Με καταθέσεις συγγενών θυμάτων που έχασαν τη ζωή τους στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι συνεχίζεται η δίκη στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο για τα αίτια της τραγωδίας.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε Ελένη Παπαποστόλου, η οποία έχασε τον πατέρα της μέσα στη θάλασσα, όπου είχαν μπει για να γλιτώσουν από τις φλόγες.
Βρισκόταν στο σπίτι της μαζί με τους γονείς της, όταν αντιλήφθηκαν ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στην περιοχή τους. Έφυγαν μαζί για μα δουν πού ακριβώς βρισκόταν η εστία. Αρχικά δεν ανησύχησαν, όμως στη συνέχεια άρχισε να «βρέχει καύτρες» και να φυσά αέρας.
«Βλέπω ένα δέντρο που είχε λαμπαδιάσει. Ήταν μεμονωμένο. Θεώρησα σωστό να στρίψω προς τη Ραφήνα, γιατί από εκεί είχα έρθει και δεν είχε τίποτα. Μόλις στρίβω, βλέπω μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα. Αμέσως κάνω όπισθεν στην Πάρου για να μην εγκλωβιστώ από τα αυτοκίνητα πίσω. Πήγα προς Μάτι. Εκεί ήταν όλη η συνάντηση των αυτοκινήτων. Δε μπορούσα να πάω πουθενά. Σταματάω, παρκάρω, κλείνω τα παράθυρα. Αφήσαμε τα αντικείμενα και κλείδωσα», είπε η μάρτυρας.
Όπως είπε, μαζί με τον πατέρα της άρχισαν να κατευθύνονται προς την παραλία. «Σκοπός μας ήταν να πάμε προς παραλία. Ερχόταν θερμικό φορτίο. Έρχονταν οι καύτρες, οι σπίθες. Φοβόμουν μην γίνει έκρηξη. Ήταν πολύ μικρός χώρος. Η Αργυρά Ακτή. Τον έβαλα μέσα στη θάλασσα, μέχρι το γόνατο. Του έριξα λίγο νερό στο κεφάλι. Εκεί είμαστε όλοι, η ξαδέρφη μου με το παιδί της. Ήταν οι συγγενείς μου που γλίτωσαν από το οικόπεδο του Φράγκου. Που άκουσαν τα ουρλιαχτά των ανθρώπων. Κατάφεραν και πήδηξαν από τους βράχους και σώθηκαν. Εκεί σαν τις άμορφές μάζες θα ήμασταν. Αγκαλιά θα ‘μασταν κι εμείς. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων».
«Ποια θάλασσα; Εκεί γινόταν κόλαση»
Η μάρτυρας περιέγραψε ένα «σκηνικό κόλασης» μέσα στη θάλασσα. «Ποια θάλασσα; Εκεί γινόταν κόλαση. Μπήκαμε στις 18:25 στο νερό. Δεν είχαμε σκοπό να κολυμπήσουμε, ούτε να φτάσουμε απέναντι στην Εύβοια. Ήξερα πολύ καλά τη θάλασσα. Πήγαμε να κάτσουμε σε ένα βράχο. Το νερο ήταν μέχρι τη μέση. Καθίσαμε όρθιοι να προστατευτούμε. Του ‘χα βάλει μια μασκούλα του πατέρα μου, να προστατεύεται από την πολλή καπνά. Του είπα του πατέρα μου να ξαπλώσει και θα τον κρατούσα εγώ. Δεν πανικοβλήθηκε. Ούτε η μητέρα μου. Ήταν ψύχραιμοι. Λέγαμε "θα ‘ρθουν να μας σώσουν"... Φωνάζαμε "βοήθεια". Τίποτα...».
