Η Λέσβος είναι η περιοχή που προκαλεί τον μεγαλύτερο προβληματισμό στους σεισμολόγους, όπως παραδέχτηκε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος.
Ο καθηγητής σεισμολογίας και επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO, μιλώντας στην ΕΡΤ τόνισε ότι η έντονη σεισμική δραστηριότητα το τελευταίο διάστημα, που διαδραματίζεται σε Εύβοια, Κρήτη και Λέσβο, είναι κάτι που απασχολεί έντονα τους επιστήμονες.
«Η Ελλάδα είναι “στον χορό των Ρίχτερ”, αλλά με σχετικώς χαμηλά μεγέθη. Δηλαδή δεν έχουμε περάσει το μέγεθος 5 σε καμία από τις περιοχές οι οποίες βρίσκονται σχεδόν ταυτόχρονα σε διέγερση, στη Λέσβο, στην Εύβοια, βόρεια της Κρήτης. Έχουμε δει σε αυτή τη χώρα εξάρσεις με μεγάλα μεγέθη, όπως το 1995, μέσα σε τρεις μήνες τρεις σεισμοί 6 Ρίχτερ. Κατά συνέπεια, αυτό που βλέπουμε τώρα είναι αν θέλετε μία μικρογραφία των μεγάλων εξάρσεων, είναι μια μικρή έξαρση» είπε χαρακτηριστικά.
Στο ερώτημα αν θα πρέπει να περιμένουμε μεγάλες εξάρσεις το επόμενο διάστημα ή κάποιον μεγάλο σεισμό, απάντησε: «Οι μεγάλες εξάρσεις είναι πολύ πιο αραιές, δεν είναι συχνές. Από τις τρεις περιοχές με τις μεγάλες εξάρσεις, η πιο επίφοβη εξακολουθεί να είναι η Λέσβος για πολλούς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι όλη η σεισμική δραστηριότητα εξελίσσεται επάνω στο χερσαίο τμήμα του νησιού. Ελάχιστα επίκεντρα βρίσκονται στον θαλάσσιο χώρο και ίσως και αυτά να έχουν ένα σημαντικό σφάλμα, οπότε μπορεί στην πραγματικότητα και αυτά να βρίσκονται στο χερσαίο χώρο.
Το δεύτερο είναι ότι η σεισμική δραστηριότητα εξελίσσεται σε πολύ κοντινή απόσταση από ένα μεγάλο ρήγμα, το οποίο έχει επιφανειακή εκδήλωση, το οποίο φαίνεται πολύ καλά στις δορυφορικές εικόνες. Το γνωρίζουμε ότι ενεργοποιήθηκε με μεγάλο σεισμό το 1867».
«Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα 4,9 Ρίχτερ ήταν ο κύριος σεισμός στη Λέσβο»
Κρίσιμο χαρακτήρισε το ερώτημα σχετικά με το πού βρισκόμαστε σήμερα όσον αφορά το μεγάλο ρήγμα του 1867 και εξήγησε «Βρισκόμαστε σε ένα παρακείμενο ρήγμα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, το οποίο δεν είναι το ρήγμα του 1867. Αυτό είναι αρκετά σαφές. Από την άλλη μεριά όμως, προς το παρόν μας διαφεύγουν κρίσιμα στοιχεία».
Ο κ. Παπαδόπουλος χαρακτήρισε μικρή την πιθανότητα ενεργοποίησης του μεγάλου ρήγματος από την τρέχουσα σεισμική δραστηριότητα, πρόσθεσε όμως ότι δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια ποια είναι η πιο ισχυρή δόνηση που μπορεί να δώσει το συγκεκριμένο ρήγμα.
«Αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι προς το παρόν δεν έχουμε καταφέρει να προσδιορίσουμε τις διαστάσεις αυτού του ρήγματος, να πούμε δηλαδή ποιο είναι το μήκος του».
Για το αν ο σεισμός των 4,9 Ρίχτερ ήταν ο κύριος ή έπεται συνέχεια, ο κ. Παπαδόπουλος είπε πως «δεν είναι ξεκάθαρο. Το ότι είχαμε το 4,8 χθες που είναι κατά τι μικρότερος από τον αρχικό στις 7 Ιανουαρίου, δεν σημαίνει ότι κατ ανάγκην είναι μία ομαλή μετασεισμική ακολουθία. Μαζί με τον 4,9 και όλους τους περίπου 120 σεισμούς που έχουν γίνει μέχρι τώρα, κοίταξα τα τελευταία δεδομένα, δεν δίνουν ακόμα εκείνη την ξεκάθαρη εικόνα μιας μετά σεισμικής ακολουθίας».
«Τα Ψαχνά δεν θα μας ξανά φοβίσουν»
Σε ότι αφορά τους πρόσφατους σεισμούς στην Εύβοια, ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε πως «στα Ψαχνά έχουμε μία πολύ καλή μετασεισμική ακολουθία, θα έλεγα τυπική. Το έχω πει δημοσίως από μέρες και νομίζω ότι το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα μας ξανά φοβίσουν τα Ψαχνά με ισχυρότερο σεισμό από αυτόν που έχει γίνει μέχρι τώρα, που θυμίζω ότι είναι το 5. Το 5 είναι επίσης ο μεγαλύτερος σεισμός που έχει γίνει και στην Νότια Εύβοια. Θέλει λίγο προσοχή ακόμα εκεί, το παρακολουθούμε. Ελπίζουμε και εκεί σύντομα να αποκτήσει χαρακτηριστικά μετασεισμικής ακολουθίας».
Ερωτηθείς για την κατάσταση στον Κορινθιακό ο κ. Παπαδόπουλος είπε πως «αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε σχετική ύφεση. Όμως θα πρέπει να πούμε ότι η αλήθεια είναι ότι έχει και εκεί πολλά χρόνια να κάνει ισχυρό σεισμό, μετά το σεισμό του Αιγίου».
Τέλος, για την περιοχή της Θήβας ο καθηγητής ανέφερε ότι είναι ακόμα ενεργή, αλλά με χαμηλά μεγέθη και πρόσθεσε ότι «την παρακολουθούμε, βρίσκεται σε μια σχετική ύφεση. Δεν νομίζω όμως ότι θα πρέπει να την ξεχάσουμε. Τουλάχιστον εμείς, στις αναλύσεις που κάνουμε. Μένουμε σε αυτό, αν κριθεί θα επανέλθουμε».