Στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα αναφέρεται σε άρθρο του ο Νίκος Παπανδρέου, τονίζοντας ότι «ακόμη μένουμε πίσω».
Μάλιστα, θεωρεί ότι χρειάζεται να ληφθούν δραστικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, που «καλώς ή κακώς θα πάνε κόντρα στα "κεκτημένα" και τις συνήθειες των τελευταίων δεκαετιών».
Ολόκληρο το άρθρο του Νίκου Παπανδρέου, όπως δημοσιεύθηκε στην Οικονομική Επιθεώρηση:
Παρά τη δεκαετή και βάλε κρίση που θα έπρεπε να μας είχε πείσει για την ανάγκη σοβαρών μεταρρυθμίσεων, η πρόοδος σε αρκετά θέματα είναι άνιση ως και ανύπαρκτοι. Δείχνουμε με περηφάνεια την ψηφιοποίηση του δημοσίου τομέα, μια μεταρρύθμιση που φέρνει ανακούφιση στον πολίτη και ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα. Όμως ακόμη μένουμε πίσω, όπως σημειώνει για πολλοστή φορά η πρόσφατη επισκόπηση του ΟΟΣΑ, ως προς την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το θέμα. Είναι από τα σοβαρά προβλήματα που ταλανίζει τον απλό πολίτη, τους επιχειρηματίες, και τις δημοτικές αρχές. Μεταξύ άλλων, δίνει την εικόνα ότι η χώρα μας χαρακτηρίζεται από τριτοκοσμικού τύπου θεσμούς. Έχοντας ζήσει ο ίδιος δυο δικαστήρια - το ένα κράτησε δέκα χρόνια (προσβολή διαθήκης) και το δεύτερο δεκαοκτώ (!) (συκοφαντική δυσφήμιση) - πιστεύω ότι χρειάζονται δραστικά μέτρα, μέτρα που καλώς ή κακώς θα πάνε κόντρα στα «κεκτημένα» και τις συνήθειες των τελευταίων δεκαετιών.
Ξεκινάω από την εναρκτήρια ομιλία του Θέμη Σοφού, υποψήφιος πρόεδρος του Δικηγορικού Συμβουλίου Αθηνών με την παράταξη των Εργατικών. Ο ποινικολόγος μας θύμισε την ιστορία του Συλλόγου με αναφορές στον Κωνσταντίνο Έσσλιν και τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν. Επειδή λίγο γνώριζα για τους δυο αυτούς άνδρες με τα ξένα επίθετα, βρήκα μετά από λίγη έρευνα ότι η σταδιοδρομία τους δείχνει έναν άλλο δρόμο, έναν δρόμο που δεν ακολούθησε το σημερινό μας σύστημα.
Κωνσταντίνος Έσσλιν ήταν Έλληνας βαυαρικής καταγωγής. Μετά το πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο Αθηνών συνέχισε τις νομικές του σπουδές στις Βρυξέλλες, την Λειψία, το Μοναχό και την Ζυρίχη. Κατόπιν τούτου, τοποθετήθηκε πρωτοδίκης στην Τρίπολη (1888). Εκεί, μεταξύ άλλων, έγραψε στα γερμανικά μάλιστα ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Αρκάδι», όπου καταθέτει την αγάπη του για την Ελλάδα και τις αρχές της Ελευθερίας. «Από λογοτεχνική άποψη, γράφει ο Τζεκάκης στα Ρεθυμνιώτικα Νέα (2015), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επικολυρικό ποίημα που δεν είναι καθόλου άμοιρο λογοτεχνικών αρετών. Συνδυάζει το έπος του Αρκαδιού με το λυρισμό της σχέσης δύο ερωτευμένων Ελλήνων, του εξισλαμισμένου εξωμότη Αχμέτ και της χριστιανής χωριανής του Ειρήνης, που ύστερα από χρόνια χωρισμού συναντιούνται στο μοναστήρι, στις δραματικές ώρες του αρκαδικού δράματος”.
Φανταστείτε λοιπόν το επίπεδο του πρωτοδικείου στην Τρίπολη το 1888, υπό την αιγίδα ενός πολύγλωσσου πολύστροφου πρωτοδίκη, να δικάζει στην ελληνική επαρχία της εποχής. Δυστυχώς πέθανε στην φυλακή, θύμα του Εθνικού Διχασμού.
Ο Ρακτιβάν γεννήθηκε στο Μάντσεστερ και κατόπιν απόκτησης διδακτορικού από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, τοποθετήθηκε ως πρωτοδίκης στην Σύρο (1987-89). Πάλι φαντάζομαι το επίπεδο της δικαιοσύνης στη Σύρο με τον Ρακτιβάν να προεδρεύει. Στην συνέχεια έγινε πετυχημένος δικηγόρος, εκλέχτηκε το 1910 βουλευτής του Βενιζέλου και έγινε υπουργός Δικαιοσύνης (1915). Ήταν ιδρυτής του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ενώ προς το τέλος της ζωής του, διετέλεσε πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στην Αμερική θυμάμαι μικρός να κάθομαι δίπλα σε έναν μεσήλικα με γκρίζα μαλλιά στο τρένο. Πιάσαμε συζήτηση. Μου είπε ότι μόλις είχε εκλεγεί δικαστής στην Νέα Υόρκη στο Bankruptcy Court. “Και που ήσασταν δικαστής προηγουμένως»; «Μα δεν ήμουν. Πρώτη φορά θα φορέσω την αμφίεση του δικαστή και θα κάτσω εκεί ψηλά. Είμαι δικηγόρος εμπορικού δικαίου και τώρα για πέντε χρόνια θα έχω την τιμή να είμαι δικαστής. Θα πληρώνομαι λιγότερα, μου σημείωσε με χαμόγελο, αλλά θα προσφέρω και θα μάθω. Πιστεύω με την εμπειρία μου θα είμαι και δίκαιος».
