Αντιδράσεις προκάλεσε η απόφαση του δικαστηρίου για τους καταδικασθέντες για τη φωτιά στο Μάτι, που είχε ως τραγική συνέπεια τον θάνατο 104 ανθρώπων.
Το δικαστήριο κατέληξε σε απόφαση και καταδίκασε έξι άτομα σε ποινές φυλάκισης. Ωστόσο, ιδιαίτερα έντονες ήταν οι αντιδράσεις των συγγενών των νεκρών, και όχι μόνο, καθώς οι καταδικασθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι μέχρι το εφετείο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, μόνο τα πέντε χρόνια φυλάκισης ορίζονται ως εκτιτέα και οι ποινές κρίνονται ως εξαγοράσιμες με 40.000 ευρώ.
Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από προβλέψεις τόσο του Ποινικού Κώδικα όσο και σε πρόνοιες του ελληνικού Συντάγματος αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Οι ποινές των έξι καταδικασθέντων για τη φωτιά στο Μάτι
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επέβαλε ποινή από 3 έτη έως 111 έτη φυλάκισης στους εξής έξι καταδικασθέντες για τις πυρκαγιές της Ανατολικής Αττικής που οδήγησαν στον θάνατο 104 πολίτες.
- Σωτήρης Τερζούδης, αρχηγός επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
- Βασίλης Ματθαιόπουλος, υπαρχηγός επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος: ποινή φυλάκισης 15 ετών.
- Ιω. Φωστιέρης, διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
- Νικ. Παναγιωτόπουλος, διοικητής Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Αθηνών: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
- Χαράλαμπος Χιόνης, διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής: ποινή φυλάκισης 111 ετών.
- Κων. Αγγελόπουλος, κάτοικος που φέρεται να έβαλε την πυρκαγιά: ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Γιατί εξαγοράζονται οι ποινές των καταδικασθέντων για το Μάτι, γιατί τους επιβλήθηκε φυλάκιση πέντε ετών
Σύμφωνα με όσα ορίζει ο Ποινικός Κώδικας, οι καταδικασθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι ως το Εφετείο, καθώς η έφεσή τους έχει αναστέλλουσα δύναμη. Μέχρι τότε, επίσης, δεν είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν τα χρήματα της εγγύησης.
Πώς ορίστηκαν οι ποινές
Οι ποινές φυλάκισης ορίζονται ως εξής: ως ποινή βάσης επιβλήθηκε φυλάκιση 2 ετών για κάθε νεκρό, ενώ αποδίδονται 102 ανθρωποκτονίες από αμέλεια στους τέσσερις ενόχους. Συνεπώς, για τους τέσσερις καταδικασθέντες επιβάλλεται φυλάκιση 204 χρόνια, αλλά εκτίουν το ήμισυ της ποινής, σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται, άρα 102 έτη.
Στους τέσσερις υπηρεσιακούς επιβλήθηκε ποινή 102 χρόνων, λοιπόν, και ακόμα εννέα ετών λόγω σωματικών βλαβών από αμέλεια, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Συνολικά, για τους τέσσερις ενόχους, οι ποινές φτάνουν στα 111 χρόνια.
Στον Βασίλη Ματθαιόπουλο, υπαρχηγό επιχειρήσεων του Πυροσβεστικού Σώματος, παρότι κατηγορήθηκε για λιγότερες περιπτώσεις ανθρωποκτονιών και σωματικών βλαβών από αμέλεια (για 9 περιπτώσεις), δεν του αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά και του επιβλήθηκε τελική ποινή φυλάκισης 15 έτη, εκ των οποίων εκτιτέα είναι τα πέντε.
Ωστόσο, επειδή έχουν κριθεί ως πλημμεληματικού χαρακτήρα, οι κριθέντες -πρωτοβάθμια- ως ένοχοι δεν μπορούν να εκτίσουν πάνω από 5 χρόνια φυλάκισης. Ακόμα κι αν, μετά από έφεση, αυξηθεί η ποινή βάσης, π.χ. 4 έτη για κάθε ανθρωποκτονία από αμέλεια, τα χρόνια που είναι εκτιτέα θα παραμείνουν πέντε.
Στον Κων. Αγγελόπουλο, κάτοικο που φέρεται να έβαλε την πυρκαγιά, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Επιπλέον, εκ του νόμου, μετατρέπονται οι πλημμεληματικές ποινές σε χρηματικές: με 10 ευρώ την ημέρα το ποσό φτάνει στα 18.000 ευρώ, περίπου, για πέντε χρόνια, το οποίο, όμως, με προσαυξήσεις, προσεγγίζει τις 40.000 ευρώ, που είναι και το τελικό ποσό. Ωστόσο, όπως προείπαμε, οι καταδικασθέντες, πρωτοβαθμιαίως, αφέθηκαν ελεύθεροι μέχρι το εφετείο. Καθώς έχει αναστέλλουσα δύναμη η έφεσή τους, δεν θα φυλακιστούν, ούτε είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν μέχρι να τελεσιδικήσει το εφετείο.
Ουσιαστικά δηλαδή, όπως παρατηρούσαν δικαστικές πηγές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν θα έχει κανένα πρακτικό αντίκρισμα για τους συγγενείς των θυμάτων, πλην ίσως να ανατραπεί η απόφαση για όσους αθωώθηκαν. Ωστόσο, και πάλι τα εκτιτέα έτη θα είναι 5 και πάλι θα μετατραπούν σε χρηματική ποινή.
«Δυστυχώς, με αυτό το κατηγορητήριο, οι συγγενείς δεν θα δουν κανέναν στη φυλακή, ακόμη και αν καταδικαστούν και άλλοι» σημείωναν οι ίδιες πηγές.
Φλωρίδης: Η δίκη για το Μάτι έγινε με βάση τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ
Επίσης, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το ελληνικό Σύνταγμα, οι ποινές που επιβάλλονται στον κατηγορούμενο υπολογίζονται με βάση τη νομοθεσία που ισχύει όταν τελείται η πράξη για την οποίαν καταδικάζεται.
Όπως εξήγησε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, μιλώντας στην ΕΡΤ και τον Γιώργο Κουβαρά, «σύμφωνα με τη σύμβαση των δικαιωμάτων, μάλλον για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ευρωπαϊκή σύμβαση, το Σύνταγμά μας και τα συντάγματα όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρμόζονται στην ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κάθε ένας που κατηγορείται για κάποια εγκληματική πράξη δικάζεται με βάση το νόμο που ισχύει όταν τελεί την εγκληματική πράξη».
Ο υπουργός εξήγησε περαιτέρω: «Αυτό είναι ευρωπαϊκός μακροχρόνιος κανόνας. Εκτός εάν εν τω μεταξύ από την ώρα που διέπραξε το αδίκημα μέχρι την ώρα που θα γίνει η δίκη έχει μεσολαβήσει κάποιος ευμενέστερος νόμος γι' αυτόν. Εδώ τι έχουμε, λοιπόν; Το 2019, αφού όλο αυτό το φοβερό έγκλημα είχε γίνει το 2018, ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν τότε στην κυβέρνηση, άλλαξε την τελευταία μέρα τον Ποινικό Κώδικα. Ενώ είχε γίνει αυτό. Και οι διατάξεις, γενικώς, του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ κατέστησαν ευμενέστερες για τους κατηγορούμενους. Άρα, λοιπόν, η δίκη αυτή έγινε με βάση τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ».
Και συνέχισε: «Θα σας πω πού θα ήταν η διαφορά; Στο νέο Ποινικό Κώδικα υπάρχει διάταξη η οποία λέει ότι όταν έχουμε παραβίαση προληπτικών μέτρων, δηλαδή ανακοίνωση από το κράτος, από την Πολιτική Προστασία ότι έχουμε ακραία καιρικά φαινόμενα και προκύψει πυρκαγιά, από την οποία έχουμε θανάτους, η ποινή είναι μέχρι 20 χρόνια κάθειρξη».