«Ήμουν σαν μηχανή, έβαλα τη λειτουργία επιβίωσης»
Η μάρτυρας συνέχισε να περιγράφει τις προσπάθειες να σώσει τους γονείς της. «Άρχισαν να ακούγονται οι εκρήξεις. Άρχισε η θάλασσα να αγριεύει. Ένα μαύρο πέπλο. Όλα σκοτείνιασαν. Μεγάλη θαλασσοταραχή. Παρά πολύς αέρας, παρά πολλά κύματα, παρά πολύς καπνός. Άρχισαν τα πράγματα να γίνονται πολύ δύσκολα. Φωνάζαμε "βοήθεια", η μαμά μου κρατούσε τον πατέρα μου από μέση εγώ από το κεφάλι. Η μητέρα μου, ο πατερας μου, πολεμούσε κι αυτός. Άρχισα να βουλιάζω. Ήμασταν στο έλεος. Πώς δεν χωριστήκαμε… Ήμουν σαν μηχανή, έβαλα τη λειτουργία επιβίωσης».
«Μας είπε "ευχαριστώ για ό,τι έχετε κάνει για μένα" και εξέπνευσε»
Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή της γυναίκας, όταν μίλησε για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα της, ο οποίος ήταν ιερέας, ιδιαίτερα αγαπητός στην περιοχή. «Τον κρατήσαμε εκεί περίπου μια ώρα να παλεύουμε να τον κρατήσουμε έξω από το νερό. Δεν άντεξε, έκανε εμετούς. Σήκωσε τα χέρια, ζήτησε συγχώρεση από το Θεό, μας ευχαρίστησε, "ευχαριστώ για ό,τι έχετε κάνει για μένα" είπε και εξέπνευσε. Κάνω την κίνηση να του κλείσω τα μάτια, λέω "κουράγιο μαμά". Δεν θα τον άφηνα. Είχα κούραση, αλλά δε θα τον άφηνα. Δένω την άκρη από τα ράσα του στο χέρι μου. Λέω "μαμά κρατήσου θα σε τραβάω εγώ". Αυτή συνέχισε να κουνάει τα χέρια της, να κολυμπάει...», είπε στην κατάθεσή της και συνέχισε τη συγκλονιστική περιγραφή της.
«Δεν βλέπαμε τίποτα. Κόντρα-κόντρα στα κύματα όσο γίνεται. Μετά από λίγο είδαμε έναν δίσκο πορτοκαλί, να, η Δύση είπαμε, πάμε προς τον ήλιο. Φώναζαν κι άλλοι "πάμε όλοι στον ήλιο". Δεν ακούσαμε κανέναν, κάποιο ελικόπτερο, κάτι, κάποιον. Κολυμπούσαμε. Ο πατέρας στη μέση, η μητέρα από την άλλη πλευρά. Άρχισε να καθαρίζει ο ουρανός, βλέπαμε τα αεροπλάνα, τα αεροπλάνα ήταν η πυξίδα μας. Μου έλεγε η μητέρα μου "παιδί μου, άφησε μας, εμένα με τον πατέρα σου". "Όχι μαμά, αν σας αφήσω θα πνίγω", της απάντησα. Της έδωσα κουράγιο. Πηγαίναμε προς τη Δύση, προς τη Ραφήνα, βλέπαμε τη Ραφήνα. Αλλά πηγαίναμε. "Παναγία μου" έλεγα, θα μας πατήσουν τα πλοία. Κάποια στιγμή βλέπουμε ένα φως να γυρίζει, το λιμενικό, και ένα άλλο σκάφος. Φωνάζαμε, "περιμένετε, να πάμε όλοι μαζί". Είχε πέσει η νύχτα. Να 'ναι καλά οι άνθρωποι αυτοί που πήραν την πληροφορία…. Και πήραν κι άλλους ανθρώπους».
«Εμάς μας έσωσε ο κος Σαράντος και ο κος Δημήτρης, με καΐκι από το Λαύριο. Εποχιακοί ψαράδες. Αυτά τα παιδιά μας έσωσαν. Του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες, φυσικά ήταν ήδη νεκρός. Μας έδωσαν κουβέρτες, μας έλεγαν να κάνουμε ησυχία για να ακούσουν και γι’ άλλους. Αμέσως ο καπετάνιος ενημέρωσε: "Έχουμε νεκρό". Ενημέρωσε το λιμενικό. Ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος από πλήρωμα έκανε και την προσευχή του, σεβάστηκε το νεκρό», είπε η μάρτυρας.
