Μία λεπτομερή περιγραφή της διάρρηξης στην Εθνική Πινακοθήκη πριν από εννέα χρόνια και της κλοπής των τριών πινάκων αμύθητης αξίας έδωσε στους αστυνομικούς ο 49χρονος ελαιοχρωματιστής.
Δήλωσε μετανιωμένος για τις πράξεις του, πως το έχει βάρος στη συνείδησή του και πως πλέον θέλει να συνεργαστεί απόλυτα με τις διωκτικές αρχές.
«Σκοπός μου είναι να συνεργαστώ απόλυτα με τις αρμόδιες αρχές ώστε να ανακτηθούν πλήρως οι πίνακες. Έχω μετανιώσει πάρα πολύ για την πράξη μου. Από πάντα με ενδιέφεραν τα έργα τέχνης», ανέφερε στην προανακριτική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, ομολογώντας παράλληλα πως είναι ο δράστης της κλοπής-μαμούθ.
Ο 49χρονος παραδέχθηκε πως επί δύο χρόνια σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να αποσπάσει τους πίνακες, ενώ το τελευταίο εξάμηνο πριν από την κλοπή βρισκόταν πολύ συχνά στους χώρους της Πινακοθήκης, προσπαθώντας να βρει τα τρωτά σημεία του κτιρίου.
«Έκανα συνεχείς επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη και απέκτησα οικειότητα με τα έργα και τον χώρο, ώσπου πίστεψα ότι ένα από αυτά μπορεί να γίνει δικό μου. Αυτές οι σκέψεις με βασάνιζαν 2 χρόνια περίπου και με οδήγησαν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Για περίπου 6 μήνες πριν από την κλοπή έκανα πολλές επισκέψεις. Λόγω της ενασχόλησής μου με τις οικοδομές γνώριζα τα οικοδομικά υλικά και μπορούσα να καταλάβω πού υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα. Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου, τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες».
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε επίσης ότι παρατηρούσε τους φύλακες και τα υπόλοιπα μέτρα φύλαξης του κτιρίου:
«Επίσης το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την Πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο 6μηνο πριν από την κλοπή. Έτσι κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας. Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε, ποιος έβγαινε στον κήπο. Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός».
Ο 49χρονος υποστήριξε στους αστυνομικούς ότι η κλοπή των συγκεκριμένων έργων τέχνης ήταν τυχαία και περιέγραψε καρέ-καρέ πώς υλοποίησε το σχέδιό του να αφαιρέσει τους πίνακες.
«Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα, αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο. Πήγα στο Μοναστηράκι, αγόρασα μαύρες αρβύλες, υφασμάτινα γάντια, μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, μια μαύρη κουκούλα που άφηνε ακάλυπτα μόνο τα μάτια και έναν μαύρο σάκο. Από τα οικοδομικά μου εργαλεία χρησιμοποίησα ένα σφυρί, ένα σιδερένιο καλέμι και ένα κοπίδι. Επέλεξα τυχαία την ημέρα της κλοπής. Έμεινα στο σπίτι του θείου μου και με το μετρό κατέβηκα στη στάση ''Ευαγγελισμός''. Μπήκα στο πάρκο και πήγα σε μια ξύλινη αποθήκη που ήταν εκεί, μπήκα και άλλαξα τα ρούχα μου και κατά τις 9 το βράδυ βγήκα και πήγα προς την Πινακοθήκη».
Συνεχίζοντας την αναλυτική περιγραφή του, ο συλληφθείς είπε ότι πήδηξε τις μάντρες, ανέβηκε στο τοιχίο και έφτασε στην ταράτσα με βάση τις λεπτομέρειες που είχε καταγράψει.
