Με καταθέσεις «γροθιά στο στομάχι» από συγγενείς θυμάτων και εγκαυματίες συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Έχασε τη σύντροφό του στις φλόγες
Ο Αρ.Γραικιώτης έχασε τη σύντροφό του Στέλλα στις φλόγες. Βρίσκονταν στο Κόκκινο Λιμανάκι και με τη μηχανή τους αποφάσισαν να ανεβούν ψηλά στο βουνό από όπου φαινόταν καπνός. Ανησύχησαν αλλά θεώρησαν ότι η φωτιά έχει άλλη κατεύθυνση και επέστρεψαν προς το Μάτι στο σπίτι φίλων τους.
«Όπως πηγαίναμε προς τα εκεί ο καπνός αυξανόταν και είχε αλλάξει φορά. Φτάσαμε στο σπίτι, κατεβήκαμε στην παραλία και βλέπαμε καπνό μαζί με φλόγες, ήταν ένα απίστευτο πράγμα, είχε ανάψει μεγάλη φωτιά. Επειδή ανησύχησα της είπα ότι θα πάρω τη μηχανή να ελέγξω τι γίνεται. Ανέβηκα 500 μέτρα στην εκκλησία του Ματιού. Είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες. Εκεί φοβήθηκα και την πήρα τηλέφωνο. Της λέω βγες στην Ποσειδώνος να σε πάρω να πάμε στο σπίτι να πάρουμε 2-3 πράγματα να φύγουμε», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια το ζευγάρι πήγε στο σπίτι του στο Κόκκινο Λιμανάκι και πήραν κάποια πράγματα πρόχειρα. Χωρίστηκαν, εκείνος πήρε τη μηχανή του και η σύντροφός του μπήκε στο αυτοκίνητο.
«Η μηχανή μου ήταν προς Ραφήνα, το αμάξι της Στέλλας ήταν παρκαρισμένο προς τη Νέα Μάκρη. Πήρα τη μηχανή και πήγα προς το κόκκινο λιμανάκι που είχαμε δώσει ραντεβού. Η Στέλλα έκανε μια διαδρομή για να βγει στη λεωφόρο Δημοκρατίας για να βγει στο Κόκκινο Λιμανάκι. Εγώ πηγαίνοντας με τη μηχανή συνάντησα τον φίλο μου το Παναγιώτη, του λέω "πού πας; Φύγε!". Δεν με άκουσε, μπήκε στο σπίτι. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα τη Στέλλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δε μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δεν μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει», είπε και συνέχισε να περιγράφει τις προσπάθειες να εντοπίσει την σύντροφό του.
«Φτάνοντας στη Δημοκρατίας και Παύλου Μελά τρελάθηκα, γιατί έστω κι ένας αστυνομικός να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Μάτι… Θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος… Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας μη βρω το σημείο που κατέβηκε η Στέλλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο Μπλε Λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασώσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».
Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή του κ. Γραικιώτη, όταν είπε στο δικαστήριο ότι μαζί με άλλους συνέλεξαν το άψυχο κορμάκι της μικρής Εβίτας Φύτρου, της κόρης της Βαρβάρας Βουκάκη, που έχασε τον σύζυγο και τα δυο της παιδιά στην φωτιά.
«Πηγαίνοντας σε κάποια βράχια μας φώναξαν κάποιοι άνθρωποι και πήγαμε προς τα εκεί. Ο ένας ήταν καμένος δεν ήξερα που να τον πιάσω να μην πονάει. Ξαναγυρίσαμε στη Ραφήνα. Πήγαμε να επιστρέψουμε και ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες…», είπε.
Η αγαπημένη του Στέλλα είχε χαθεί στο «οικόπεδο της φρίκης» με τους 26 νεκρούς, το κτήμα Φράγκου. Όμως ο μάρτυρας μετά από πέντε ημέρες πληροφορήθηκε τα τραγικά νέα.
«Κατά τις 06.30 το πρωί πήρα τη μηχανή με την κουμπάρα της Στέλλας και πήγαμε στο σπίτι. Είχε καταστραφεί τελείως. Κατεβήκαμε με τα πόδια τη διαδρομή που θα έκανε η Στέλλα. Εκεί σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αμάξι που δεν είχε πάθει τίποτα γιατί ήταν καθαρό το οικόπεδο, δεν υπήρχε τίποτα. Φτάσαμε στην Κυανή Ακτή και προτού να φτάσουμε στην πίσω πλευρά της ταβέρνας. Παραλίγο να πατήσω απανθρακωμένο ένα πτώμα. Φωνάζω κάποιους του Ερυθρού Σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπίτι του Φράγκου. Η πόρτα ανοιχτή αλλά δε μπήκαμε μέσα, δεν μπορούσα να φανταστώ…Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας… Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ότι μπορούσε…»,
Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι κόρες της άτυχης Στέλλας. Η Παναγιώτα Νικολάου μίλησε τελευταία φορά με τη μητέρα της γύρω στις 17.20. "Την άκουγα ήρεμη, όχι φοβισμένη. Τους είπα να φύγουν.
«Θα φύγουμε, φοβάμαι τη φωτιά, δε θέλω να καώ, μου απάντησε. Δεν της ξαναμίλησα έκτοτε…», κατέθεσε εμφανώς ταραγμένη. Συνέχισε περιγράφοντας πώς αναζητούσαν τη μητέρα της «Καταλήξαμε στο λιμεναρχείο περίμενε τος βάρκες μέχρι το πρωί. Δεν τη βρήκαμε. Αρχίσαμε να παίρνουμε νοσοκομεία. Τη δηλώσαμε αγνοούμενη. Την Τετάρτη έδωσε dna η αδελφή μου. Το Σάββατο μας τηλεφώνησαν από το Γουδί και μας είπαν ότι ταυτοποιήθηκε το dna της αδελφής μου με ένα πτώμα που βρέθηκε στο κτήμα Φράγκου…».
Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της δεύτερης κόρης της άτυχης Στέλλας. Η Αθηνά Νικολάου.
«Πηγαίναμε στα νοσοκομεία που υπάρχουν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν προφανώς. Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί. Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ, πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα μαμά παντού. Μας ενημέρωσαν ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου…», κατέθεσε.
Η δίκη συνεχίζεται αύριο.