Ο Μάνος Λοΐζος, ένας από τους πιο εμβληματικούς συνθέτες και τραγουδιστές της Ελλάδας «έφυγε» πριν 37 ακριβώς χρόνια, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.
Δυστυχώς δεν κατάφερε να συνέλθει από τα δύο εγκεφαλικά επεισόδια που υπέστη και άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μόσχας.
Για τον Μάνο Λοΐζο, έχουν ειπωθεί όλα – ή σχεδόν όλα. Τα περισσότερα τα μάθαμε από τον «κολλητό» του φίλο, τον ποιητή Λευτέρη Παπαδόπουλο. Στο βιβλίο του (εκδόσεις Κάκτος) που εξέδωσε το 1983 και έγινε ανάρπαστο περιγράφει πολλές από τις άγνωστες στιγμές του καλλιτέχνη. Τρυφερές, σκληρές, αδυσώπητες, καθημερινές, χιουμοριστικές, μεγάλες. Στιγμές που αποτυπώνουν τον Μάνο. Τα υπόλοιπα τα μαντέψαμε όσοι τον λατρέψαμε, μέσα από τις μουσικές του, τα τραγούδια του, τις ευαισθησίες του, τις παρακαταθήκες του.
Η τρυφερή φωνή του Μάνου, ακούγεται ακόμη από τα ραδιόφωνα αλλά κυρίως τα τραγούδια του αγγίζουν τραγουδιστές και νέους, που δεν τον πρόλαβαν ζωντανό. Τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για να πιστοποιήσει κάποιος ότι ο Λοΐζος είναι διαχρονικός;
Η συγκλονιστική συναυλία στο ΟΑΚΑ το 1985
Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 13 Σεπτεμβρίου 1985 το Ολυμπιακό Στάδιο γέμισε από θεατές για την την συναυλία - αφιέρωμα στον μεγάλο συνθέτη.
Τεράστιοι τραγουδιστές ανέβηκαν στο πάλκο και τραγούδησαν για την μνήμη του Μάνου: Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Γιάννης Καλατζής, Βασίλης Παπακωνσταντίνου συγκλόνισαν ερμηνεύοντας τραγούδια όπως «Κι αν είμαι ροκ», «Ο δρόμος», «Έχω έναν καφενέ», «Σ' ακολουθώ», «Μη με ρωτάς», «Ο γέρο νέγρο Τζιμ», «Καλημέρα ήλιε»... Ατελείωτος ο κατάλογος. Εκεί πρωτακούστηκε και το «πρωινό τσιγάρο» του Αλκη Αλκαίου και του Νότη Μαυρουδή, τραγούδι που ήταν αφιερωμένο στον Λοΐζο.
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στην Αλεξάνδρεια (ή σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες στη Λακαταμια και λίγο αργότερα μετανάστευσαν οικογενειακώς στην Αίγυπτο προς αναζήτηση καλύτερης ζωής) και πέθανε σε νοσοκομείο στη Μόσχα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.
Ο Λοΐζος είχε κυπριακή καταγωγή: Ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζου, καταγόταν και ήταν κάτοικος των Αγιών Βαβατσινιάς -χωριό της επαρχίας Λάρνακας Κύπρου- και η μητέρα του, Δέσποινα Μανάκη, καταγόταν από τη Ρόδο. Από μικρή ηλικία ασχολείται με τη μουσική: Στην ηλικία των επτά ετών μελετά βιολί, αρχικά ερασιτεχνικά κι έπειτα στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας.
Αφού αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την εγκαταλείπει με σκοπό να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φοιτά στην Σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική. Το 1960 εγκαταλείπει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο και εργάζεται περιστασιακά προκειμένου να επιβιώσει: άλλοτε ως σερβιτόρος, άλλοτε ως γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, άλλοτε ως μουσικός σε μπουάτ. [7]
Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Στα τέλη του 1961 αρχές του 1962 συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία συγκρότησης του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής[8] Την άνοιξη του 1962 χρησιμοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη ως διευθυντής της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής στις παραστάσεις της Όμορφης Πόλης. Ο Μάνος Λοΐζος φιλοξενείται στο σπίτι της πρώην συζύγου του καθηγητή των γαλλικών που είχε στην Αλεξάνδρεια, της Διδούς Πετροπούλου, η οποία εργαζόταν στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Αυτή θα συστήσει τον νεαρό μουσικό στον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μεσολαβεί στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ. Το 1962 ηχογραφεί το πρώτο του σαρανταπεντάρι Το τραγούδι του δρόμου σε στίχους Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και ερμηνεία από τον Γιώργο Μούτσιο.
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο Μάρω Λήμνου. Μαζί της αποκτά και μία κόρη, την Μυρσίνη. Όταν επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών έφυγε για την Αγγλία το Σεπτέμβριο του 1967, για να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Το 1971 γνωρίζει τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Το 1972 θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ), που συστήνεται για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας. Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου θα συλληφθεί στο σπίτι του στο Χολαργό και θα κρατηθεί για δέκα ημέρες.
Το 1978 θα παντρευτεί την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη και την ίδια χρονιά θα γίνει πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος.
Τον Οκτώβριο του 1981 μπήκε στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και στο τέλος του χρόνου ταξίδεψε στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πεθαίνει δέκα ημέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.
Συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη και Δημήτρη Χριστοδούλου στους στίχους και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά. Τελευταίος δίσκος του ήταν τα "Γράμματα στην Αγαπημένη" σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.
To 2007 χαρακτηρίστηκε από τον μουσικό χώρο ως έτος Μάνου Λοΐζου τιμώντας τα 70 χρόνια από τη γέννησή του και τα 25 χρόνια από τον θάνατό του.