Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, συμμετέσχε σε διαδικτυακή εκδήλωση που οργανώθηκε στην Λευκωσία και στην οποία συμμετείχε επίσης ο Υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης, στο πλαίσιο της οποίας ανέπτυξε το θέμα: «Η ευθεία σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ».
Κατά την παρέμβασή του ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, κυρίως τα εξής:
«Είναι θεσμικώς αυτονόητο ότι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των Κρατών-Μελών είναι και ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και, κατ’ επέκταση, πολιτικό- ζήτημα της υποχρέωσης και της μορφής σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ κάθε Κράτους-Μέλους κυρίως με τρίτα προς αυτήν Κράτη, δοθέντος ότι δεν έχει, από πλευράς έννομων συνεπειών, την ίδια νομική σημασία και αξία η σύμπραξή της και στην διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Κρατών-Μελών, όπως συνέβη προσφάτως με την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας.
Α. Για ν’ αναχθούμε, υπό αυστηρώς νομικούς όρους, στην γενική θεωρία του Δημόσιου Δικαίου, οι μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ λειτουργούν «ενδοστρεφώς», ήτοι εντός του πεδίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Διεθνούς Δικαίου -εν προκειμένω της «Σύμβασης του Montego Bay» του 1982, που αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου κατά τα εκτιθέμενα στην συνέχεια- οπότε η αυτοτελής σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές παρίσταται, κανονιστικώς, σχεδόν δευτερεύουσα. Πολλώ μάλλον όταν τα επιμέρους αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, ούτως ή άλλως, υποχρέωση εποπτείας της lege artis -δηλαδή σύμφωνα με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- κατάρτισης και εφαρμογής των ως άνω συμφωνιών οριοθέτησης της ΑΟΖ, με αντισυμβαλλόμενα μέρη Κράτη-Μέλη της. Επιπλέον, και όπως ήδη υπονοήθηκε, η σύμπραξη αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται στο σύνολο της διαδικασίας οριοθέτησης της ΑΟΖ με τα τρίτα Κράτη, ήτοι από το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού των εκατέρωθεν ακτών ως το κύριο στάδιο, που καταλήγει στην σύναψη της αντίστοιχης συμφωνίας, ύστερα από την χάραξη, αναλόγως, της μέσης γραμμής ή της μέσης απόστασης μεταξύ των Κρατών, από την εξέταση της ιδιομορφίας της ad hoc περιοχής και από την εντεύθεν αναζήτηση της, επίσης ad hoc, δίκαιης λύσης. Τέλος, η κατά τ’ ανωτέρω σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται πάντοτε, με την μορφή μιας οιονεί «πρόσθετης παρέμβασης», υπέρ των θέσεων του Κράτους-Μέλους, το οποίο έχει την πρωτοβουλία οριοθέτησης της δικής του ΑΟΖ.
Β. Η ανάλυση του ζητήματος μιας τέτοιας σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρη κατά την σημερινή κρίσιμη συγκυρία. Τούτο οφείλεται στο ότι πολλαπλασιάζονται, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, τα «κρούσματα» αυθαίρετης ερμηνείας της «Σύμβασης του Montego Bay» του 1982, δημιουργώντας έναν άκρως ορατό και διαβρωτικό κίνδυνο υπό δύο, μάλιστα επόψεις, οι οποίες επενεργούν συμπληρωματικώς: Πρώτον, υπό την έποψη του αυθαίρετου περιορισμού της ΑΟΖ Κρατών-Μελών -δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου- και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, δεύτερον, υπό την έποψη -σε περίπτωση ανοχής έστω και μίας αυθαιρεσίας εν προκειμένω- της δημιουργίας αρνητικού προηγουμένου, ικανού να πλήξει την οριοθέτηση της ως άνω ΑΟΖ σε όλο το φάσμα του θαλάσσιου χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέραν τούτων όμως, η υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμπράττει, υπέρ του Κράτους-Μέλους της, στην οριοθέτηση της ΑΟΖ που του αναλογεί προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, και από το ότι η ίδια έχει προσχωρήσει αυτοτελώς, ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο κατά τις διατάξεις του άρθρου 47 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982, ήδη από τον Απρίλιο του 1998.
Γ. Την οδό της απαίτησης της ευθείας σύμπραξης -υπό τις προϋποθέσεις που αναλύθηκαν προηγουμένως- της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν ν’ ακολουθήσουν, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος, κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ, κυρίως με την Τουρκία, όταν μάλιστα η τελευταία φιλοδοξεί να έχει ευρωπαϊκή προοπτική ή, τουλάχιστον, να συνάψει μια ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, φυσικά υπό τις προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου. Αν μη τι άλλο, υπό την σημερινή εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αναλάβει απέναντι στην Τουρκία και τις δικές της ευθύνες, όταν η τελευταία παραβιάζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, την «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982 ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ Κρατών-Μελών της. Δηλαδή, εν τέλει, ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ. Το παράδειγμα του παντελώς ανυπόστατου νομικώς -και, εκ τούτου, μη παράγοντος έννομα αποτελέσματα- λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Και γιατί το «μνημόνιο» αυτό παραβιάζει, προκλητικώς μάλιστα, την «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982 και γιατί μπορεί να δημιουργήσει, αν εφαρμοσθεί ως έχει, ένα εξαιρετικά αρνητικό προηγούμενο για την ΑΟΖ των Κρατών-Μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε όλο το φάσμα των θαλάσσιων περιοχών του Ευρωπαϊκού χώρου, ιδίως δε στις βόρειες θαλάσσιες περιοχές της, με τις επιπρόσθετες συνέπειες του Brexit.
Δ. Εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει προ οφθαλμών την εξής πραγματικότητα, σχετικά με την ΑΟΖ στον θαλάσσιο χώρο της Μεσογείου: Μέσω της πίεσης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ που τους αναλογεί κατά την «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982 -άρα ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης- η Τουρκία επιδιώκει, στο πλαίσιο των «νεοοθωμανικών» της φαντασιώσεων, να καταστεί ρυθμιστικός «παράγοντας» στην ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή, «ισότιμος συνομιλητής» με τις ΗΠΑ, την Ρωσία αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλες λέξεις, «παράγοντας» ο οποίος, επιχειρώντας να υποβαθμίσει, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, την Ελλάδα και την Κύπρο, «συνομιλεί» ευθέως με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γεγονός το οποίο, βεβαίως, κάθε άλλο παρά ενισχύει το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την στρατηγική της επιρροή στην όλη περιοχή, κάτι που πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους και ορισμένα Κράτη-Μέλη τα οποία, ως τώρα, δυστυχώς ανέχονται την τουρκική προκλητικότητα.
Ευτυχώς, Ελλάδα και Κύπρος έχουν καταστήσει σαφές, urbi et orbi, ότι δεν πρόκειται ν’ ανεχθούν, έναντι πάντων και κυρίως έναντι της Τουρκίας, οιαδήποτε «έκπτωση» ως προς τα πλήρη δικαιώματα που τους παρέχει η «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982 για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, η οποία τους αναλογεί και, εν τέλει, αναλογεί και στην Ευρωπαϊκή Ένωση».