Στις δραματικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής αναφέρθηκε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.
Μιλώντας στο Διαδικτυακό Επιστημονικό Συμπόσιο «Ο Αριστοτέλης και ο Κόσμος – Εις Μνήμην Γιάννη Σειραδάκη», με θέμα «Οι κλιματικές θεωρίες μετά τον Αριστοτέλη: Κλιματική Αλλαγή και Αβεβαιότητα», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Πολλά συγκλίνουν στην διαπίστωση ότι στην εποχή μας κυριαρχεί ένα αίσθημα αβεβαιότητας, το οποίο καταλήγει, μεταξύ άλλων βεβαίως, και στην έλλειψη εμπιστοσύνης ως το προς την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να διαχειρισθεί «τις τύχες» του κοινωνικού συνόλου, μέσα στην δίνη των σύγχρονων μεγάλων και πολυδιάστατων προκλήσεων. Αυτό το αίσθημα αβεβαιότητας οφείλεται, κατά πρώτο λόγο, στις αναταράξεις που προκαλούν, στο πλαίσιο του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, από την μια πλευρά ορισμένες πτυχές της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης. Και, από την άλλη πλευρά, η οικολογική ανισορροπία, λόγω της Κλιματικής Αλλαγής.
Α. Τις συνθήκες αβεβαιότητας για το μέλλον που, όπως ήδη επισημάνθηκε, προκαλούν οι ιδιομορφίες της σύγχρονης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και η «επικυριαρχία» του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» -η οποία οφείλεται εν πολλοίς σε αυτές- επιτείνει η οικολογική ανισορροπία. Μια ανισορροπία η οποία, μάλιστα, βαίνει ραγδαίως επιδεινούμενη για τον Πλανήτη, όντας απόρροια ενός ανεύθυνου, διεθνώς, «μιθριδατισμού» ως προς τις επιπτώσεις της και μιας καταστροφικής «επιμηθεϊκής» νοοτροπίας, ως προς τα επώδυνα αποτελέσματα των επιπτώσεων τούτων. Πρέπει δε να διευκρινισθεί ότι οι συνθήκες αβεβαιότητας για το μέλλον του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας, λόγω της προϊούσας οικολογικής ανισορροπίας στον Πλανήτη, έχουν τις ρίζες τους από την μια πλευρά στις οικονομικές επιπτώσεις της παγκοσμίως, οι οποίες επιβαρύνουν, δραματικά, την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις εξ αυτής προκύπτουσες ανισότητες. Ανισότητες, οι οποίες εξανεμίζουν το κατά κεφαλήν εισόδημα και γιγαντώνουν τις διαστάσεις της φτώχειας, με όλες τις εντεύθεν «εκρήξεις» που κάθε άλλο παρά διευκολύνουν τις συνθήκες ομαλής κοινωνικής ζωής. Και, από την άλλη πλευρά, στην εφιαλτική, κυριολεκτικώς, επιδείνωση των συνθηκών ζωής, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και στις οικονομικώς ασθενέστερες Χώρες.
Β. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τον 20ό αιώνα, κατέστη σαφές ότι δεν είναι, δυστυχώς, μόνον οι μακροχρόνιες μεταβολές που μπορούν ν’ αλλάξουν το κλίμα αλλά και ο ίδιος ο Άνθρωπος. Προφητικά, ο Svante Arrhenius1 υπολόγισε, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, ότι τυχόν διπλασιασμός του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα του Πλανήτη θα οδηγήσει στο φαινόμενο της «θερμής οικίας» («hot house»), κατά το οποίο η μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας του Πλανήτη θ’ αυξηθεί περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου. Κατά τον 20ό αιώνα, η θεωρία αυτή ονομάσθηκε «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και έχει πια αποδειχθεί ότι τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα, που είναι ένας από τους ρυθμιστές του θερμορυθμιστικού συστήματος της Γης, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 25%. Ο Καθηγητής Paul Crutzen2 ονόμασε αυτή την τελευταία περίοδο «Ανθρωπόκαινο», λέξη σύνθετη που αποτελείται από τις λέξεις «άνθρωπος» και «καινός» και που σημαίνει, κατ’ ουσίαν, «πρόσφατη περίοδος». Στην διεθνή ορολογία επικράτησε να λέγεται η ως άνω περίοδος «Anthropocéne». Σε αυτή την «ανθρωπόκαινο περίοδο» τα περισσότερα κράτη του Πλανήτη αποδέχθηκαν, ήδη από την Διάσκεψη του Rio de Janeiro το 1992, τις ενδείξεις ότι ο Άνθρωπος μπορεί να παρέμβει στην Φύση, μεταβάλλοντας το κλίμα με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμβαίνουν συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα ακραία κλιματικά φαινόμενα έχουν μεγάλα και καταστροφικά αποτελέσματα, από τον Αρκτικό κύκλο ως και την Ανταρκτική.