Ο κίνδυνος παραγραφής
Ένα στοιχείο που έχει σημασία αυτή την ώρα είναι ο κίνδυνος παραγραφής. Τα αδικήματα παραγράφονται στα 8 χρόνια, άρα τον Ιούλιο του 2026. Γι' αυτό και απαιτείται κυριολεκτικά αγώνας δρόμου από τη Δικαιοσύνη, προκειμένου να προλάβει στις προθεσμίες να εκδώσει αμετάκλητες αποφάσεις.
Εξ ου και οι πληροφορίες ότι η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, θα ζητήσει από τον προϊστάμενο της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου, Χριστόφορο Λινό, την επίσπευση της καθαρογραφής της δικαστικής απόφασης, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος παραγραφής των αδικημάτων, ώστε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να προσδιοριστεί όσο το δυνατόν συντομότερα.
Π. Μαρινάκης: Προκαλεί εντύπωση η αφωνία της αντιπολίτευσης
Έναν κίνδυνο που επεσήμανε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, σε ανάρτησή του. Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ σημειώνει «στη χώρα μας υπάρχει διάκριση των εξουσιών και από το 2019 στο Μέγαρο Μαξίμου δεν λειτουργεί «παραϋπουργείο Δικαιοσύνης», όπως επωνύμως έχει καταγγελθεί από πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ» και ότι μόνο η Δικαιοσύνη έχει τον λόγο. Εξήγησε ότι η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη με βάση την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα που αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν τις εκλογές του 2019. Επεσήμανε παράλληλα ότι η κυβέρνηση και Βουλή δεν έχουν δυνατότητα ούτε καν σχολιασμού των αποφάσεων της δικαστικής εξουσίας» [...] «οφείλουν, όμως, να εισάγουν και να νομοθετούν διατάξεις οι οποίες να δίνουν τα αναγκαία νομικά όπλα σε ένα δικαστήριο για να εκδίδει αντιστοίχως δίκαιες αποφάσεις, όπως εκείνο κρίνει».
Ο κ. Μαρινάκης υπογραμμίζει παράλληλα, τον κίνδυνο παραγραφής των εν λόγω αδικημάτων που έχουν χαρακτηριστεί ως πλημμεληματικά. «Η Δικαιοσύνη διαθέτει νομικά εργαλεία τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει, εφόσον κρίνει ότι πρέπει να το πράξει. Ακόμα, όμως και να συμβεί αυτό, επειδή, επαναλαμβάνω, είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου και οι επίμαχες πράξεις έχουν χαρακτηριστεί ως πλημμεληματικού χαρακτήρα στο σύνολό τους, παραγράφονται τον Ιούλιο του 2026, δηλαδή με την παρέλευση 8 ετών από την τέλεσή τους. Συνεπώς, αναλόγως με τις αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης ως προς την άσκηση έφεσης ή αναίρεσης, όλα εν συνεχεία πρέπει να γίνουν πολύ γρήγορα γιατί υπάρχει σοβαρός κίνδυνος παραγραφής» σημειώνει ο κ. Μαρινάκης.
Για να καταλήξει με αιχμές κατά της αντιπολίτευσης: «Εμείς θα συνεχίσουμε να πράττουμε το αυτονόητο, δηλαδή να μην εργαλειοποιούμε δικαστικές αποφάσεις και να μην τις κρίνουμε κατά το δοκούν. Σε κάθε περίπτωση, προκαλεί ευλόγως εντύπωση η αφωνία εκείνων που, αναλόγως την υπόθεση, μετατρέπονται σε λαϊκούς δικαστές και σήμερα δεν έχουν να πουν ούτε μισή λέξη για το νομικό πλαίσιο κάτω από το οποίο εξεδόθη αυτή η απόφαση».