«Με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στη δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσα πιο δυνατά. Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα μπιπ, το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε τον φύλακα. Ήξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Έτσι, ξαναένωσα τα δύο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δύο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Έβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι, δημιουργώντας μια τρύπα, γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω, αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό. (…) Αρχικά σκέφτηκα ότι δεν θα καταφέρω να περάσω στο χώρο με τα εκθέματα. Μάζεψα το σάκο, πήδηξα στο εξωτερικό τοιχίο και βγήκα στο πεζοδρόμιο της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Βάδισα λίγα μέτρα προς τα κάτω και μπήκα στην αυλή, πηδώντας τον τοίχο. Κάθισα σε κάτι τραπεζάκια, δίπλα σε ένα σπιτάκι, και κάπνισα μερικά τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα τα μάζεψα σε ένα σακουλάκι. Είκοσι λεπτά μετά ξαναγύρισα στο ίδιο σημείο. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα, η οποία ήταν όντως ξεκλείδωτη, άκουσα το μπιπ, μπήκα μέσα και την ξαναέκλεισα. Στάθηκα στον εσωτερικό διάδρομο και έστησα αυτί στη γυψοσανίδα. Μετά από λίγο άκουσα τον φύλακα. Έμεινε εκεί κάποια δευτερόλεπτα, τον άκουσα να μουρμουρίζει κάτι. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει, αφού δεν έβλεπε την μπαλκονόπορτα».
Το σχέδιο για να μπερδευτεί ο φύλακας
Συνεχίζοντας την εξιστόρησή του για το πώς κατάφερε να μπει στο χώρο της Πινακοθήκης, ο 49χρονος υποστήριξε ότι έβαλε μπροστά ένα σχέδιο για να μπερδέψει τον φύλακα:
«Τότε αποφάσισα ότι εκνευρίζοντας τον φύλακα είναι ο καλύτερος τρόπος να πραγματοποιήσω την κλοπή, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι υπάρχει τεχνικό πρόβλημα στις ζώνες του συναγερμού. Έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα, χωρίς να μπαίνω μέσα. Νομίζω ότι τις τελευταίες φορές που ανοιγόκλεισα την μπαλκονόπορτα δεν άκουσα τον φύλακα να έρχεται. Έμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα, αφήνοντάς την ανοιχτή».
Όταν βρέθηκε εντός του κτιρίου, ο 49χρονος, όπως λέει, άρχισε να ψάχνει τον χώρο των εκθεμάτων:
«Στον χώρο ήταν κάπως σκοτεινά, αλλά είχε επαρκή φωτισμό ώστε να βλέπω τι κάνω. Ακούμπησα τα χέρια μου στο έδαφος. Εντόπισα το σημείο της ένωσης γυψοσανίδων. Ασκώντας πίεση, άνοιξε η γυψοσανίδα και έπεσαν μικροί πίνακες που είχε πάνω της. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει. Μπήκα μπουσουλώντας στον κυρίως χώρο, τράβηξα τον σάκο. Το μέρος που μπήκα ήταν μια αίθουσα που σχεδόν απέναντι είχε σκάλες. Πήγα περπατώντας μέχρι τις σκάλες και άρχισα να τις ανεβαίνω μπουσουλώντας. Μπήκα μπουσουλώντας στην αίθουσα και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου ώστε να καταλάβω αν δουλεύουν τα ραντάρ του συναγερμού.
»Επειδή δεν άκουσα κανέναν συναγερμό, υπέθεσα πως ο φύλακας τον είχε απενεργοποιήσει. Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα, που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν, ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη».
Ο κατηγορούμενος είπε πως μέσα σε ελάχιστα λεπτά έβγαλε τα έργα από τις κορνίζες και τότε άκουσε τον φύλακα να πλησιάζει:
«Χρειάστηκε 5 με 7 λεπτά για να βγάλω τις κορνίζες, γιατί δεν χωρούσαν στον σάκο. Δεν θυμάμαι πώς τις έβγαλα. Έβαλα στον σάκο τους δύο πίνακες και εκείνη την ώρα άκουσα τον φύλακα να έρχεται και να φωνάζει ''κλέφτης- κλέφτης, σταμάτα''. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πω τίποτα, κάνοντας τρία-τέσσερα βήματα, χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες. Βγήκα στο ταρατσάκι και πέρασα στο πεζοδρόμιο. Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά, πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο, το οποίο ήταν έκθεμα, σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου. (…) Βγήκα στη Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου τρέχοντας, άκουγα τον συναγερμό της Πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών. Μπήκα στην αποθηκούλα απέναντι από το πάρκο... Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο, αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη γιατί η πόρτα ήταν κλειστή. Βγήκα μετά από πολλή ώρα. Πήγα στη στάση του λεωφορείου. Δεν είχε πολύ αστυνομία, ρώτησα δύο κοπέλες τι συμβαίνει και τελικά επέστρεψα σπίτι με ταξί».
Όταν επέστρεψε σπίτι του ο κατηγορούμενος είπε πως το ματωμένο σχέδιο το πέταξε στη λεκάνη της τουαλέτας και τους πίνακες αρχικά τους έκρυψε σε έπιπλο της μεγάλης τουαλέτας στο σπίτι. Τα ρούχα και τα εργαλεία τα πέταξε τις επόμενες ημέρες στα σκουπίδια.
Υποστήριξε ότι η κλοπή σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου από τον ίδιο και δεν υπήρχε κανένας συνεργός, ενώ τους πίνακες δεν είχε σκοπό να τους πουλήσει:
«Τους πίνακες δεν είχα σκοπό να τους πουλήσω ούτε έκανα ποτέ καμία τέτοια προσπάθεια. Εγώ βρισκόμουν μεταξύ Ελλάδας, Ολλανδίας και Αγγλίας. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκα σε μια κοπέλα που είχα σχέση στην Αγγλία ότι είχα τους πίνακες, αλλά δεν έδωσε βάση στα λεγόμενά μου».
Ο ελαιοχρωματιστής είπε ότι πανικοβλήθηκε από δηλώσεις που είδε στον Τύπο, πιστεύοντας ότι οι Αρχές ίσως να τον έχουν εντοπίσει. Γύρισε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2021 για οικογενειακούς λόγους. Ήταν πολύ φορτισμένος και κάποια μέρα του Μαΐου τύλιξε μέσα σε πλαστικές σακούλες τους πίνακες, τους πήγε μόνος του στο ρέμα και τους έκρυψε σε έναν πολύ πυκνό θάμνο:
«Έφυγα και γύρισα μετά από μια-δυο μέρες για να ελέγξω. Πήγα στο σημείο, αλλά δεν τους βρήκα. Εκείνη τη στιγμή ανακουφίστηκα γιατί υπέθεσα πως κάποιος τους βρήκε, οπότε θα τους παραδώσει. Την ημέρα που τους άφησα με είχε δει ένας νεαρός».
Όταν τον πλησίασαν οι αστυνομικοί αποφάσισε, ανακουφισμένος όπως είπε, να τους βοηθήσει:
«Πήγαμε στο σημείο που τους έδειξα. Τελικά οι πίνακες ήταν 10 μέτρα παρακάτω από το σημείο που τους έδειχνα. Όταν άκουσα τον αστυνομικό να λέει ότι βρήκαν το δέμα, κατάλαβα ότι βρέθηκαν. Ξέσπασα σε κλάματα και έπεσα στο έδαφος ευχαριστώντας τους. Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός μου να τους επιστρέψω. Έχω μετανιώσει σκληρά. Δηλώνω την πλήρη μεταμέλειά μου. Ξέρω ότι θα τιμωρηθώ, αλλά ζητώ επιείκεια».
Ο 49χρονος, μετά το ένταλμα σύλληψης που εξέδωσε ο ανακριτής Αθ. Μαρνέρης, αναμένεται αύριο το πρωί να οδηγηθεί στα δικαστήρια.
Η ποινική δίωξη αφορά το αδίκημα της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής σημασίας που βρίσκονταν σε συλλογή, εκτεθειμένα σε κοινή θέα και σε δημόσιο κτίριο. Είχε ασκηθεί κατ’ αγνώστων δραστών όταν είχε γίνει αντιληπτή η κλοπή και είχε τεθεί στο αρχείο, όμως πλέον η δίωξη έχει προσωποποιηθεί σε βάρος του 49χρονου.