Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά την τέλεση του εγκλήματος και είχε από καιρό αποφασίσει να σκοτώσει τη σύζυγό του, Καρολάιν, επισημαίνει στην πρότασή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ο εισαγγελέας Γιώργος Νούλης.
Ο εισαγγελικός λειτουργός αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το ζευγάρι είχε συχνούς καβγάδες και ότι ο 33χρονος πιλότος όχι μόνον είχε προαποφασίσει να δολοφονήσει την 20χρονη, αλλά είχε καταστρώσει σχέδιο να αποπροσανατολίσει τις έρευνες των αρχών.
«Μετά και τη συγκεκριμένη, πολλοστή, θερμή φιλονικία του ζεύγους, ο κατηγορούμενος αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση σχεδίου εξόντωσης της συζύγου του, που από καιρό καλλιεργούσε στη σκέψη του, με σκοπό να απαλλαγεί από την παρουσία της και να απομείνει μόνος με το παιδί τους», υπογραμμίζει στην πρότασή του ο εισαγγελέας, και συνεχίζει:
«Το σχέδιό του αυτό αποτελούνταν από δύο μέρη, αφενός μεν τη φόνευση της Κράουτς, αφετέρου δε την εμφάνιση του θανάτου της ως προϊόν εγκληματικής ενέργειας τρίτων, αγνώστων δραστών, προς αποφυγή των δικών του ποινικών ευθυνών. Κι ενόσω το μωρό κοιμόταν στο σαλόνι της οικίας και η Κράουτς στην κρεβατοκάμαρα του άνωθεν αυτού ορόφου, ο κατηγορούμενος προχώρησε, με τη χρήση γαντιών χειρός, σε σειρά ενεργειών προκειμένου να διαμορφώσει στο χώρο της οικίας εικονικό σκηνικό ληστείας μετά φόνων».
Ο εισαγγελικός λειτουργός στην πρόταση παραπομπής περιγράφει αναλυτικά τα βήματα που ακολούθησε ο καθ' ομολογίαν συζυγοκτόνος, προκειμένου να σκηνοθετήσει τη «ληστεία».
Όπως αναφέρει, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος:
- Προέβη στη βίαιη αποκόλληση κάμερας παρακολούθησης του χώρου σαλονιού-καθιστικού, που ήταν τοποθετημένη (βιδωμένη) στην οροφή του, ώστε να μην καταγράφονται οι κινήσεις του, προς υποστήριξη του σεναρίου που εμπνεύστηκε.
- Προχώρησε στην αφαίρεση και την καταστροφή της κάρτας μνήμης της συγκεκριμένης συσκευής, με σκοπό την εξαφάνιση στοιχείων.
- Αποξήλωσε το παράθυρο του υπογείου της μεζονέτας, το οποίο στη συνέχεια απέκρυψε στο χώρο του πλυσταριού, ώστε να δημιουργήσει «πύλη εισόδου» των «αγνώστων ληστών» στο σπίτι.
- Επέφερε σε επιλεγμένους χώρους της μεζονέτας (καθιστικό-σαλόνι) τεχνητή εικόνα ακαταστασίας, ώστε να εμφανίζουν εικόνα άτακτης έρευνας (ενδεικτικά, αναστάτωση βιβλιοθήκης, ρίψη στο δάπεδο πλαστικού κουτιού του επιτραπέζιου παιχνιδιού monopoly) και
- Απομάκρυνε από το χώρο του σαλονιού τιμαλφή του ζεύγους (βέρες, δαχτυλίδια), τα οποία και απέκρυψε εντός πλαστικής σακούλας στο ρεζερβουάρ της μοτοσυκλέτας του, ώστε να τα παρουσιάσει ως «λεία» των ληστών.
Οι συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα στα Γλυκά Νερά
Στην εισαγγελική πρόταση γίνεται εκτενής αναφορά στις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα.
«Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος της "σκηνογραφίας" των χωρών του ισογείου του σπιτιού ο κατηγορούμενος περί ώρα 4:05 ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο της μεζονέτας όπου κοιμόταν ανύποπτη η σύζυγος του. Απόλυτα ψύχραιμος αιφνιδίασε το κοιμώμενο σε πρηνή θέση (μπρούμυτα) θύμα, το οποίο και ακινητοποίησε με το υπέρτερο σωματικό βάρος του. Με τη δύναμη των χεριών του πίεσε ισχυρά το κεφάλι της Κράουτς προς το μαξιλάρι με αποτέλεσμα την απόφραξη των έξω στομίων των αεροφόρων οδών αυτής (στόμα και ρουθούνια). Τούτο επέφερε σταδιακή δυσχέρεια στην αναπνοή της, αυτή σθεναρώς προσπάθησε να αντιδράσει, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό. Η προσπάθεια αυτή του κατηγορουμένου να εξοντώσει την σύζυγό του διήρκεσε επί πεντάλεπτο και τελικώς το θύμα κατέληξε λόγω ασφυξίας περί ώρα 4:11. Και τούτο αφού κατά τη διάρκεια της δολοφονίας οδηγήθηκε σε έντονο σωματικό και ψυχικό στρες, με το θάνατο να είναι όχι ακαριαίος, αλλά αγωνιώδης».
Ο εισαγγελέας συνεχίζει την περιγραφή των κινήσεων του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, ο οποίος αφού έχει αφαιρέσει τη ζωή της συζύγου του συνεχίζει τη σκηνοθεσία της «ληστείας»: «Μετά τη θανάτωση της συζύγου του ο πάντα ψύχραιμος και αυτοκυριαρχούμενος κατηγορούμενος προχώρησε άμεσα στην υλοποίηση και του δευτέρου μέρους του εξαρχής προπαρασκευασμένου εγκληματικού του σχεδίου, της δήθεν εισβολής ληστών στην οικία του, οι οποίοι και σκότωσαν την άτυχη σύζυγό του. Προς τούτο, αυτός:
- Την ώρα 4:20 φόνευσε διά απαγχονισμού τον οικόσιτο σκύλο ονόματι Ρόξι. Το άτυχο ζώο κρεμάστηκε από αυτόν με το λουρί του στα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. Η τέλεση του εγκλήματος αυτού είχε τη στόχευση, τόσο να εμφανιστεί πειστικότερο το σενάριο της βιαιότητας των "φανταστικών" ληστών, οι οποίοι πλην της συζύγου του σκότωσαν και το τετράποδο, όσο και να απομακρυνθούν οι τυχόν υποψίες από το πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού δεν θα ήταν πιθανό να θεωρηθεί ότι ο ίδιος το κακοποίησε.
- Προέβη στην επιλεκτική αναστάτωση και του χώρου της κρεβατοκάμαρας, όπου σκότωσε το θύμα, με την αφαίρεση και την ρίψη στο δάπεδο συρταριού του κομοδίνου. Και τούτο προς διαμόρφωση εικόνας έρευνας και του ακριβούς σημείου του εγκλήματος.
- Μετακίνησε το κοιμώμενο στο ισόγειο όροφο μωρό του ζεύγους και το τοποθέτησε επάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου, δίπλα στην άρτι δολοφονηθείσα από τον ίδιο μητέρα του. Και τούτο με σκοπό να προσδώσει έναν περαιτέρω δραματικό τόνο στο όλο σενάριο και να μεγεθύνει την αγριότητα των ανύπαρκτων ληστώνς
- Με τη χρήση σπάγγου και μονωτικής ταινίας έδεσε μόνος του μεταξύ τους τα χέρια του μπροστά και τα πόδια του, στη συνέχεια δε, προσδέθηκε στις τάβλες του κρεβατιού στο δάπεδο του υπνοδωματίου. Περαιτέρω, περιτύλιξε το λαιμό του με μονωτική ταινία, με την οποία κάλυψε το στόμα και τα μάτια του, ώστε να εμφάνιςει εαυτόν ως ακινητοποιηθέντα από τους ληστές. Αντίστοιχα έπραξε και με το σώμα της συζύγου του, του οποίου τα χέρια έδεσε πιςθάγκωνα με μια γκρι ζακέτα, ενώ γύρω από τον τράχηλο είχε περιτυλίξει παντελόνι φόρμας, ώστε να εμφανίσει ακόμα πιο πειστικό το αφήγημα περί "ληστρικής βιαιότητας".
- Πριν τον ως άνω «αυτοπεριορισμό» του προέβη στην επιχείρηση σκοπίμως εσφαλμένων τηλεφωνικών κλήσεων σε αριθμούς παρόμοιος με αυτόν της άμεσης δράσης (1.000 και 180). Και τούτο προκειμένου να γίνει πιστευτή η κατασκευή του ότι κατά την προσπάθεια επικοινωνίας του με την αστυνομική αρχή ήταν πράγματι δεμένος».
