελέχη και αφού ο οδηγός προβαίνει σε ηχητικά σήματα προκειμένου να βγει τροχονόμος και να ρυθμίσει την κίνηση.
Αξίζει να σημειωθεί, πως αξιωματικοί της Βουλής, έχουν υποβάλει τρία αιτήματα στην Περιφέρεια Αττικής, τοποθέτησης φαναριού για αριστερή στροφή στο συγκεκριμένο σημείο, για την διευκόλυνση της εισόδου με ασφάλεια από εκεί. Τα αιτήματα του 2012 και 2014 απορρίφθηκαν από την Περιφέρεια με την αιτιολογία ότι θα δημιουργείτο κυκλοφοριακό κομφούζιο από την τοποθέτηση αριστερόστροφου φαναριού στο συγκεκριμένο σημείο. Το αίτημα που υποβλήθηκε τον Ιούνιο του 2020 παραμένει αναπάντητο.