«Απουσία, πλήρης απουσία»
Κλείνοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας ξέσπασε κατά των υπευθύνων. «Απουσία. Πλήρης απουσία. Δεν ήρθε ένας να παραλάβει το νεκρό, να τον βάλει σε ένα σάκο. Φώναζε ο καπετάνιος, "πρέπει να φύγω, να μαζέψω και άλλους, κινδυνεύουν άνθρωποι". Το κράτος πού ήταν; Ήρθε ο αδερφός μου, ήταν συντετριμμένος. Δεν μπορούσα να χαιρετήσω τον πατέρα μου. Να του πω αυτά που ήθελα. Μέσα στη θάλασσα ήταν μάχη επιβίωσης. Ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Εκείνη την ημέρα δεν δούλεψε τίποτα. Ζήσαμε την απόλυτη απουσία. Είναι τραγικό για όλους».
«Έχασα τους δικούς μου, το σκυλί μου, το σπίτι μου»
Σπαρακτική ήταν η κατάθεση του Μιχάλη Σκαραμαγκά, ο οποίος έχασε τους γονείς του. Κλαίγοντας είπε στην κατάθεσή του πως βίωσε ένα σκηνικό πολέμου το μοιραίο απόγευμα, όταν αναζητούσε τους γονείς του στις φλόγες και στα αποκαΐδια.
«Ήμουν εκεί. Βρέθηκα σε έναν πόλεμο. Έχασα τους δικούς μου, το σκυλί μου, το σπίτι μου, καταστράφηκε όλη η περιοχή και έχω την αίσθηση μήπως φταίω εγώ, με αυτά που ακούω. Λένε για αυθαίρετα... Το σπίτι μου ήταν νόμιμο, κάθε κεραμιδάκι είχα άδεια από μηχανικό. Ακούω ότι φταίνε οι άνθρωποι που είχαν εκεί τα σπίτια τους, που τόσα χρόνια πληρώνουν φόρους, ΕΝΦΙΑ... », είπε και συνέχισε ξεσπώντας σε λυγμούς:
«Δεν αξίζει σε κανέναν τέτοιος θάνατος σε κανέναν, όποια ηλικία κι αν έχει... Τον πατέρα μου τον βρήκαν σε λαγούμι, είχε προσπαθήσει να σκάψει μια τρύπα να σωθεί μαζί με τη μητέρα μου. Έψαχνα να βρω κάτω από τα χαλάσματα τους δικούς μου... Νόμιζα ότι η νεκρή που είχα δει πριν ήταν η μάνα μου. Μετά από δυο μέρες όμως τη βρήκαμε μαζί με τον πατέρα μου. Όταν τους ανέσυραν, διαλύονταν τα κόκκαλά τους, τους είχαν ρίξει αφρό από πυροσβεστήρα. Τους έβαλαν μαζί σε μια σακούλα. Τι κηδεία να κάνω... Εγώ και ο αδελφός μου πήγαμε μόνο...».