Η διαδικασία επιλογής δικαστών στην Αμερική θυμίζει το σύστημα Opengov.gr. Οι υποψήφιοι συμπληρώνουν μια φόρμα που τους απαιτεί να πιστοποιήσουν τις γνώσεις τους π.χ. στο πτωχευτικό δίκιο, να αναλύσουν τις σχετικές υποθέσεις που έχουν αναλάβει, και να καταγράψουν παραδείγματα κοινωνικής τους προσφοράς. Το πληρεξούσιο μέλος της ομάδας συλλέγει τις αιτήσεις και η επιτροπή αξιολογεί τα πλεονεκτήματα κάθε αιτούντος. Ο κατάλογος των αιτούντων περιορίζεται σε έναν διαχειρίσιμο αριθμό συνεντεύξεων.
Μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων, η επιτροπή (τρεις δικαστές) κατατάσσει τους αιτούντες και συνήθως επιλέγει τους δύο πρώτους υποψηφίους. Έτσι ο Αμερικάνος δικαστής έχει και την εμπειρία της «άλλης πλευράς» μιας δίκης, και ίσως γι’ αυτό αντιμετωπίζουν τους δικηγόρους με σεβασμό, έχοντας υπηρετήσει και εκείνοι αυτό το λειτούργημα. Ξαναβρέθηκα με τον δικαστή δυο τρεις φορές ακόμη. Τον ρώτησα πως μετράει αν είναι πετυχημένος ή όχι. Ένα κριτήριο μου είπε για τον δικαστή είναι πόσες υποθέσεις ολοκληρώνει ανά μήνα και πόσες λιμνάζουν. Περηφανεύτηκε ότι οι υποθέσεις πτώχευσης που έχει δικάσει τις περαίωσε κάτω από το μέσο όρο, δηλαδή στους 4 μήνες. Το φαντάζεστε αυτό; Σε 4 μήνες να δικάσει και να τελεσιδικήσει μια υπόθεση πτώχευσης; Για αυτό προχωράει η εκεί οικονομία με ρυθμούς Πόρσε.
Καταλήγουμε ότι ένα μέρος του Αμερικάνικου δικαστικού συστήματος επιλέγει με κριτήρια αξιοκρατικά (όσο γίνεται) τους δικαστές που έχουν πλούσια εμπειρία ως δικηγόροι ή έχουν αποκτήσει γνώσεις υπηρετώντας άλλες πτυχές του νομικού συστήματος. Και φυσικά όλοι έχουμε μάθει πια για το πως επιλέγονται οι Αρεοπαγίτες που είναι σχεδόν πάντα καθιερωμένοι καθηγητές σε μεγάλες νομικές σχολές.
Στην Γερμανία οι δικαστές επιλέγονται με ψήφο από την ομοσπονδιακή βουλή και την τοπική. Οι υποψήφιοι δεν μπορούν να έχουν καμιά θέση στο δημόσιο όταν θέσουν το αίτημά τους. Γενικώς ή έννοια της επετηρίδες μέσα από βήματα εντός του δημοσίου εκλείπει στις υπόλοιπες χώρες.
Θα μπορούσε δηλαδή ο σημερινός Άρειος Πάγος να στελεχώνεται οι μισοί από την επετηρίδα και οι άλλοι μισοί να είναι διακεκριμένοι καθηγητές νομικού δικαίου. Το ίδιο και σε κατώτερα δικαστικά επίπεδα - θα μπορούσε με μια απόφαση (δύσκολη εδώ!) να αναλάβουν θέση δικαστών μια σειρά λαμπρών δικηγόρων και νομικών ώστε να αυξηθεί ο αριθμός δικαστηρίων χωρίς να χαθεί η ουσία της δικαιοσύνης.
Ο διακεκριμένος νομικός Αριστείδης Οικονομίδης είχε την δική του πρωτότυπη πρόταση: οι δικαστές πρέπει να ξεκινούν την προϋπηρεσία τους αντίστροφα από τον Άρειο Πάγο και στην πορεία της καριέρας του, να «κατεβαίνουν» στο Εφετείο, το Πρωτοδικείο, το Πταισματοδικείο και όταν έχουν αποκτήσει την μέγιστη εμπειρία, Ανακριτές. Δηλαδή φρέσκοι φρέσκοι με γνώσεις από το πανεπιστήμιο να αρχίσουν από ψηλά και η καριέρα να είναι καθοδική αντί ανοδική, ώστε να αντλούν εμπειρία πολύτιμη, ιδιαίτερα για τη δικαστική διερεύνηση, αξιολόγηση και κρίση. Την σημασία της εμπειρίας του μέλλοντος και όχι απλά του παρελθόντος για την κρίση του παρόντος, υπογραμμίζει αυτή η προτροπή του.
Φυσικά δεν περιμένω να υπάρχουν πολλοί που θέλουν να ανοίξουν μια τέτοια συζήτηση. Πάει κόντρα μιας εδραιωμένης νοοτροπίας και νομοθεσίας που αφορά τα κεκτημένα του υπαλλήλων του δημοσίου. Εδώ όμως δεν μιλάμε να φύγει κανείς από το δημόσιο αλλά να εμπλουτιστεί η δικαιοσύνη με άλλους ακόμη. Κάποια στιγμή ελπίζω να είναι ώριμη η κοινωνία να αρχίσει αυτή η συζήτηση ώστε να βελτιώσουμε την ποιότητα της δικαιοσύνης και την ταχύτητα των υποθέσεων που χρονίζουν και ταλανίζουν. Είκοσι χρόνια για μια δικαστική υπόθεση; Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει...