Η παχυσαρκία είναι μία χρόνια, πολυπαραγοντική, πολυσυστηματική, δύσκολα αντιμετωπίσιμη και υποτροπιάζουσα νόσος, που απαιτεί διεπιστημονική παρέμβαση. Οδηγεί σε πολλές σοβαρές ασθένειες και χαρακτηρίζεται ως «πανδημία», καθώς απειλεί τα θεμέλια της δημόσιας υγείας, της οικονομίας και της κοινωνίας.
«Η παχυσαρκία δεν είναι ατομική επιλογή», τόνισαν οι συμμετέχοντες σε εκδήλωση με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παχυσαρκίας (4 Μαρτίου), που διοργάνωσε η «Συμμαχία για την Καταπολέμηση της Παχυσαρκίας», το πρώτο δίκτυο στην Ελλάδα για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας.
Η «Συμμαχία» περιλαμβάνει όλους τους σχετικούς με τη διαχείριση της παχυσαρκίας επαγγελματίες υγείας, ενώσεις ασθενών, την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και εκπροσώπους των δημοτικών αρχών.
Ειρήνη Αγαπηδάκη: Προγράμματα πρόληψης της παχυσαρκίας
Δύο βασικά προγράμματα πρόληψης της παχυσαρκίας βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως ανέφερε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη:
α) η πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας στα παιδιά
β) η πρόληψη και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας στους ενήλικες.
Όπως είπε, τα δεδομένα δείχνουν ότι το 50% των ανθρώπων δεν τρώνε φρούτα και λαχανικά, έχουν εγκαταλείψει τη μεσογειακή διατροφή και προτιμούν τα αναψυκτικά από το νερό.
Όλα αυτά οδηγούν στην ανάγκη για συνειδητοποίηση της αξίας της υγιεινής διατροφής για καλή ποιότητα ζωής. Τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό να αντικατασταθεί το «πρέπει», με το «θέλω» «να ζω καλύτερα», «να κινούμαι ελεύθερα», «να μην πονάω», «να είμαι καλά», «να μην αρρωσταίνω». Να μετατρέψουμε αυτό που ταυτίζεται με τη στέρηση, σε μια επιθυμία, σε ένα «θέλω». Μέσα από τα προγράμματα πρόληψης δίνονται τα εργαλεία στους πολίτες να αντιλαμβάνονται ότι πρόληψη δεν σημαίνει στέρηση, αλλά ένας τρόπος να διατηρείς το βιολογικό σου κεφάλαιο σε πραγματικά καλό επίπεδο, ώστε να απολαμβάνεις τη ζωή από την παιδική ηλικία έως και την ενήλικη ζωή, την τρίτη και τέταρτη ηλικία.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί γύρω από δύο άξονες:
- Την αλλαγή των αντιλήψεων ιδιαίτερα όσον αφορά στην παιδική ηλικία για το κανονικό ή μη βάρος. Να μην θεωρείται το υπέρβαρο παιδί κανονικό ή το κανονικό παιδί ελλιποβαρές, όπως θεωρούσαν ο παππούς και η γιαγιά, οι οποίοι έχουν βιώσει περιόδους στέρησης τροφής. Να αναθεωρηθεί το μέγεθος της μερίδας φαγητού και το κυριότερο να μην συνδέεται η αγάπη και η φροντίδα των παιδιών με την προετοιμασία και την παροχή του φαγητού.
- Την αλλαγή της αντίληψης που έχουμε ως ενήλικες για το πώς φροντίζουμε τον εαυτό μας, δηλαδή να γίνουμε ο γονιός του εαυτού μας.
Όπως είπε η κ. Αγαπηδάκη, «είμαστε μια χώρα που ζει χωρίς κίνηση, χωρίς φυσική δραστηριότητα - που να είναι και οργανωμένη δραστηριότητα κατά τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΠΟΥ.
Το υπουργείο Υγείας στοχεύει ακριβώς σε αυτά τα δύο: την κίνηση και τη φροντίδα, μέσω των προγραμμάτων και της εργαλειοθήκης που προσφέρει στους πολίτες δωρεάν υπηρεσίες, σε γιατρούς, διατροφολόγους, δωρεάν πρόσβαση στην υγεία και στα υγιεινά τρόφιμα στις οικογένειες που αντιμετωπίζουν κοινωνικές ανισότητες. Παρέμβαση στα σχολεία, ώστε η υγιεινή διατροφή και η άσκηση να είναι επιλογή κι όχι «πρέπει»».
Σχετικά με τους ενήλικες, το υπουργείο Υγείας προχωρά με τρία βήματα:
- Πρόληψη που απευθύνεται στον πληθυσμό προ της υπερβαρότητας ή της παχυσαρκίας
- Έγκαιρη διάγνωση της παχυσαρκίας και αντιμετώπιση με δωρεάν παρακολούθηση από διατροφολόγους κι άλλους επαγγελματίες υγείας που πλαισιώνουν τους πολίτες αυτούς.
- Τριτογενή φροντίδα υγείας στους πολίτες που ζουν με παχυσαρκία και έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τους. Η Πολιτεία παρέχει δωρεάν πρόσβαση σε θεραπευτικά μέσα, όπως φαρμακευτική αγωγή, χωρίς να υποκαθιστά όλο το πλαίσιο της κίνησης και της διατροφής, καθώς ένα φάρμακο απλώς συμπληρώνει και δίνει το κίνητρο να υιοθετηθούν υγιεινότερες συνήθειες από τους πολίτες.
Η παχυσαρκία δεν είναι ατομική επιλογή. Το να στιγματίζονται παιδιά και ενήλικες όχι μόνο δεν είναι αποδεκτό αλλά είναι επιστημονικά λανθασμένο. Μια σειρά από εξωτερικούς παράγοντες, οι κοινωνικοί προσδιοριστές, επιδρούν στα άτομα και έχουν ως αποτέλεσμα την παχυσαρκία.
Κλείνοντας την ομιλία της, η υπουργός επισήμανε ότι η αναγνώριση από τα άτομα πως χρειάζονται βοήθεια δεν είναι δείγμα αδυναμίας, αλλά δύναμης.