«Έχει πολύ καπνό, δεν ξέρω τι να κάνω»
Ο Εμμανουήλ Πατελάρος έχασε στην πυρκαγιά τη μητέρα του, η οποία ζούσε μόνη της στην περιοχή. Το μοιραίο απόγευμα ο μάρτυρας εργαζόταν στο ιατρείο του και δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από την μητέρα του, η οποία τον πληροφόρησε ότι έχει ξεσπάσει πυρκαγιά. «Με φωνή γεμάτη αγωνία μου είπε "έχει πολύ καπνό, δεν ξέρω τι να κάνω". Της είπα να κατεβεί στο υπόγειο και να κλείσει τα τζάμια. Τη ρώτησα αν έχει ακούσει κάτι, σειρήνες κλπ μου λέει όχι. Την κάλεσα μετά, δεν απαντούσε. Την έψαξα στα νοσοκομεία, τίποτα. Μετά από δυο μέρες με ειδοποίησαν ότι βρέθηκε η σορός της απανθρακωμένη δυο δρόμους παρακάτω... Άλλα περιστατικά δεν ξέρω», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Η Κασσιανή Πολίτου, έχασε επίσης την μητέρα της στις φλόγες και στην κατάθεσή της σήμερα στη δίκη ανέφερε μεταξύ άλλων: «Έχουμε σπίτι στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, οι γονείς μου ήταν εκείνη την ημέρα εκείνη. Εγώ ήμουν στη δουλειά μου στην δουλειά μου. Πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά και σειρήνες. Υπήρχε το αίσθημα της εμπιστοσύνης ότι κάποιος είναι εκεί. Εκείνη την ημέρα αυτό δεν υπήρξε. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Μπήκαν στο αυτοκίνητο η μητέρα μου δε πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είχε κάποιο πυροσβέστη. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα. Ώρες μετά βρέθηκε στο Σισμανόγλειο. Στις 11 το βράδυ το έμαθα. Στις 7 το απόφευγα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πως έγινε όλο αυτό».
Μάλιστα, ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στη μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» και εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω» και αποχώρησε από την αίθουσα.
«Αντί να βοηθήσουν τον κόσμο να διαφύγει, τους έβαζαν μέσα στο Μάτι»
Στη δίκη κατέθεσε η Μαρία Τσέκου που έχασε τον άνδρα της και τα παιδιά του θύματος. Η μάρτυρας ήταν μαζί με τον άνδρα της και την κόρη της στο σπίτι τους και έφυγαν με διαφορετικά οχήματα από την περιοχή.
«Εγώ με την κόρη μου ήμασταν στο μπροστά αμάξι, ο σύζυγος στο πίσω, ακολουθούσε. Ξαφνικά τον χάσαμε και αρχίσαμε τις αναζητήσεις. Μας είπαν ότι νοσηλεύεται με εγκαύματα. Κάθε μέρα μας έλεγαν άλλα, όσο η καρδιά του χτυπά ακόμα είναι ζωντανός. Τον χάσαμε τελικά στις 27 Ιουλίου. Μάθαμε ότι ο σύζυγος είχε αργήσει γιατί βοήθησε έναν γείτονα που είχε ανάπηρη σύζυγο και εγκλωβίστηκε. Η άλλη κόρη του θύματος Χρυσάνθη Τσέκου, που εκείνο το απόγευμα εργαζόταν και δεν βρισκόταν στην περιοχή κατέθεσε ότι έμαθε για τη φωτιά και πήγε προς το Πικέρμι να βρει τους δικούς της. "Συναντιέμαι με την αδελφή μου στο Πικέρμι για να πάμε στο λιμάνι της Ραφήνας να δούμε τι έχει γίνει με τον μπαμπά. Μας είπαν ότι γίνεται χαμός, ήξεραν ότι υπάρχουν νεκροί. Δεν τον εντοπίσαμε και αποφασίσαμε να πάμε στο σπίτι μας. Είχε καεί ολοσχερώς. Από ένα τυχαίο τηλεφώνημα μάθαμε ότι ήταν στον Ευαγγελισμό και επί τέσσερις μέρες ήταν διασωληνωμένος. Η κατάστασή του ήταν πολύ άσχημη, δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω. Κάναμε υποθέσεις πώς κατέληξε εκεί. Μάθαμε ότι είχε κυκλωθεί με άλλους από τη φωτιά. Γιατί σε μας δεν έγινε τίποτα; Να γίνει εκκένωση, έστω μια ειδοποίηση. Αντί να βοηθήσουν τον κόσμο να διαφύγει τους έβαζαν μέσα στο Μάτι. Αυτό το γιατί θα μας κυριεύει όλη μας τη ζωή», κατέληξε η μάρτυρας.