Συγκλόνισε στη δίκη για το Μάτι η μάρτυρας που έχασε την κόρη της, Μαργαρίτα, και το μόλις έξι μηνών εγγόνι της στις φλόγες.
Κλαίγοντας, περιέγραψε το τραγικό τέλος της κόρης της, η οποία έμεινε έντεκα ημέρες στην εντατική, και αναφέρθηκε σε σημείωμα που υπαγόρευσε η πολυεγκαυματίας στους διασώστες πριν τη διασωληνώσουν. Το σημείωμα ήταν γραμμένο σε ένα χαρτί που έγραφε «Νοσοκομείο Ελπίς». Ευχαριστούσε τον σύζυγό της για την ευτυχισμένη ζωή που της χάρισε, τους γονείς της που τη μεγάλωσαν με αρχές και αξίες και έγραφε ότι θα τους αγαπάει για πάντα.
«Δεν με άφηναν να τη δω στην εντατική. Μου έλεγαν ''έχουν καεί λίγο τα ματάκια της, θα τη δεις αύριο''. Την άλλη μέρα τα ίδια, ''έχουν καεί λίγο τα χεράκια της, θα τη δεις αύριο''. Πέρασαν έντεκα μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ…» είπε με λυγμούς η μάρτυρας, και περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που ο σύζυγος και ο γαμπρός της της ανακοίνωσαν ότι η Μαργαρίτα έφυγε.
«Είχα πάει στον Άγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και να ζητήσω τη βοήθειά του, μήπως γίνει ένα θαύμα. Με πήρε ο άντρας μου και μου είπε ''έλα πίσω γρήγορα, θέλουν να μας ενημερώσουν από Ευαγγελισμό''. Πήγα στο σπίτι, δεν υπήρχε σπίτι, σε τροχόσπιτο ζούσαμε, ήταν πολύς κόσμος στην αυλή, απέφευγαν να με κοιτάξουν στα μάτια. Με πλησίασε ο γαμπρός μου, και έκανε την ίδια κίνηση, όπως όταν μου είπε ότι χάσαμε τον μπέμπη μας. Τότε νερούλιασε το αίμα μου, μούδιασα ολόκληρη. Μου είπε ο γαμπρός μου, Ανδρέας: ''Η Μαργαριτούλα μας έφυγε, δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας. Πήγε μαζί του'', μου είπε» κατέθεσε η κυρία Διονυσιώτη, και ξέσπασε:
«Τα παιδιά μας τα χάσαμε, μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουν να πονάνε κι εμείς μαζί τους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Εγώ δε ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη... Μετά το θάνατο του γιου μας. Ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Έκανε έναν καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι, κατάφερε να ζήσει πολύ λίγο. Εγώ το σπίτι μου δεν το έφτιαξα. Ούτε θέλω να το φτιάξω. Την επιδότηση που δικαιούμαι για το καμένο μου σπίτι να την πάρει ο κος Ψινάκης να αντικαταστήσει τους φοίνικες που του καήκανε. Αυτό ήταν το μέλημά του. Ούτε μετά είχαμε βοήθεια, μόνον εθελοντές, φίλους και συγγενείς» είπε, ολοκληρώνοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας.
Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση του συζύγου της, Χαράλαμπου Διονυσιώτη
Ο σύζυγός της, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, περιέγραψε στο δικαστήριο την τελευταία συνομιλία που είχε με την κόρη του, αλλά και τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να την εντοπίσει μαζί με το εγγονάκι του στους δρόμους του Ματιού και στην παραλία. Ο γαμπρός του είναι πυροσβέστης και το μοιραίο απόγευμα είχε κληθεί από την υπηρεσία του να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της Πυροσβεστικής, σε επιφυλακή.
«Μας πήρε τηλέφωνο η κόρη μου, είπε ότι κάποιος τους είπε να φύγουν. Της είπα, αν είναι έτσι, να πάρεις το παιδί και να φύγετε, να κατεβείτε στη θάλασσα και θα έρθω να σας πάρω. Ξεκίνησα. Βρήκα τεράστιο μποτιλιάρισμα στη Ραφήνα, με τη φωτιά να είναι δίπλα μας. Περνώντας η ώρα, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Αποφασίζω να την ψάξω μέσα στη φωτιά. Σχεδόν ανεξέλεγκτα τα πράγματα, μπαίνοντας προς Μάτι. Καιγόταν ό,τι ήταν εύφλεκτο, δέντρα, σπίτια, τα πάντα… Κατέβηκα σε παραλίες, φώναζα, έλεγα το όνομα της κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση, πήγαινα στην επόμενη και συνέχιζα στην επόμενη, στην επόμενη… Πριν φτάσω Αργυρά Ακτή, με παίρνει ο γαμπρός μου ότι είναι εκεί η Μαργαρίτα με το μωρό. Πάω εκεί. Φώναζα μέχρι την άκρη, με την ελπίδα ότι θα τους βρω. Ακούω μια φωνή μέσα από τη θάλασσα, ''εδώ είναι η Μαργαρίτα''... Η κόρη μου, υποβασταζόμενη από μητέρα ενός παιδιού. Το μωρό αγκαλιά σε άλλο πρόσωπο. Το παιδί ήταν αναίσθητο, του έκανε μαλάξεις και ζούσε. Παίρνω το γαμπρό μου, του 'πα ''να 'σαι όσο πιο πολύ ψύχραιμος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά''. Τους κουβαλούσαμε. Εγώ, ο γαμπρός μου, η Μαργαρίτα, το μωρό, και ο διασώστης που κάθε τόσο του έκανε μαλάξεις».
Ο μάρτυρας περιέγραψε το τραγικό τέλος τού μόλις έξι μηνών εγγονού του: «Πήγαμε στο Παίδων… Το παιδί είχε τελειώσει. Οι γιατροί μού είπαν ''αν ερχόταν δέκα λεπτά νωρίτερα κάτι θα κάναμε, αργήσατε''. Το παιδί τελείωσε στα σκαλιά του νοσοκομείου. Η Μαργαρίτα ήταν διασωληνωμένη. Έφυγα 01.00 και πήγα στο Μάτι. Ακόμη οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Προσεγγίσαμε το σπίτι. Ήταν καμένο. Βρήκα το πορτοφόλι της κόρης μου. Απομάκρυνα κάποια κυνηγετικά όπλα δικά μου και γυρίσαμε στο νοσοκομείο. Και τότε δεν είδαμε κανέναν. Ακόμα και κάποιοι άνθρωποι καμένοι, που είχαν μια στάλα ζωή, θα μπορούσαν να τους έχουν μαζέψει, μήπως σωθούν, ή να πεθάνουν στο νοσοκομείο με μια αξιοπρέπεια και όχι κάτω, στη γη. Η οικογένειά μου εδώ και τεσσεράμισι χρόνια δεν ζει, υπάρχει απλά, περιμένουνε τη δικαίωση για τους ανθρώπους που έφυγαν και τους ανθρώπους που ζουν με ανοιχτές πληγές στο σώμα και την ψυχή».
«Μετά το χαμό του γιου μου στο Μάτι η οικογένεια διαλύθηκε»
Ο Γεώργιος Μίχας έχασε στη φονική πυρκαγιά τον γιο του Βίκτωρα, 23 ετών. Η σορός του ξεβράστηκε στην ακτή μία εβδομάδα αργότερα. Με κλάματα είπε στους δικαστές ότι μετά το χαμό του γιου του η οικογένειά του διαλύθηκε.
«Δεν είχα ενημέρωση από κανέναν. Η ώρα είχε περάσει. Είχα χάσει επαφή με το χρόνο. Δέχθηκα ένα τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήταν μια κυρία και μου είπε ότι είναι φίλη τής μητέρας τού Βίκτωρα. Ρώτησα για τον Βίκτωρα. Την άκουσα ταραγμένη. Ο νους μου πήγε στο απόλυτο κακό… Της είπα ότι αν δεν βρω τον Βίκτωρα δεν γυρίζω πίσω… Μετά η κυρία μου είπε ότι θα έρθει εκείνη εκεί που ήμουν. Ήρθαν και με βρήκαν στο λιμάνι. Κάθομαι στο παγκάκι και έρχεται η μαμά του Βίκτωρα και κάθεται στην αγκαλιά μου και μου λέει ''πάει ο Βίκτωρας''… Με το που μου το λέει αυτό, την πετάω από πάνω μου. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ αυτό. Πήρα το άλλο μου παιδί αγκαλιά, που ήταν σαν ζωντανή νεκρή. Δεν μπορούσα να το δεχθώ. Μετά από αυτό το γεγονός η οικογένειά μου διαλύθηκε. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Το παιδί βρέθηκε στη θάλασσα μόνο του», είπε με λυγμούς ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια περιέγραψε την απίστευτη ταλαιπωρία να εντοπίσουν τη σορό του αγαπημένου τους: «Μετά ακολούθησε ο εφιάλτης πώς θα βρούμε το παιδί. Πήγα και έδωσα dna. Μετά περιμέναμε τον ιατροδικαστή. Μία εβδομάδα μετά άκουσα ότι πτώμα νεαρού άνδρα ξεβράστηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. Με έπιασε ταραχή. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν το παιδί μου. Ήταν το παιδί μου. Μετά από μία εβδομάδα στη θάλασσα δεν μπόρεσα να το αποχαιρετήσω. Το φέρετρό του ήταν σφραγισμένο και έτσι τον αποχαιρετήσαμε».
Κλαίγοντας, η Ιωάννα Καρακουκάλη περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018, προσπαθώντας να βοηθήσει την εγκλωβισμένη στη φωτιά μητέρα της, από τηλεφώνου.
«Άκουγα κραυγές, ουρλιαχτά, δεν μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος μου μιλάει»
«Μιλήσαμε στις 18.30. Είχε εγκλωβιστεί σε μια πολυκατοικία. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Μου έλεγε ότι είχε παντού φωτιά και να πάμε να την πάρουμε από εκεί. Την έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο, συνεχώς, δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή μου απάντησε ξανά στο τηλέφωνο. Άκουγα κραυγές, ουρλιαχτά, δεν μπορούσα να καταλάβω αν κάποιος μου μιλάει. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ακριβώς πού βρισκόταν. Στις 21.06, το βράδυ, μιλήσαμε για τελευταία φορά, ήταν ζωντανή και ήταν καλά. Πριν το κλείσουμε τότε, μου είπε ότι θα πεθάνει και ότι με αγαπάει και δεν μου ξαναμίλησε. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν ζωντανή μέχρι εκείνη την ώρα, ότι ήταν 48 ετών έκανε προσπάθεια να μείνει στη ζωή και δεν έκανε κανείς προσπάθεια να τη βοηθήσει».
Ο σύζυγος της κυρίας Πολύμνιας Κοσσόρα ήταν έναν από τους 26 νεκρούς που βρέθηκαν καμένοι στο οικόπεδο Φράγκου.
«Ο άντρας μου ήταν ένας από αυτούς που είχαν εκτραπεί από τη λεωφόρο χωρίς να έχουν καμία δουλειά εκεί. Πήγε το γιο μου στο αεροδρόμιο και επέστρεφε. Έχασε τη ζωή του αναίτια, λόγω της εγκληματικής διαχείρισης της φωτιάς από τις Αρχές. Μια Αρχή να είχε κάνει τη δουλειά της, δεν θα είχαμε τόσα θύματα».
Η μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλλε η οικογένειά της επί ημέρες, μέχρι να ενημερωθούν επίσημα ότι ο σύζυγός της ήταν νεκρός. Έφτασαν στο σημείο να ψάξουν μέχρι και το βυθό της θάλασσας.
«Πήγαμε με το γιο μου στο Μάτι. Προσπαθήσαμε να περάσουμε τις καθέτους για να βρούμε το αυτοκίνητο, αν και δεν είχε δουλειά να είναι στο Μάτι.
Προς την Αργυρά Α:κτή αντικρίσαμε την κόλαση. Το απόγευμα της Τρίτης επέστρεψε ο γιος μου από το Λονδίνο και πέρασε πρώτα από την ιατροδικαστική να δώσει dna, αλλά ήταν κλειστή. Ξεκινήσαμε ξανά να πάμε στο Μάτι, να ψάξουμε μόνοι μας πάλι. Είδαμε το αυτοκίνητό μας καμένο… Ο γιος μου μπήκε στο κτήμα Φράγκου και βρήκε στη βεράντα μισοκαμένα το τηλέφωνο και το κλειδί του αυτοκινήτου του. Αρχίζει ένας αγώνας από εκείνη την ώρα, να ερευνούν στα βράχια… Ξαναπήγε στην ιατροδικαστική και έδωσε dna. Πέρασε και η Τέταρτη και δεν ξέραμε τι είχε γίνει ο άνθρωπός μας. Συνεχίζαμε τις προσπάθειές μας. Ψάχναμε όπου μπορούσαμε, μέχρι και το βυθό. Πόντο-πόντο, μήπως βρουν κάποιο στοιχείο. Τελικά, το Σάββατο το βράδυ επικοινώνησε ο γιος μου με την ιατροδικαστική, του είπε να καλέσει αργότερα και τότε μάθαμε ότι ταυτοποιήθηκε νεκρός. Η ζωή μου τσακίστηκε… Τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου… Χάσαμε έναν άνθρωπο γενναιόδωρο, που έδινε αγάπη στα παιδιά και τα εγγόνια μου. Εγώ μετά αρρώστησα, είμαι υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και, αντί με τα χρόνια να περάσει, δυστυχώς δεν ξεπερνιέται», κατέληξε εμφανώς φορτισμένη η μάρτυρας.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.