Ο εισαγγελέας αποδομεί τους ισχυρισμούς του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου
Ο εισαγγελέας αποδομεί τους ισχυρισμούς του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου ότι ο θάνατος της 20χρονης συζύγου του οφείλεται σε ατύχημα, κάνοντας λόγο για «πληρότατη σκηνοθεσία».
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι κινήσεις του πιλότου καταδεικνύουν ότι την τέλεση της ανθρωποκτονίας σε πλήρη διαύγεια «την επεξεργάστηκε νωρίτερα και υπολογισμένα και όχι υπό το κράτος ανεξέλεγκτης παρόρμησης (...) Από τα στοιχεία σχηματίζεται απόλυτη βεβαιότητα σχετικά με την ένταση του ατιθασεύτου φρονήματος του κατηγορουμένου και της σκληρότητας και του ανάλγητου της προσωπικότητάς του».
Ανάμεσα στα στοιχεία που δείχνουν την αναλγησία του καθ'ομολογίαν δράστη, ο εισαγγελέας επισημαίνει «την από μέρους του ψυχρή και μεθοδική εξύφανση λεπτομερούς ψεύδους σεναρίου περί επιδρομής στον τόπο του εγκλήματος αγνώστων τρίτων ληστών, οι οποίοι δήθεν διέπραξαν τα εγκλήματα στα οποία ο ίδιος προέβη, προς αποπροσανατολισμό των αστυνομικών και διωκτικών αρχών. Περαιτέρω δε υποστήριξη της κατασκευής αυτής από προσχεδιασμένες, παραπειστικές κινήσεις προς τούτο την υποκριτική και αμετανόητη στάση του μετά την ανθρωποκτονία που διέπραξε, καθώς αναζήτησε ψυχολογική στήριξη για τη διατήρηση της προσποιητής θλίψης του από την απώλεια της συζύγου του, τη θρασύτητα και την έλλειψη μεταμέλειάς του, ως προκύπτει από την άνεση και την παρουσία και συμμετοχή του ως "τεθλιμμένου χήρου" στις θρησκευτικές τελετές μνήμης της φονευθείσας από τον ίδιο συζύγου του και τον κυνισμό και τη φιλαυτία που επέδειξε ακόμη και μετά την ομολογία των πράξεών του, καθώς επιχείρησε να δικαιολογήσει το ψευδές σκηνικό ληστείας που επεξεργάστηκε απεργάστηκε προς αποφυγή των ποινικών ευθυνών του ως προερχόμενο από το ενδιαφέρον του "η κόρη του να μεγαλώσει τουλάχιστον με τον πατέρα της", ήτοι ο ίδιος να απολαύσει την πατρότητα και την ανατροφή ενός παιδιού από το οποίο βίαια στέρησε από την βρεφική του ηλικία την μητέρα του».
Πώς ήταν οι σχέσεις του ζεύγους
Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις του ζεύγους, ο εισαγγελέας επικαλείται την κατάθεση της συμβούλου ψυχικής υγείας Ε. Μυλωνοπούλου η οποία είχε καταλήξει στα εξής συμπεράσματα:
- Η Καρολάιν δεν έπασχε από επιλόχεια κατάθλιψη.
- Το ζεύγος ήταν -με επιλογή κυρίως του κατηγορουμένου- τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον αμφοτέρων των συζύγων.
- Η μεθόδευση από μέρους του κατηγορουμένου (βοηθούσης προς τούτο από το Μάρτιο του 2020 και της πανδημίας του ιού COVID 19) στάσης συστηματικής απομάκρυνσης της συζύγου του από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, σχέσεις και συναναστροφές, με σκοπό να έχει τον διαρκή έλεγχο των κινήσεών της ώστε να μπορεί να τη χειραγωγεί.
- Πλήρη άγνοια της Καρολάιν για τα οικονομικά του ζεύγους.
- Η 20χρονη βίωνε ως εγκλεισμό τη σχέση της με τον κατηγορούμενο, διακατεχόταν δε, ενόψει και της ηλικιακής τους διαφοράς, από σύνδρομο «συνεξάρτησης» από τον τελευταίο (αποδοχή του προσώπου αλλά απόρριψη του ατόμου του) και
- Η ίδια εμφανιζόταν φοβισμένη, και στους συχνούς διαπληκτισμούς του ζεύγους και σε στιγμές έξαρσης εκτόξευε προς τον κατηγορούμενο μη σοβαρές απειλές περί αποχώρησής της από τη συζυγική οικία είτε μόνη της είτε μαζί με το παιδί τους»