Οι συμπτωματικές επιμολύνσεις πλήρως εμβολιασμένων κατά του νέου κορωνοΐού δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν, τονίζει μέσω του iefimerida.gr ο διδάκτωρ Μοριακής Βιολογίας του πανεπιστημίου του Τορόντο και μόνιμος ερευνητής στο πανεπιστήμιο Mount Sinai Hospital, Ιωάννης Πρασσάς, και αναφέρεται στη λειτουργία των εμβολίων σε μια προσπάθεια να γίνει κατανοητή η προστασία που προσφέρουν.
«Πρόκειται για μάχη με τον χρόνο. Ο πολύς κόσμος μπερδεύεται. Η ολοκλήρωση του εμβολιασμού δεν λειτουργεί σαν μια νοερή ασπίδα έξω από τη μύτη μας που δεν επιτρέπει στον ιό να εισέλθει. Αυτό που κάνουν τα εμβόλια και μας προστατεύουν είναι να μικραίνουν τον χρόνο αντίδρασης του οργανισμού», εξηγεί.
Ο οργανισμός των εμβολιασμένων αντιλαμβάνεται τον ιό μέσα σε λίγες ώρες, αντί για 7 έως 10 μέρες στην αντίθεση περίπτωση
Σύμφωνα με τον κ. Πρασσά, πριν από τον εμβολιασμό, από τη στιγμή που θα έμπαινε ο ιός στον οργανισμό μας μέσω της μύτης και θα μόλυνε τα πρώτα κύτταρα στον βλεννογόνο, θα έπρεπε να περάσει τουλάχιστον μία εβδομάδα μέχρι να τον αντιληφθούν οι συνοριοφύλακες-κύτταρα να τον πάνε στο «εργοστάσιο» και να φτιάξουν εντέλει τα εργαλεία ανοσίας (αντισώματα, κύτταρα εξολοθρευτές κ.λπ.) που χρειάζονται για να τον περιορίσουν. Μέσα σ’ αυτή την εβδομάδα, ο ιός ενίοτε προλαβαίνει να εισχωρήσει ανενόχλητος στα πνευμόνια και να προκαλέσει πνευμονία και συστημική φλεγμονή.
«Αντίθετα, όταν είμαστε εμβολιασμένοι, αντί για 7-10 μέρες, χρειαζόμαστε λίγες ώρες μέχρι να ειδοποιηθούν τα κύτταρα της αναμνηστικής ανοσίας μας, που κάθονται υπομονετικά στους λεμφαδένες μας και περιμένουν σιωπηλά σήμα για να παραγάγουν άμεσα τα εργαλεία ανοσίας που έχουν ήδη μελετήσει από το εμβόλιο. Έτσι, το παράθυρο αντίδρασης γίνεται πολύ μικρότερο και ο ιός δεν προλαβαίνει να κάνει σοβαρό κύκλο μόλυνσης στο βαθύτερο αναπνευστικό. Στις λίγες ώρες που έχει συνήθως μένει απλά στη μύτη μας (στο ανώτερο αναπνευστικό) και δημιουργεί μια ελαφριά νόσηση κρυολογήματος», σχολιάζει ο συνδιευθυντής ερευνητικής ομάδας, που μαζί με τον καθηγητή Ελευθέριο Διαμάντη ερευνούν, μεταξύ άλλων, τις μακροχρόνιες ανοσολογικές επιπτώσεις των λοιμώξεων.
Σε κάποιους τα συστήματα αναμνηστικής ανοσίας είναι «εξασθενημένα» και έτσι χάνεται πολύτιμος χρόνος
Σε μερικούς ανθρώπους, ωστόσο, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας ή ευπαθείς ομάδες, τα συστήματα αναμνηστικής ανοσίας είναι «εξασθενημένα» και παίρνει περισσότερο χρόνο μέχρι να ειδοποιηθούν σωστά και να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί άμυνας μετά από μια πιθανή επαναμόλυνση. Ο Γιάννης Πρασσάς επισημαίνει ότι «στις περιπτώσεις αυτές χάνεται χρόνος και έτσι ο ιός προλαβαίνει και κάνει συμπτωματικές επιμολύνσεις. Στην τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων, όμως, ο πλήρης εμβολιασμός στερεί από τον ιό τον απαραίτητο ζωτικό χρόνο και έτσι δεν νοσούν πολύ σοβαρά».
10 με 15 φορές μικρότερος ο κίνδυνος νόσησης με τα εμβόλια
Σε κάθε περίπτωση, ο πλήρης εμβολιασμός μειώνει περίπου 10 με 15 φορές το ρίσκο σοβαρής νόσησης ή και θανάτου από τον ιό. «Πρόκειται για μεγάλη μείωση ρίσκου. Όπως, ήδη, ξέρουμε, η ηλικιακά σταθμισμένη θνητότητα του ιού είναι περίπου 2-15 φορές μεγαλύτερη από τη θνητότητα του ιού της γρίπης. Δηλαδή, για τους περισσότερους το ρίσκο για σοβαρή νόσηση και θάνατο μετά τον πλήρη εμβολιασμό γίνεται αντίστοιχο με το ρίσκο της εποχιακής γρίπης. Δεν είναι δηλαδή μηδέν. Θα συνεχίσουν να πεθαίνουν και κάποιοι διπλοεμβολιασμένοι από τον ιό, όπως πεθαίνουν και από τον ιό της γρίπης», λέει ο Έλληνας ερευνητής.
Και συμπληρώνει με νόημα: «Και επειδή ο SARS COV2, ειδικά το στέλεχος Δέλτα, είναι πολύ πιο μεταδοτικό από τον ιό της γρίπης, ακόμη και με την ίδια θνητότητα αναμένεται να δίνει ετησίως περισσότερους θανάτους. Ο ιός ήρθε για να μείνει. Από 12 ετών και πάνω, για την ώρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ετοιμάσουμε την άμυνά μας για την πρώτη επαφή μαζί του».