Ράγισαν καρδιές με τις καταθέσεις στη δίκη για τη φονική φωτιά στο Μάτι.
Συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη, ο οποίος με τη σύζυγό του ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη, βρήκαν τραγικό θάνατο στις φλόγες, περιέγραψαν στο δικαστήριο πώς εντόπισαν νεκρούς τους αγαπημένους τους στο κτήμα Φράγκου.
«Τα ξημερώματα έφτασα στο κτήμα Φράγκου, είδα το σπίτι του αδελφού μου ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα του αδελφού μου στο κτήμα. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία», κατέθεσε ο αδελφός του θύματος, Κωνσταντίνος Τουρναβίτης.
«Θεώρησα πως ο αδελφός μου, ως δεινός κολυμβητής, θα μπορούσε να είχε διαφύγει. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον Φράγκου και τη μητέρα του. Μου είπε επί λέξει η μητέρα του: "Η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό". Εκεί βρήκα και τον σκύλο του αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο», συνέχισε στη συγκλονιστική περιγραφή του ο Κωνσταντίνος Τουρναβίτης.
Φωτιά στο Μάτι: «Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη»
Κλαίγοντας, η κόρη του θύματος, Αλίκη Τουρναβίτη, επέρριψε ευθύνες στον κρατικό μηχανισμό.
«Ήταν η μέρα που η Πολιτεία κοίταξε το δέντρο στη Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι. Δεν μπορούσα να φτάσω στο Μάτι λόγω της φωτιάς στην Κινέτα. Αρχικά, ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας. Στις 7 πια τα τηλέφωνά τους δεν λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε DNA και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».
Η αδελφή του Δημήτρη Τουρναβίτη, Μαρία, αναφέρθηκε στο τηλεφώνημα της μητέρας της προς τον αδελφό της, που έμελλε να είναι το τελευταίο.
«Μίλησε κάποια στιγμή με τη μάνα μου, της είπε, με ένταση, "άσε μας, τρέχουμε τώρα να σωθούμε". Ήταν τέτοια η ένταση που η μάνα μου ήθελε κάθε πέντε λεπτά να τον παίρνουμε τηλέφωνο. Από τις επτά παρά πέντε κόπηκαν τα τηλέφωνα…», κατέθεσε.
«Μας άφησαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα»
Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή της Δέσποινας Ζαφειρίου, η οποία έχασε τον σύζυγό της στη φωτιά. Εγκλωβίστηκαν στα στενά του Ματιού και, παρά τις προσπάθειες, εκείνος δεν κατάφερε να σωθεί.
«Ακινητοποιηθήκαμε. Ανοίγω την πόρτα, όπως είμαστε σταματημένοι, και βγαίνω. Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει, ήταν καμένος…» είπε η μάρτυρας, περιγράφοντας πως βρήκε λίγο πιο κάτω νερό και του έριχνε με το λάστιχο.
«Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά. Μετά, κατά τις 11 παρά, ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει "μην κουνηθείς, έρχομαι". Πού να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας άφησαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει, επανειλημμένως φωνάζαμε στο δήμο. Μας πήγαν στον ''Ευαγγελισμό''. Όταν εγκλωβιστήκαμε, κατά διαστήματα δεν είχε τις αισθήσεις του. Όταν τις ανακτούσε, φώναζε: "Φύγε να σε βρουν, εγώ θα πεθάνω". "Δεν φεύγω", του έλεγα», περιέγραψε η μάρτυρας.
Την παντελή έλλειψη ενημέρωσης από τους αρμόδιους κατήγγειλε στο δικαστήριο η οικογένεια Τζούλια. «Έπαιρνα τον σύζυγό μου τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Βγήκε από το αυτοκίνητό του για να σωθεί. Μέχρι να φτάσει σε ένα σπίτι, κάηκε. Δυστυχώς, πέθανε στο ΚΑΤ. Εγώ τον είδα την άλλη ημέρα, που ήταν διασωληνωμένος και καμένος. Ο γιος μου, μου περιέγραψε όλα αυτά που έζησε», ανέφερε η σύζυγος του θύματος.
- Εισαγγελέας: Μέχρι τη στιγμή που φύγατε, υπήρξε καμία αναγγελία για τη φωτιά από καμία αρχή;
- Μάρτυρας: Όχι. Απολύτως καμία.
- Εισαγγελέας: Εάν δεν υπήρχαν πολίτες να σας πουν για τη φωτιά, εσείς θα φεύγατε ή θα μένατε;
- Μάρτυρας: Θα μέναμε, θα καιγόμασταν.
«Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα»
Η μοίρα έπαιξε ένα τραγικό παιχνίδι στην οικογένεια Πλυμάκη. Όπως είπαν τα παιδιά του θύματος, ο πατέρας τους βρέθηκε στην περιοχή επειδή είχε ξεχάσει τα κλειδιά του εξοχικού και επέστρεψε να τα πάρει.
«Ο πατέρας μου βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι, με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την Ελληνική Αστυνομία. Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν», κατέθεσε η κόρη του θύματος.
Ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα ξέσπασαν στο δικαστήριο, περιγράφοντας το τραγικό τέλος των γονέων τους.
«Έπαιρνα τηλέφωνο την Πυροσβεστική, δεν το σήκωνε κανένας. Έφτασα στις 10 στη Ραφήνα. Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα. Επέστρεψα στη Λεωφόρο Μαραθώνος και έμεινα μέχρι τις 12. Στις 3 μπήκε ο αδελφός μου στο Μάτι και είδε αυτά που είδε, δύο κουφάρια να καίγονται. Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Όσες φορές και να μίλησα μαζί τους. Στη Κινέτα τους έβγαλαν έξω, πήγαιναν πόρτα πόρτα. Στο Μάτι δεν χτύπησε ούτε καμπάνα, τους άφησαν και κάηκαν ζωντανοί», κατέθεσε η κόρη των θυμάτων.
Ο αδελφός της, κλαίγοντας, έλεγε πως μέχρι την τελευταία στιγμή ήλπιζε πως οι γονείς του ήταν ζωντανοί. «Είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς, ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω ''φύγανε''. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά, με πήρε γύρω στις 5 και μου είπε τους βρήκα. Πήγα και είδα ότι αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν ήταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα. Περιμέναμε μέχρι 12- 1 να έρθει το ΕΚΑΒ. Μετά μου λέγανε θα έρθει η Πολιτική Προστασία. Ήρθαν γύρω στις 3:30 τελικά και μαζέψανε στάχτες. Κανείς δεν τους ειδοποίησε», κατέθεσε.
Η δίκη συνεχίζεται την ερχόμενη Πέμπτη.