Το τραγούδι «Θα σε πάρω να φύγουμε» του Γιάννη Σπάρτακου, γραμμένο το 1942, είναι το πρώτο ελληνικό τραγούδι που έγινε παγκόσμια επιτυχία, μπήκε στο Βιβλίο Γκίνες ως Greek bolero και παίχτηκε από διάσημες ξένες ορχήστρες όπως του Ξαβιέ Κουγκάτ.
Πρώτη ερμήνευσε το τραγούδι το 1943, η Ρένα Βλαχοπούλου. Σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, το «Θα σε πάρω να φύγουμε» αποτυπώνει τον πόθο του Έλληνα να ξεφύγει από τα «καρδιοχτύπια και τρόμους» που – όπως λέει ο στίχος- επέβαλλε η Κατοχή στη σκλαβωμένη Ελλάδα.
Σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του Γιάννη Σπάρτακου που έχουν διασωθεί, είναι και αυτή που έδωσε στον γράφοντα το 1999, παίζοντας το τραγούδι και άλλα δικά του, και αναφερόμενος στην εποχή της τζαζ και του σουίνγκ στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης Σπάρτακος είναι ένας από τους κορυφαίους έλληνες συνθέτες, μαέστρους και τραγουδοποιούς. Μικρός είχε το όνειρο να πάει στην Αμερική και να γίνει καουμπόης. Έγινε όμως ο θεμελιωτής της τζαζ μουσικής και του σουίνγκ (χορευτικό ιδίωμα της τζαζ) που αποτελούν τις απαρχές του ροκ ιδιώματος στην Ελλάδα.
Δύο είναι οι κορυφαίες ελληνίδες τζαζ και σουίνγκ τραγουδίστριες στα χρόνια της Κατοχής: Η Ηρώ Χαντά που ονομάστηκε «Πρωταγωνίστρια της Τζαζ» και η Ρένα Βλαχοπούλου που ονομάστηκε «Βασίλισσα της Τζαζ». Η ηθοποιός και τραγουδίστρια του θεάτρου Ηρώ Χαντά υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος έρωτας του Γιάννη Σπάρτακου. Η Ρένα Βλαχοπούλου γνωρίστηκε με τον Σπάρτακο το 1940 στο βαριετέ «Όασις» και ήταν και η πρώτη που ερμήνευσε (το 1943) το τραγούδι «Θα σε πάρω να φύγουμε».
Μια περιγραφή της εποχής του σουίνγκ στην Ελλάδα, μπορείτε να διαβάσετε στο άρθρο «Όταν ο «πυρετός» του σουίνγκ χτύπησε και την Ελλάδα» που δημοσιεύσαμε στο iefimerida.
Μοιάζει οξύμωρο το ότι το σουίνγκ αναπτύσσεται στην Ελλάδα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Μαρτυρίες αλλά και δημοσιεύματα της εποχής μιλούν για εκατοντάδες νεαρούς που στριμώχνονταν στο Σινέ-Νιούς, στο Κάπιτολ, στο Περοκέ και αλλού, για να χορέψουν τζαζ και σουίνγκ στα μουσικά πρωινά και απογευματινά που διοργάνωνε τότε ο Γιάννης Σπάρτακος με την ορχήστρα του.
Οι νεανικές αυτές παρέες που ξεδίνουν με τον χορό, δέχονται μια ανελέητη κριτική από όσους δεν μπορούν να συμβιβάσουν το αίσθημα της κατοχικής φρίκης με τις διασκεδάσεις. Θα πρέπει όμως να πούμε, ότι, πηγή αυτών των «διασκεδάσεων» δεν είναι η αναισθησία, αλλά η πίστη, και ότι αυτά τα τραγούδια και οι χοροί, τους κρατούσαν στη ζωή και στον αγώνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος ήταν ένας από τους νεαρούς που μετείχαν τότε σε αυτές τις «διασκεδάσεις», απαντά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ:
«Κι ας πα’ να λέγανε οι ηθικολόγοι- θα έπρεπε να πω: οι στενοκέφαλοι- ότι ήτανε ντροπή, τη στιγμή που οι άλλοι πεινούσαν ή σκοτώνονταν, εμείς να διασκεδάζουμε. Αλλά αυτό ακριβώς είχε σημασία. Από εμάς τους ίδιους που «διασκεδάζαμε» οι περισσότεροι πεινούσαν ή σκοτώνονταν τις νύχτες κρυφά, χωρίς να το κάνουν ποτέ μπαϊράκι τους. Ο Τσαρούχης είχε- όπως κι εγώ- δοκιμαστεί σκληρά στην Αλβανία, ο Αντρέας Καραντώνης γύριζε από πόρτα σε πόρτα και πουλούσε χαρουπόμελο για να ζήσει. Ο Βαλαωρίτης θα ακολουθούσε τα μυστικά καραβάνια προς τη Μέση Ανατολή. Και ένας από τους νέους ποιητές, ο Λόης, θ’ ανέβαινε σε λίγο στην αγχόνη…» (Οδυσσέας Ελύτης. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ).