Ο διάσημος συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης στο παρακάτω άρθρο στοχάζεται πάνω στο θέμα της σεξουαλικότητας, το οποίο ήρθε στην επικαιρότητα, με οδυνηρό τρόπο, λόγω της υπόθεσης Λιγνάδη και της απαρχής του ελληνικού metoo.
Το άρθρο γράφτηκε στις 4-5 Φεβρουαρίου, πριν ξεσπάσει η πολιτική κρίση που προκάλεσε η συνέντευξη Τύπου της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη -στην οποία χαρακτήρισε «επικίνδυνο άνθρωπο» τον Δημήτρη Λιγνάδη- και πριν ζητηθεί από την αξιωματική αντιπολίτευση η παραίτησή της.
Ο Δημήτρης Δημητριάδης είναι μια από τις προσωπικότητες που υπέγραψαν, στη συνέχεια, κείμενο συμπαράστασης στη Λίνα Μενδώνη.
Διαβάστε το άρθρο:
Mille e tre
Printemps tragique, comme tous les printemps, ou le meurtre et le rut agissent afin d’accroitre et de multiplier l’énergie de la fécondité.
Elie Faure, Histoire de l’art, L’art moderne 2, 1964
Στην αρχή είναι ο πόθος.
Από άνθρωπο σε άνθρωπο, από φύλο σε φύλο, από οποιονδήποτε άνθρωπο οποιασδήποτε καταγωγής και ηλικίας προς οποιονδήποτε άνθρωπο οποιασδήποτε καταγωγής και ηλικίας.
Αυτός είναι στην αρχή, κι αυτός είναι η αρχή.
Κυριολεκτικά, η αρχή τού παντός.
Ο πόθος, ο κατ’ εξοχήν ανθρώπινος, υπήρξε το πρωτεύον αντικείμενο εκδίωξης, καταδίκης, διαγραφής, όλων των θρησκειών, και ο θεμελιώδης λόγος υπάρξεώς τους ως καταδιωκτών του.
Πάνω στον πόθο έχουν ανεγερθεί όλες οι Εκκλησίες, τα δόγματά τους, οι κανόνες τους, οι απαγορεύσεις και οι τιμωρίες τους που στόχο είχαν την δυσφήμιση και την εξάλειψη τού πόθου.
Πάνω στον πόθο οικοδομήθηκε η εξουσία τους και η επιρροή τους, η διάρκεια τής εξουσίας τους και η διαιώνιση τής επιρροής τους.
Επί αιώνες καλλιεργήθηκαν η απώθηση και ο εξοβελισμός τού πόθου, με αποτέλεσμα την εσωτερίκευση και εδραίωσή τους στον ανθρώπινο ψυχισμό, σε σημείο τέτοιο ώστε να γίνουν αναπόσπαστο μέρος αυτού τού ψυχισμού και να είναι πλέον σχεδόν ανέφικτο να αποσπαστούν απ’ αυτόν – θεωρώ περιττή την αναφορά στην γονιμότητα η οποία είναι αναφανδόν συνδεδεμένη με την σεξουαλικότητα χωρίς την οποία αποκλείεται η διαιώνιση τού ανθρώπινου γένους το οποίο η Εκκλησίες διακηρύσσουν ότι είναι πλασμένο από τον Θεό, άρα διαθέτει όλα όσα τού διέθεσε Εκείνος και επομένως όλα είναι εκ Θεού.
Αυτή η εδραίωση τής σχέσης αποτροπιασμού τού ανθρώπου με την ερωτική του επιθυμία, κατέληξε πολύ νωρίς σε μία άλλη εδραίωση: εκείνη τής υποκρισίας, τής απόκρυψης, τής ντροπής, τού φόβου, και, φυσική συνέπεια όλων αυτών, τού φανατισμού, των ολοκληρωτικών διατάξεων, των κατασταλτικών μέτρων ηθικής, τής ενοχοποίησης, των ποινικών επιπτώσεων, τής επιβολής των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, αλλά και των ψυχασθενειών, των συμπλεγμάτων, των αυτοκτονιών και των εγκλημάτων, τής κάθε μορφής βιαιοπραγίας.
Ο πυρήνας όλων αυτών ήταν και είναι πάντα η νέκρωση τού σώματος, η αναισθητοποίηση των αισθήσεων, ένας κοινωνικός ασκητισμός, μία συλλογική κατατρόπωση τής σάρκας, μία ολοκληρωτική κατάπαυση των ορμών, των παρορμήσεων, και, φυσικά, η εκ προοιμίου καταδίκη τους στηριγμένη στην γενική αποδοχή και εφαρμογή όλων των καταστατικών άρθρων που τις ποινικοποιούν και τίς εξοβελίζουν όχι μόνο από την δημόσια ζωή αλλά, πρώτα, από τη εσωτερική πλευρά που είναι ο ατομικός ψυχισμός και ο κατ’ εξοχήν ιδιωτικός χώρος του, δηλαδή η οικογένεια.
Καθημερινές είναι οι ειδήσεις κακοποιήσεων στα σπίτια ολόκληρης τής επικράτειας.
Η σεξουαλική βία -η κορυφή τής αποκρουστικότητας- μεταξύ συγγενών, που δεν περιορίζεται σ’ αυτούς αλλά ενδημεί σε όλους τούς επαγγελματικούς και άλλους χώρους, με όλα τα κοινά αλλά και διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά τους, έχει μία προέλευση.
Αυτήν την προέλευση, έπειτα από χιλιετίες στοχασμού πάνω στην ανθρώπινη φύση και διερεύνησής της, βρισκόμαστε σε ένα σημείο απίστευτης συσκότισης ως προς την ταυτότητά της, προπαντός άγνοιας και αγνόησης τού περί τίνος ακριβώς και όντως πρόκειται.
Η λέξη «προέλευση» θα πρέπει, νομίζω, να γίνει το σημείο εκκίνησης για να βρεθεί ο πιο σωστός τρόπος επίγνωσης και διαχείρισής της.
Και ο πιο σωστός, κατά την γνώμη μου, τρόπος, όπως το βλέπω από την πλευρά μου, είναι να κοιτάξουμε και να υπολογίσουμε κάποια αυτονόητα.
Το «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην. Ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος» τής προς Γαλάτας 3, 28, θα ήταν εξόχως διαφωτιστικό να το ερμηνεύσουμε ότι δεν θεμελιώνει την ισότητα των ανθρώπων έναντι τού Θεού και τής Θείας χάριτος -που η ανυπαρξία τους επαληθεύεται από την απόλυτα εμπράγματη απουσία τους από την ανθρώπινη ζωή- αλλά έναντι τής ερωτικής επιθυμίας, έναντι τής ανθρώπινης σεξουαλικότητας, έναντι τού ενανθρωπισμένου πόθου.
Είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον πόθο, πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στην μοίρα που είναι το φύλο.
Κανείς δεν επιλέγει το φύλο του, ασχέτως αν, όπως συμβαίνει, έχει πλέον την δυνατότητα να επέμβει σ’ αυτό, επέμβαση που σημαίνει μεν αλλαγή τής μοίρας αλλά και παραμονή ή επαναφορά σ’ αυτήν, άρα ανέφικτη διαφυγή της, έστω υπό άλλους όρους.
Το φύλο είναι, μαζί με τον θάνατο, οι βασικές παράμετροι τού ανθρώπου. Και οι δύο συνιστούν την τραγικότητά του. Πρόκειται για δυνάμεις ακατανίκητες οι οποίες προσδιορίζουν αναφανδόν και τελεσίδικα κάθε ανθρώπινη ζωή.
Το φύλο και ο εκφραστής του η σεξουαλικότητα, συναποτελούν την βαθύτερη διάσταση τής κάθε επί τής ουσίας ταυτότητας. Η πολυπλοκότητά τους και τα απρόσιτα όσο και δυσερμήνευτα βάθη τους, εκλαμβάνουν τόσες μορφές όσοι είναι και οι άνθρωποι που τις φέρουν, και μολονότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάποιες πλευρές τους αποκαλύπτονται και γίνονται συνειδητές, ακόμα και αποδεκτές ως η αλήθεια τού καθενός, το μέγιστο μέρος τους παραμένει και θα παραμείνει απρόσφορο στην γνώση και στην κατανόηση.
Οι τρόποι με τούς οποίους εκδηλώνεται η σεξουαλικότητα, το μόνο που δεν στερούνται, εκτός από την περιέργεια και την ανησυχία, αν όχι αγωνία, που προκαλούν, είναι η βιαιότητα, σε όλες τις πλευρές της. Οσο ήπια, όσο αγαπητική και λατρευτική κι αν είναι, όσο κι αν εμφορείται από σεβασμό και συναίνεση, η σεξουαλικότητα είναι πάντα ένα απροσμέτρητο πάθος, που, την ώρα τής εκδήλωσής του, όχι μόνο δεν υπολογίζει καμία ανώτερη, θεσμική, ηθική αρχή, αλλά τις καταρρίπτει όλες, και το κάνει με μία λίγο ως μεγάλη βίαιη πράξη. Είναι αδιανόητη η συνουσία χωρίς την άσκηση έστω και μιάς στοιχειώδους βίας, η οποία, κατά την διάρκεια τής συνεύρεσης, είναι απόλυτα ανεξέλεγκτη και ασύνορη.
Ακόμα και μία χειρονομία, ακόμα κι ένα βλέμμα, ακόμα και μία φράση, που μεταφέρουν ερωτική διάθεση, κρύβουν ή δείχνουν, πάντως περιέχουν είτε ως πρόθεση είτε ως εμφανή κίνηση, το στοιχείο μιάς παρέμβασης, μιάς επέμβασης, άρα μιάς επαφής, συγκρατημένης ή όχι, εξ αποστάσεως ή όχι· αυτό σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως τού πώς και πόσο γίνεται αυτή φανερή, έκδηλη, το ανέκφραστο κίνητρο, η αφανής ώθηση, είναι πανίσχυρα, έχουν τον χαρακτήρα μιάς άμεσης, επείγουσας ανάγκης, μιάς ανυπέρβλητης ορμής, ανάγκη και ορμή που η φύση τους δεν έχουν γίνει αντικείμενο ευθείας και θαρραλέας αντιμετώπισης, χωρίς τις καθεστηκυίες παρεμβολές τής θρησκείας και των εκπροσώπων της.
(Εξαιρώ, στην περίπτωση αυτή, την ύψιστη και παραδειγματική περίπτωση τού Μισέλ Φουκώ ο οποίος, σε όλο το έργο του, κυριολεκτικά καταναλώθηκε στην έρευνα και διερεύνηση τής σεξουαλικότητας, από την «Ιστορία τής κλινικής» μέχρι την τετράτομη «Ιστορία τής σεξουαλικότητας», μέγιστη συμβολή στο κεντρικό αυτό ζήτημα).
Οι εν λόγω παρεμβολές έχουν καταστρέψει την σχέση των ανθρώπων με την σεξουαλικότητά τους· έχουν στιγματίσει σε τεράστιο βάθος την συνύπαρξή τους με την ερωτική επιθυμία· έχουν διαστρέψει, μολύνει και αποσυνθέσει την αποδοχή από τον άνθρωπο τού πόθου του, και έχουν μετατρέψει αυτόν τον πόθο σε δυσβάστακτο βάρος και μαρτυρικό εμπόδιο από τα οποία οφείλει να απαλλαγεί εάν θέλει να διάγει έναν σωστό τρόπο ζωής, δηλαδή έναν τρόπο που είναι το ισοδύναμο τής προσαρμογής, τής καταστολής, και προπάντων τού ψεύδους.
Η πολύμορφη βία που ενυπάρχει ενδογενώς στην ίδια την φύση τού πόθου, τον καθιστά όχι μόνο κορυφαία αλλά και ακραία παράμετρο τής ανθρώπινης κατάστασης.
Από την στιγμή που δεν γίνεται να διαχωριστεί η βία από τον πόθο, κι από την στιγμή που ο πόθος είναι η θεμελιώδης διάσταση τής ανθρώπινης ταυτότητας, αυτή που καθορίζει όλες τις άλλες δραστηριότητες του, και σ’ αυτές περιλαμβάνονται ασφαλώς και οι πνευματικές, καλλιτεχνικές, γενικώς επαγγελματικές, από την στιγμή που αυτά τα δύο, βία και πόθος συνυπάρχουν και συλλειτουργούν, σε οποιονδήποτε βαθμό, και πράγματι έτσι συμβαίνει, τότε τίθεται το σοβαρότερο, κατά την άποψή μου, ζήτημα: πώς μπορούμε, αν μπορούμε, να αποδεχθούμε αυτό το αναντίρρητο γεγονός, και ξεκινώντας από αυτήν την αποδοχή να το σκεφτούμε και να το διαπραγματευτούμε ως αναπόσπαστο και κυρίαρχο μέρος τής ίδια τής φύσης μας.
Η υποκρισία, πρωταρχική παράμετρος τής Εκκλησίας, και όλων των θρησκευτικών θεσμών και κινημάτων, έχει βρει την αντιπροσωπευτικότερη έκφρασή της στην διαίρεση τού ανθρώπου σε δύο μέρη, ένα αποδεκτό και ένα απορριπτέο. Το αποδεκτό, σύμφωνα με την εκκλησιαστική ορολογία, είναι αυτό τής αρετής, τού καλού, τού ηθικού. Το μη αποδεκτό είναι αυτό τής ανωμαλίας, τής κακίας, τής ανηθικότητας.
Με άλλα λόγια, το σύνολο τού ανθρώπινου όντος τεμαχίζεται σε δύο μέρη, το ένα το κρατάμε και το θεωρούμε το μόνο αληθινό, το άλλο το πετάμε ως βρώμικο, αποδίδοντας του χαρακτηριστικά τερατώδη και μισητά. Μένει, συνεπώς, ο μισός άνθρωπος, με τον οποίο έχει διανύσει η ανθρωπότητα χιλιετίες, και με τον οποίο έφτιαξε ό,τι έφτιαξε, κυρίως αυτό που ονομάστηκε πολιτισμός και που βαθύτερη ρίζα του είναι η αποδοχή μόνο, πλην εξαιρέσεων που είναι πάντα εξοβελιστέες, τού μισού ανθρώπου.
Ο άνθρωπος όμως, θέλουμε δεν θέλουμε, είναι ένας, και όσα τον συνιστούν είναι όλα ανεξαιρέτως εξίσου άξια και εξίσου σημαντικά, σε τέτοιο μάλιστα σημείο ώστε και ένα μόνο να αφαιρεθεί ή εξαιρεθεί, και το ον άνθρωπος μειώνεται, παύει να είναι ολόκληρος, με ό,τι φυσικά σημαίνει αυτό.
Διότι, αυτό που σημαίνει «ολόκληρος ο άνθρωπος» είναι ό,τι πιο δυσανάβατο, ό,τι πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό, επειδή σύνολη η διαμόρφωσή μας έχει στηριχτεί στην αποδοχή τού μισού ανθρώπου και στην απόρριψη τού άλλου μισού, στον τρόμο που προκαλούν όσα συνθέτουν αυτό το άλλο μισό. Σ’ αυτό το άλλο μισό ανήκουν ο πόθος και η εγγενής σ’ αυτόν βία.
Η απόκρυψη και εντέλει η διαγραφή από την ηθική τής Εκκλησίας -η πιο στυγνή και αμετακίνητη μορφή ηθικής- τού μισού ανθρώπου και τής ουσίας τού φύλου του που είναι η σεξουαλικότητα, έχει οξύνει και συγχρόνως, εξαιτίας τής παράβλεψής του, οδηγήσει στα άκρα την παραγνώριση και συγκάλυψη τού βίαιου χαρακτήρα τού ερωτισμού και την αποφυγή ευθείας, αδιαμεσολάβητης ενασχόλησης με αυτό.
Όχι πως δεν υπάρχουν οι περιπτώσεις όπου το ζήτημα έχει τεθεί, υπάρχουν επιφανή παραδείγματα, μεταξύ άλλων ο Μπατάιγ, ο Κλοσσοφσκί, ο Σολλέρς, ο Μπλανσό, και βέβαια ο ντε Σαντ, το πρόβλημα όμως έχει περιοριστεί σε λίγους και στενούς κύκλους, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, ανδρών και γυναικών, νέων και όλων των άλλων ηλικιών, αγνοούν, δεν περνά από το μυαλό τους το ζήτημα στις πολύπλοκες και ιλιγγιώδεις διαστάσεις του.
Εξ ού η παρανόηση αφενός, η αποσιώπηση αφετέρου, που συνεπάγονται απόψεις καθηλωμένες σε στερεότυπα, συμπεριφορές που καταλήγουν να επιτρέπουν το ανεπίτρεπτο, το προσβλητικό, το κακουργηματικό, το ευτελές και το χυδαίο, ανεξαρτήτως τού ποιος είναι αυτός από την μία κι αυτός από την άλλη πλευρά.
Αυτές οι δύο πλευρές, τα δύο φύλα, το εμβληματικό και κατεστημένο δίπολο τής ερωτικής συνεύρεσης, σε όποιο φύλο κι αν ανήκει η κάθε πλευρά, συνιστούν το σημείο όπου ασκείται ο πόθος με τον τρόπο που κάθε φορά προκύπτει από την φύση τής σχέσης που έχουν μεταξύ τους οι δύο πλευρές. Εδώ, η κλίμακα των εκδοχών είναι απεριόριστη, η ποικιλία τού τι συμβαίνει ανάμεσα στους δύο είναι ανάλογη με το τι ποθεί ο ένας από τον άλλο, πώς το ζητάει, κυρίως σε τι βαθμό συμπίπτουν ή δεν συμπίπτουν οι πόθοι τους, και βέβαια εάν πρόκειται για πόθο αμοιβαίο ή μονόπλευρο, ανισομερή και ασύμπτωτο.
Το τελευταίο είναι όντως κρισιμότατο. Η αμοιβαιότητα είναι προϋπόθεση τής ερωτικής ανταλλαγής . χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει ανταπόκριση η οποία, με την σειρά της, προϋποθέτεις την συναίνεση. Η ανταπόκριση είναι εν των ων ουκ άνευ τής ερωτικής απόλαυσης. Φυσικά, η απόλαυση εκλύεται με πολλούς τρόπους, σ’ αυτούς ανήκει και ο μονομερής, ο ανεξάρτητος από την συμμετοχή τού άλλου, πόθος, ένας πόθος που μπορεί να ικανοποιηθεί με ο,τιδήποτε. Το θέμα θα έκλεινε εάν αυτό το ο,τιδήποτε δεν μετατρέπεται αντικείμενο κακοποίησης, επιβεβλημένης επιθυμίας, ψυχοσωματικού βιασμού. Εδώ, στις διανθρώπινες συνισταμένες, το προβάδισμα τής εγκληματικής πράξης είναι πρώτα εις βάρος της και τής αντιστοιχεί εκ προοιμίου το ανάλογο ποινικό αντίτιμο.
Δεν κλείνει όμως εδώ η όλη υπόθεση τού τι συνιστά η σεξουαλικότητα, οι προϋποθέσεις της και οι συνέπειές της. Το τίμημα αυτών των προϋποθέσεων και συνεπειών είναι ανυπολόγιστο.
Αυτό σημαίνει ότι το διακύβευμα που είναι για τον ίδιο τον άνθρωπο ο ερωτικός του πόθος, ο ερωτισμός του, η σεξουαλικότητά του, η σαρκική επιθυμία, δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί σωστά παρά μόνο στην άτμητη ολότητά σου. Με όσα περιέχει και όσα συνεπάγεται. Δεν μπορεί να συνεχιστεί, όσο κι αν έχει τονιστεί από διάφορες πλευρές, η υποβάθμιση και η συγκάλυψη ολόκληρης τής αλήθειας πάνω στο τι είναι στην πληρότητά της η σεξουαλική διάσταση τού ανθρώπου.
Η λογοτεχνία, η τέχνη γενικώς, ένα μέρος τού στοχασμού και φυσικά τα βήματα που έχουν κάνει η ψυχανάλυση και οι συνεχιστές της, δίνουν και δείχνουν την ανομολόγητη και αποκρυπτόμενη πλευρά, αυτήν που αποφεύγουν με τρόμο οι πλείστοι των ανθρώπων να την δουν και να την εντάξουν στην συνειδητή ζωή τους. Η επιδείνωση τού προβλήματος σε κοινωνικό και οικογενειακό επίπεδο είναι τόσο οριακή και συγχρόνως τόσο συγκεκαλυμένη, ώστε οι τρόποι που η τέχνη σε όλες τις μορφές της έχει ασχοληθεί μ’ αυτό, μοιάζουν από ακραίοι, προκλητικοί, αηδιαστικοί, σκανδαλώδεις, μέχρι απαράδεκτοί, ψευδείς ή υπερβολικοί.
Κι όμως, το διακύβευμα που είναι ο πόθος στην ουσία του, με κυρίαρχη την διάσταση τής βίας, μιάς βίας που φτάνει μέχρι τον διασυρμό, τον βασανισμό, τον βιασμό, τον ακρωτηριασμό, και το έγκλημα, μόνον η τέχνη τού λόγου και τής εικόνας, τής αναπαράστασης, έχει καταφέρει, μέχρι σήμερα, με τα δικά της μέσα, να εμφανίσει, σε πολύ προχωρημένο στάδιο, την αληθινή φύση τής σεξουαλικότητας. Οι πρόσφατες ταινίες τού Λαρς φον Τρίερ, τού Μίχαελ Χάνεκε, τού Ντέιβιντ Λιντς, των αδελφών Νταρντέν, τού Τόμας Βιντεμπέργκ, καταγράφουν το ανείπωτο, το ανίδωτο, αυτό που δεν μπορεί να εμφανιστεί στην τρέχουσα πραγματικότητα.
Και μολονότι ο Μότσαρτ καταδικάζει στο πυρ το εξώτερο τον Ντον Τζοβάνι, ολόκληρη η όπερά του δεν παύει να είναι μία μνημειώδης τεκμηρίωση τής ανεξάντλητης ερωτικής επιθυμίας, έστω κι αν αυτή αφήνει πίσω της θύματα που τον καταδιώκουν, τον καταγγέλλουν, τον απειλούν.
Οι mille e tre γυναίκες που έχουν καταγραφεί στον κατάλογο που διαβάζει ο Λεπορέλο, είναι ένας συμβολικός αριθμός για την ατελείωτη σειρά των κατακτήσεων τού αφεντικού του· ένας αριθμός που σημαίνει το άπειρο, το ακαταμέτρητο, το απεριόριστο, κι αυτά τα τρία χαρακτηρίζουν την ουσία τού πόθου, την αλήθεια τής σεξουαλικότητας, και είναι όντως αχόρταγα, δεν ικανοποιούνται ποτέ, τίποτα δεν μπορεί να τα σταματήσει, να τα εμποδίσει, να τα συνετίσει, να τα μετριάσει.
Πόθος και σεξουαλικότητα, που είναι ένα και το αυτό, δεν έχουν όριο άλλο από το απεριόριστο, ηθική άλλη από εκείνη τής κατάργησής της, γιατί πόθος και σεξουαλικότητα είναι ανήθικα, ξεδιάντροπα, ασύστολα, δεν υπολογίζουν παρά μόνο την ικανοποίησή τους, με όποιο μέσον μπορούν να το πετύχουν αυτό · δεν λογαριάζουν παρά μόνο την αρπαγή και την κατάκτηση, όλα τα άλλα είναι γι’ αυτούς ανύπαρκτα, ανυπόστατα, άκυρα.
Καλώς ή κακώς, αυτή είναι η αλήθεια τής ανθρώπινης σεξουαλικότητας.
Καιρός να την δεχτούμε στην ολότητά της · να δούμε, σοβαρά, τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτήν την αλήθεια, με τόλμη.
Αν το κάνουμε αυτό, θα είναι μία προς την αυτογνωσία μας, η οποία δεινοπαθεί από την δειλία μας, τίς φοβίες μας, τις προκαταλήψεις μας, τις στερεότυπες επαναλήψεις παραπλανητικών και καθησυχαστικών απόψεων και πίστεων που δεσπόζουν ολέθρια επί γενεές και επιβουλεύονται ωμά την καταχωνιασμένη ανθρώπινη ανάγκη να αποκτήσει πρόσβαση στις επιθυμίες της.
Η αλήθεια τού πόθου είναι τρομακτική, γιατί είναι αμείλικτα απαιτητική· απαιτεί ριζική, εκ βάθρων αναθεώρηση τού σύμπαντος συστήματος που ορίζει την ζωή μας· και δεν αρκείται στα ημίμετρα, αρνείται τις υπεκφυγές, απορρίπτει την απόκρυψη και την υποκρισία· περιέχει τις πιο δεινές πλευρές τής φύσης μας, τις πιο δύσκολα αποδεκτές και οριακά διαχειρίσιμες, αυτές που ασκούν την πιο σκληρή δοκιμασία στις αντοχές μας και στις πεποιθήσεις μας.
Αυτή είναι όμως η αλήθεια μας. Αυτή η ταυτότητά μας.
Τι θα προτιμήσουμε, τώρα που έχουν εξαντληθεί όλες οι εγγυήσεις και οι προστασίες που μάς παρείχε το παρελθόν και που τις έχει συντρίψει το ανελέητο παρόν;
Συμπληρωματική, αναγκαία, προσωπική προσθήκη:
- Δέχομαι την σεξουαλικότητα, ως την θεμελιώδη ανθρώπινη ταυτότητα, ολόκληρη, σε όλες τις εκφάνσεις της και με όλες τίς συνέπειές τους.
- Δέχομαι τον κόσμο, την ζωή και τον εαυτό μου, ολόκληρον, σε όλες τις εκφάνσεις τους και με όλες τις συνέπειές τους.
- Τα δύο προηγούμενα σημαίνουν την κοινή ανθρώπινη μοίρα, αυτό το ένα και πρώτο που δεν το επιλέγουμε και που αργά ή γρήγορα το πληρώνουμε με την ζωή μας.
- Η δημόσια τοποθέτηση αυτών των θέσεων είναι ανάληψη ευθύνης και αντίλογος στην πυρηνική διάσταση τού βαθύτερου ελληνικού προβλήματος: τής αποφυγής να θιχθεί κατευθείαν και τολμηρά το ζήτημα τής σεξουαλικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα την απόκρυψη, την υποκρισία, την καταδυνάστευση, την φίμωση, την ασφυξία, την δίωξη, που όλες μαζί οδηγούν καθημερινώς στην απόγνωση και στις απόπειρες/πράξεις αυτοκτονίας, οι οποίες θερίζουν προπαντός τις νεότερες ηλικίες. Με την δημόσια τοποθέτησή μου εκτίθεμαι και αναλαμβάνω τα επίχειρά της.
Δημήτρης Δημητριάδης / 4-5.2.2021