Δυστυχώς, ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε νωρίς -περίπου σαν σήμερα, πριν από 27 χρόνια (στις 15 Ιουνίου 1994).
Μαζί του εξέλιπε ένα είδος που άνθησε σε όλες τις χώρες της δημοκρατικής Δύσης μετά τον Πόλεμο: οι «εθνικοί διανοούμενοι». Άλλοι τους χαρακτήρισαν «συλλογικούς» ή «καθολικούς διανοούμενους», η ουσία όμως παραμένει η ίδια. Πρόκειται για πνευματικούς ανθρώπους, συγγραφείς, καλλιτέχνες ή στοχαστές που σταδιακά απέκτησαν κύρος και επιρροή ηγεμονική στην κοινή γνώμη. Κατάφεραν να εκφράζουν τη συνείδηση ενός έθνους σε κρίσιμες και ιστορικές στιγμές, μέσα από τολμηρές, πρωτοποριακές και συχνά ρηξικέλευθες δημόσιες παρεμβάσεις.
Σε αυτήν την «Αγία Οικογένεια» ξεχώρισαν, για παράδειγμα, στη Γαλλία ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και ο Ραϊμόν Αρόν, εκφράζοντας τους δύο «λαούς» της Γαλλίας. Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο στην Ιταλία, ίσως ο Γιούργκεν Χάμπερμας στη Γερμανία. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν και πολλοί πέρα από τον Μάνο Χατζιδάκι να χτυπούν την πόρτα σ' αυτό το κλειστό κλαμπ των ξεχωριστών.
Ολοι αυτοί οι «εθνικοί διανοούμενοι» έθεταν πολλές φορές το μέτρο στη δημόσια συζήτηση, τα στάνταρντ, τους κανόνες. Τους άκουγε η κοινή γνώμη, αλλά και οι πολιτικές και ακαδημαϊκές ελίτ. Πέρα από τα όρια της τέχνης ή της δεξιότητάς τους, χρησιμοποιούσαν με μεγάλη συχνότητα τα ΜΜΕ για να χτίζουν μια αυθεντική και αδιαμεσολάβητη σχέση με τον λαό τους, την κοινή γνώμη των πολιτών.
Μια από τις μεγαλύτερες μάχες που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ακραιφνώς πολιτική και μιντιακή. Συγκρούσθηκε απόλυτα και μετωπικά με το φαινόμενο του «Αυριανισμού», την εποχή της παντοδυναμίας του. Μόνος εναντίον όλων -στην καλύτερη περίπτωση των πολλών.
Μια μάχη μοναχική, εκ των προτέρων χαμένη, αλλά προφητική και προδρομική για τον λαϊκισμό, που λίγα χρόνια αργότερα θα ξεκινούσε
μια θριαμβευτική επέλαση και στα μίντια αλλά και στην πολιτική.
Εχει ενδιαφέρον να ξαναδιαβάσουμε τι έλεγε ο Μάνος για την «Αυριανή», από το βήμα μιας συναυλίας στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο (Σεπτέμβριος 1987):
«Για μένα, προσωπικά, η αποψινή συναυλία έχει έναν άλλο σκοπό, ιερό. Να καταγγείλω δημόσια την ανενδοίαστη ύπαρξη και κυκλοφορία της πιο βρωμερής, φασιστικής φυλλάδας που γνώρισε ο τόπος, της ''Αυριανής''. Της φυλλάδας που μολύνει τον ελλαδικό χώρο με αναίδεια, χυδαιότητα, τραμπουκισμό και κολακεία συμπολιτών μας χαμηλής νοημοσύνης».
Και λίγα χρόνια αργότερα για την πιο επικίνδυνη και θανάσιμη εκδοχή του λαϊκισμού, τον φασισμό και τον νεοναζισμό, και μας προειδοποιούσε ότι αρχίζουμε «να συνηθίζουμε το τέρας».
Δύο δεκαετίες αργότερα, μαζί με τους «εθνικούς διανοούμενους», με τον τρόπο του Μάνου Χατζιδάκι, όλα έχουν αλλάξει, αλλά και όλα παραμένουν ίδια...
Από το «έγκλημα στην πρώτη σελίδα», ο κιτρινισμός αναβαθμίσθηκε και έγινε «Μακελειό στην πρώτη σελίδα». Ακόμη και τα «εγκλήματα» του «Αυριανισμού», του τύπου «Έλα Μάνο να σου δώσουμε σύκα που τόσο σου αρέσουν» ή το άλλο κορυφαίο για την «Κορνήλω τη ρουφιάνα», σήμερα βγάζουν γέλιο και αναδύουν γραφικότητα μπροστά στις αναβαθμισμένες «δολοφονίες χαρακτήρων».
Πρόσφατα τα σκάγια πήραν τη Μαρία Σάκκαρη. «Τίγκα στην ντόπα η νύφη του Κούλη». Υπήρχε κάποιο στοιχείο, κάποια υποψία, μια στοιχειώδης δημοσιογραφική έρευνα πίσω από το «Μακελειό», με θύμα μια 26χρονη αθλήτρια, που την ίδια ώρα τιμούσε τη χώρα μας; Τίποτα απολύτως. Μόνο μια κτηνώδης απόπειρα «δολοφονίας χαρακτήρα».
Από το ίδιο «Μακελειό» πέρασαν πρόσφατα και άλλα αθώα θύματα. Ο Τσίπρας για τη «βίλα στο Σούνιο», που αγόρασε με πολλά εκατομμύρια. Ο πρωθυπουργός και όλο το προσωπικό περιβάλλον του. Υπουργοί αλλά και στελέχη της αντιπολίτευσης. Επιχειρηματίες και επιστήμονες. Δημοσιογράφοι που στοχοποιήθηκαν.
Με βρισιές, τραμπουκισμό και προσωπικά στοιχεία ανυπόστατα, που απλώς έγιναν τροφή για να ταϊστεί το «θηρίο».
Τι κάνουν όλοι όσοι βλέπουν την ηθική και την αισθητική τους να πληγώνονται θανάσιμα από τις ακόρεστες ορέξεις του «θηρίου»; Τίποτα απολύτως. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, απ' όσα πρόλαβε να πράξει ο Μάνος Χατζιδάκις, τριάντα χρόνια πριν, όταν νόμιζε ότι ο «αυριανισμός» ήταν ο «πάτος» για τα ΜΜΕ και τη Δημοκρατία. Ευτυχώς, δηλαδή, που έφυγε νωρίς, πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι ο «πάτος» δεν έχει «πάτο» στην Ελλάδα.