Τι συνδέει τον Πάνο Λασκαρίδη και τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, δύο προβεβλημένους επιχειρηματίες που συνέπεσε για απολύτως διαφορετικούς λόγους να βρεθούν σχεδόν ταυτόχρονα στο επίκεντρο της δημοσιότητας; Πολλά και λίγα, που λένε...
Στα πρώτα ξεχωρίζουν τα αυτονόητα. Κατ' αρχάς, η σύμπτωσή τους στην κορυφή της τρέχουσας ειδησεογραφίας. Ο Λασκαρίδης για τους εντελώς λάθος λόγους, με ένα κρεσέντο αλαζονείας και αμετροέπειας, που ανάγκασε την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, ακόμη και τον αδελφό του Θανάση Λασκαρίδη να πάρουν αποστάσεις ασφαλείας.
Ο Θεοδωρόπουλος υπέγραψε ένα από τα μεγαλύτερα deals της δεκαετίας. Η αμερικανική Mondelez εξαγόρασε την Chipita με 2 δισ. δολάρια, κάνοντας τον επιχειρηματία πλουσιότερο κατά 300 εκατ. δολάρια, αφού κατείχε περίπου το 15% της εταιρείας.
Το success story όμως είναι ευρύτερο. Ο Θεοδωρόπουλος είχε ξαναπουλήσει την εταιρεία στον όμιλο MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Αφού παρέμεινε για μια πενταετία διευθύνων σύμβουλος της MIG, αγόρασε ξανά την Chipita, μαζί με τον επενδυτικό όμιλο Olayan, για 400 εκατ. ευρώ. Τώρα την εξαγοράζει η Mondelez σε υπερτετραπλάσια τιμή, αποδίδοντας υπεραξίες-μαμούθ στους βασικούς μετόχους, δηλαδή τον Ομιλο Olayan και τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο.
Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία για τις δύο υποθέσεις. Ας πάμε στα πιο σημαντικά.
H ρητορική του Πάνου Λασκαρίδη και η διαδρομή του Σπύρου Θεοδωρόπουλου αντανακλούν τις δύο «ταχύτητες» που χωρίζουν διαχρονικά τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Από τη μια οι πλούσιοι, από την άλλη οι αστοί. Από τη μια ο κυνισμός, η αμετροέπεια, η αλαζονεία. Από την άλλη μια επιχειρηματική πορεία με δημιουργικότητα, με εξωστρέφεια (η Chipita για πολλά χρόνια είναι μια πολυεθνική με παγκόσμιο δίκτυο διανομής και εργοστάσια σε περισσότερες από 10 χώρες).
Πολλοί έχουν διαπιστώσει ότι μια από τις μεγάλες παθογένειες της χώρας είναι ένα δυσθεώρητο έλλειμμα «αστικού πολιτισμού». Γιατί «η Ελλάδα έχει πολλούς πλούσιους, αλλά λίγους αστούς», όπως παρατηρούσε κορυφαίος επιχειρηματίας. Η εξήγηση είναι απλή. Ο αστός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες κανονικές Δυτικές χώρες, διαθέτει κοινωνική συνείδηση, αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, όραμα για τη χώρα, ευαισθησία για το μέλλον και τις επόμενες γενιές. Ο πλούσιος απλώς έχει λεφτά. Η διαφορά είναι απροσμέτρητη.
Η διαδρομή του Θεοδωρόπουλου αποδεικνύει και κάτι βαθύτερο. Ότι και στην Ελλάδα είναι υπαρκτός ένας καπιταλισμός που συνδέεται με τη δημιουργία, την εξωστρέφεια, την παραγωγικότητα και τον ανταγωνισμό. Δίπλα βέβαια σε έναν άλλον καπιταλισμό, κρατικοδίαιτο, συνηθισμένο στα κρατικά συμβόλαια και τη διαπλοκή, ανίκανο να αντεπεξέλθει στον διεθνή ανταγωνισμό. Μίζερο και εσωστρεφή, έναν καπιταλισμό της διαπλοκής και της αρπαχτής.
Τα πρόσωπα είναι γνωστά και δεν έχει σημασία να τα «φωτογραφίσουμε». Όλοι, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, γνωρίζουν ονόματα και διευθύνσεις. Αυτός ο καπιταλισμός των πλουσίων και των «νεοπλουσίων» ευθύνεται για τη χρεοκοπία της χώρας, αφού πρώτα φρόντισε να χρεοκοπήσει και τα μίντια, το αγαπημένο παιγνίδι της ελληνικής διαπλοκής.
Στη νέα εποχή που ανοίγει, την επόμενη μέρα της πανδημίας, ο καπιταλισμός των πλουσίων μοιάζει με ένα «ζόμπι» μιας άλλης εποχής. Ακόμη και το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, το δεύτερο μετά τα μίντια αγαπημένο παιγνίδι της διαπλοκής θέλει να τον ξεπεράσει. Γιατί αλλιώς θα οδηγηθούν παρέα και χέρι-χέρι στη «χώρα των νεκρών».
Είναι ρεαλιστικό να πάμε σε έναν αστικό καπιταλισμό και όχι να διαιωνιστούμε στον μίζερο και επαρχιώτικο καπιταλισμό των πλουσίων; Ιδού ένα ενδιαφέρον στοίχημα που θα έπρεπε να ενδιαφέρει καίρια την Πολιτική, τα κόμματα και τους πολιτικούς. Τους ενδιαφέρει;