Μόνο ο Νίκος Ζαχαριάδης μπορούσε να σε κάνει να γελάσεις τόσο πολύ, κάνοντάς σε να νιώσεις στο τέλος, σαν επίγευση, μια πικρία για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική επικαιρότητα. Ο δημοσιογράφος με το μοναδικό, ιδιοσυγκρασιακό ύφος και τη διαυγή, οξυδερκή γραφή και φωνή, έφυγε σήμερα, ξαφνικά, από τη ζωή.
Ηταν Γενάρης του 2015, λίγες μέρες μετά την αλλαγή κυβέρνησης και την έλευση Τσίπρα στο Μαξίμου, όταν στην περίφημη στήλη του «Μούφανετ» (πόσο πιο εύγλωττος και δηλωτικός του περιεχομένου θα μπορούσε να είναι ο τίτλος) στο Protagon, ο Νίκος Ζαχαριάδης έκανε μια τρομερή... αποκάλυψη: ο Σαμαράς είχε αφήσει σε κακή κατάσταση το πρωθυπουργικό γραφείο, με μια από τις κλασικές πλαστικές λευκές καρέκλες μπροστά στον πίνακα «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα», ένα μέρος του οποίου είχε ξηλωθεί.
To κείμενο έγινε viral, και παρά την αναγραφή στο τέλος ότι είναι σατιρικό και δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, παρά το προφανές μοντάζ στην εικόνα, προκάλεσε ακόμα και αντιδράσεις και ανακοινώσεις από τη ΝΔ και κάποιους που το πίστεψαν. Ηταν από τις συχνές περιπτώσεις που το καυστικό χιούμορ και ο σουρεαλισμός των αστείων που αριστοτεχνικά έστηνε ο δημοσιογράφος Νίκος Ζαχαριάδης, με κάποιον αδιανόητο τρόπο γίνονταν πιστευτά. Αρα, απολύτως επιτυχημένα.
Τρυφερό, μαύρο, υποδόριο, σαρκαστικό, θλιμμένο, εξωφρενικό χιούμορ
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, που έφυγε σήμερα, ξαφνικά, σε ηλικία 55 ετών από ανακοπή καρδιάς, είχε έναν αυστηρά ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, ένα αυστηρά προσωπικό ιδίωμα στη γραφή του. Επένδυε στη συστηματική, ηδονική αποκαθήλωση του συστήματος και των εκλεκτών του, των διασημοτήτων της στιγμής, μέσα από κείμενα με αρμούς καλά δουλεμένους.
Δεν ήταν το χύμα χιούμορ στο στιλ του, ήταν το ελιτίστικο, το εξεζητημένο, το καλά δουλεμένο, το σαρκαστικό, που έφερε στην επιφάνεια μια ζελατίνα αμεσότητας και λαϊκής πρόσληψης. Και έτσι, ακόμα και τα εξωφρενικά που σκαρφιζόταν, γίνονταν πιστευτά. Διότι έγραφε με έναν τρόπο που έδινε στον αναγνώστη την εντύπωση ότι ο υπογράφων σαστίζει, μένει άναυδος, οργίζεται και συνδέεται με το περιεχόμενο του κειμένου. Εδινε την αίσθηση του βιωμένου και του συναισθήματος που βλέπουμε σε ήρωες των πάνελ και των ριάλιτι.
Ετσι, όταν γνώριζε κανείς τον Νίκο Ζαχαριάδη, ξέροντας από πριν ότι κεντρικό σημείο της ταυτότητάς του είναι το καυστικό, καταλυτικό χιούμορ του, έβλεπε αυτομάτως μπροστά του έναν ιδιοφυή άνθρωπο, γεμάτο αδρεναλίνη χαράς, που περίμενε να τον κάνει να γελάσει. Και δεν παρατηρούσε ότι πίσω από τα μεγάλα γυαλιά του και το ευγενικό μειδίαμα, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ήταν τα σχεδόν βουρκωμένα μάτια, μονίμως. Μαζί με μια συστολή, θα έλεγε κανείς.
Τα ηλιοβασιλέματα δεν ήταν εκτυφλωτικά, οι κήποι δεν ήταν ρόδινοι και τα οικογενειακά τραπέζια δεν ήταν σαν και αυτά στις διαφημίσεις της Coca-Cola και ο ίδιος ούτε στιγμή δεν ξεγελάστηκε.
Tο χάρισμα της παρατηρητικότητας, που γινόταν καυστικό σχόλιο
Ο Ζαχαριάδης, απίστευτα πληθωρικός σε κείμενα, παραγωγός ποταμών λέξεων σε έντυπα, σάιτ, ραδιόφωνα, συνδιαμορφωτής με έναν λοξό -τον δικό του λοξό- τρόπο των περιοδικών lifestyle στη δεκαετία του ’90, δεν έχανε την ψυχραιμία του, τη φυσική του ευγένεια, την αντοχή του και την ανοχή απέναντι στους ανθρώπους. Την κατέπνιγε και για χρόνια την εκτόνωνε με ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι του μέσου που εργαζόταν. Οπου και εκεί γρήγορα ξεχνιόταν το όποιο ζήτημα, γιατί παρατηρούσε κάτι στον δρόμο, μια κίνηση των ενοίκων στο απέναντι διαμέρισμα, τη μουσική από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο στον δρόμο και αμέσως το μάτι του φωτιζόταν πάλι και άρχιζε να πλάθει νέες ιστορίες. Προσωπικά, τον θυμάμαι σε κάτι ξενύχτια στο γραφείο, να έχουμε βγει στο μπαλκόνι, πλάι στις τζακαράντες της Ρηγίλλης, και να βλέπουμε στα φωτισμένα παράθυρα απέναντι τους ενοίκους, πλάθοντας ιστορίες για το ποιοι είναι, τι κάνουν, με τι ασχολούνται. Μυθιστορηματικά ιντερμέδια, όσο κρατά ένα τσιγάρο, έναν δρόμο πάνω από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης έφερε κάτι από τα σκοτάδια ενός διανοούμενου, ενός σαρκαστικού συγγραφέα με διαρκή υπαρξιακά ζητήματα, στα περιοδικά και τα έντυπα που είχαν σημαία τους την ομορφιά, την καλή ζωή, την πολυτέλεια, το ελληνικό όνειρο: στο περιοδικό ΜΑΧ, στη συνέχεια στο περιοδικό Nitro, στο περιοδικό Downtown, αργότερα στο «Πρώτο Θέμα».
Και μετά, καθώς και η χώρα έμπαινε στη δίνη της κρίσης και της διάψευσης των ονείρων μιας εύκολης ευζωίας, η γραφή του άρχισε να βαθαίνει και να γίνεται πιο πολιτική, χωρίς ποτέ να χάσει το φλεγματικό ύφος, τη διάθεση να αναποδογυρίσει το σύστημα και να το κανιβαλίσει, τρυφερά αλλά και επίμονα. Ετσι άρχισε η εποχή των κειμένων στην Αthens Voice, στο Protagon, στον «Φιλελεύθερο».
Κάπου εκεί εμφανίζεται με τη στήλη «Ερωτήσεις ενός ζαλισμένου Αθηναίου», την περίφημη βινιέτα «Στ’ αρχίδια μας» και το «Μούφανετ» να σχολιάζει ειδήσεις που κυριαρχούσαν στο δεκαπεντάλεπτο της φήμης και που πραγματικά ήταν ανούσια, ρηχά θέματα, που εντυπωσίαζαν με την κενότητα και ταυτόχρονα την απήχησή τους στο κοινό.
Το -σχεδόν- αλάνθαστο ένστικτο του Ζαχαριάδη
Το χιούμορ του Ζαχαριάδη δεν έβγαινε από την πηγή της πλάκας και του ευφυολογήματος. Κυρίως αναδυόταν από τις χαραμάδες του σκοταδιού της σύγχρονης ζωής και από στιγμιότυπα του κοινωνικού και πολιτικού βίου που είναι επώδυνα, από αυτά που ένας αρθρογράφος συνηθίζει να στηλιτεύει.
Η οξυδέρκειά του ήταν υψηλή, το ίδιο και το ένστικτό του, με αποτέλεσμα να βλέπει, να ξεχωρίζει πρώτος μέσα από το θολό τοπίο, αυτό που έρχεται, την τάση που σχηματίζεται, την επόμενη έξη και εμμονή μας.
Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ, σε γνωστό εστιατόριο της Αθήνας, αργά, με ένα ποτήρι ουίσκι δίπλα του, να κοιτάζει την ανοιχτή κουζίνα (τόσο της μόδας), καπνίζοντας (φυσικά), και μετά από μακρά σιωπή, ενώ η παρέα γελούσε για κάποιο άσχετο θέμα, να λέει «σεφ. Να μου το θυμηθείτε, θα είναι κάτι σαν τους dj του μέλλοντος».
Χρόνια μετά, με τους σεφ να γίνονται σταρ και την έξοδο στα εστιατόρια να γίνει καμβάς που διαμορφώνει διαθέσεις και τάσεις, ο Ζαχαριάδης δικαιώθηκε, βέβαια. Ένα μικρό στιγμιότυπο, που δείχνει όμως τον τρόπο που ο Ζαχαριάδης σκεφτόταν και στη συνέχεια έγραφε, συνομιλούσε με το κοινό. Με το κοινό του, γιατί είχε διαμορφώσει το δικό του niche.
Η επανεκκίνηση: Τέχνη και Κινηματογράφος
Ο Νίκος Ζαχαριάδης αγαπούσε τους καλλιτέχνες βαθιά και απροσποίητα, τους θαύμαζε. Από την αρχή του χρόνου και μετά από ένα ακόμα επαγγελματικό τέλος με το κλείσιμο της εφημερίδας «Φιλελεύθερος», ο Ζαχαριάδης είχε μπει σε έναν από τους πλέον δημιουργικούς κύκλους της ζωής του μέσα από τη συνεργασία του με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
«Η χαρά να ξαναβρίσκεις παλιούς φίλους, να γνωρίζεις καινούργιους και να ξεκινάς με τη νέα χρονιά να συνεργάζεσαι σε κάτι τόσο φρέσκο και δημιουργικό, είναι ένας από τους λόγους που κάνουν αυτό το επάγγελμα συναρπαστικό», έγραφε τον Ιανουάριο. Επέστρεψε έτσι, με κάποιον τρόπο, στη ρίζα του, αφού στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ήταν κριτικός κινηματογράφου στην «Αυγή» και ως το τέλος υπήρξε ένας επιμελής, προσκυνηματικά θα έλεγε κανείς, σινεφίλ.
Toν Δεκέμβριο του 2020, 54 ετών τότε, μιλούσε για αυτή τη νέα πίστα της ζωής του. «...Και κάπως έτσι, φθάσαμε στην εποχή που, όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους γύρω στα 50, αρχίζουν οι αναθεωρήσεις. Το επάγγελμά μου έπαψε να είναι πλέον γόνιμο. Τα γραφεία των περιοδικών και των εφημερίδων δεν είναι πλέον κατάμεστα από κόσμο που γελάει και βρίσκεται σε μια διαρκή δημιουργική αλληλεπίδραση. Η ζήτηση εύκολων και γρήγορων κειμένων για το διαδίκτυο, με διάρκεια ζωής μίας ημέρας, κυριαρχεί. Δεν το λέω με παράπονο. Έτσι συμβαίνει στη ζωή».
Εξάλλου, τα τελευταία τρία χρόνια είχε επιστρέψει και σε μια άλλη μεγάλη του αγάπη, πέραν του κινηματογράφου, στη ζωγραφική, δημιουργώντας νέα έργα με παλιά υλικά. Χωρίς παράπονο.
Αφήνει πίσω του το μεγάλο φως της ζωής του, τον έφηβο γιο του David, οικογένεια, συναδέλφους και φίλους. Και ένα αναγνωστικό κοινό που σήμερα νιώθει πως ορφάνεψε.