Γ. Θεωρώ χρήσιμο, στο πλαίσιο μιας, μερικής βεβαίως, οικονομικής ανάλυσης, να φέρω ένα παράδειγμα για την Ελλάδα, το οποίο όμως, αφορά όχι μόνο την Χώρα μας, αλλά και όλον τον Πλανήτη: Από τ’ αποτελέσματα της Έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες, αντίστοιχες, εκτιμήσεις στην διεθνή βιβλιογραφία, προκύπτει ότι, σε αμιγώς οικονομικό επίπεδο, το κόστος της ανθρωπογενούς κλιματικής μεταβολής για την Ελλάδα, ως το τέλος του 21ου αιώνα -φυσικά εάν δεν γίνει καμία παρέμβαση- θ’ ανέβει στο εξωφρενικό ποσό των 700 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή το κόστος στην Χώρα μας θα είναι περισσότερο από το διπλάσιο του εξωτερικού μας χρέους! Σύμφωνα με την ίδια Έκθεση, το κόστος αυτό θα μειωθεί περίπου στο μισό εάν γίνει μια συστηματική προσαρμογή ολόκληρης της Χώρας στα νέα δεδομένα, στη νέα κατάσταση. Τα νέα δεδομένα δείχνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, όπως προκύπτει από τις Εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή αλλά και τα έγγραφα που διανεμήθηκαν στην Διάσκεψη των Παρισίων τον Δεκέμβριο του 2015, ότι ο στόχος, ο οποίος τέθηκε στο Παρίσι να ληφθούν μέτρα ώστε η μέση θερμοκρασία του Πλανήτη να μην ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό Κελσίου, είναι ένα σημαντικό και εφικτό ζητούμενο.
Δ. Η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα, αν την δει κανείς από την σκοπιά όχι της παλαιάς κοπής βιομηχανικής επανάστασης αλλά μιας επανάστασης, η οποία στηρίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε τεχνολογίες και δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα λάθη του παρελθόντος μας αναγκάζουν ν’ αλλάξουμε σελίδα σε μια νέα μορφή καθαρότερης και ασφαλέστερης πόλης, σε μια νέα εποχή όπου η ισορροπία ανάμεσα στην βιόσφαιρα και στον Πλανήτη θα διατηρηθεί. Το κόστος, σε αυτή την νέα εποχή, θα είναι πολύ μικρότερο από την τραγωδία με τις εκατόμβες των θυμάτων που αντιμετωπίσαμε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ως συνέπεια της έντασης της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων. Θα είναι μάλιστα αμελητέο, σε σχέση με το κόστος που θα έχουμε, προς το τέλος του 21ου αιώνα, αν δεν ακολουθήσουμε την Συμφωνία των Παρισίων. Χαρακτηριστικά -και για να επανέλθω στην αμιγώς οικονομική ανάλυση- αναφέρεται ότι, σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, πολύ πρόσφατη εργασία υπολογίζει πως χωρίς την πανευρωπαϊκή προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στο τέλος του 21ου αιώνα το κόστος από τις πλημμύρες στις παράκτιες περιοχές της Ευρώπης θα ξεπεράσει τα 900 δισεκατομμύρια ευρώ! Και είναι αυτός μόνον ένας παράγοντας. Χώρες λοιπόν όπως το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες αλλά και χώρες με μεγάλη ακτογραμμή, όπως η Ελλάδα, είναι πιθανό ότι δεν θα μπορέσουν ν’ αντέξουν σε αυτά τα μυθώδη κόστη μη προσαρμογής και αδιαφορίας απέναντι σε μια Φύση, η οποία μας δείχνει καθαρά ότι η «ανθρωπόκαινος περίοδος» γι’ αυτήν θα είναι εξαιρετικά επώδυνη, πρωτίστως σ’ επίπεδο ανθρώπινων απωλειών, που συνιστά βεβαίως και την πιο βαριά συνέπεια.
Θα έπρεπε ήδη να έχουμε πάρει μέτρα προσαρμογής προ πολλού. Φαίνεται ότι η Ανθρωπότητα έχει ξεχάσει αρχές που έμειναν στην Ιστορία όπως εκείνη του Ιπποκράτη: «Κάλλιον εστί προλαμβάνειν ή θεραπεύειν». Ας δράσουμε έστω και τώρα. Η Ευρώπη δίδαξε στον κόσμο τον Ανθρωπισμό, την Αλληλεγγύη, την Δημοκρατία και την Δικαιοσύνη. Τον δίδαξε επίσης να σέβεται το Περιβάλλον και την Φύση. Μπορεί και πάλι ν’ αποτελέσει το φωτεινό παράδειγμα στην Ανθρωπότητα, για την αυγή μιας πορείας προς την «ανανεώσιμη Ευρώπη», σύμφωνα με τις αρχές που έχουν προωθηθεί με την σημερινή γνώση και αξιοποίηση της Επιστήμης. Και ας ανατρέχουμε πάντοτε στα σοφά λόγια του Mahatma Gandhi: «Η Γη μπορεί να μας θρέψει όλους αλλά, δυστυχώς, δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει όλους».