Τότε που τα ολοκαίνουργια, αστραφτερά και πανάκριβα αυτοκίνητα της εποχής κατέληξαν να είναι τα σημερινά... ιστορικά.
Τότε που τα ελαχιστότατα κλασικά τετράτροχα βρίσκονταν σε κάποιο κοτέτσι, κάποιο χωράφι, κάποια ξεχασμένη αποθήκη. Ήταν τότε που οι υποτιμητικοί ορισμοί «σακαράκα», «σαράβαλο», «ερείπιο» ή το πιο επιεικές «αντίκα» χαρακτήριζαν πραγματικούς θησαυρούς, μέχρι που κάποιος νεαρός ρεπόρτερ της «Μεσημβρινής» έπεισε την Ελένη Βλάχου να αναζητήσουν εποχούμενα του ’20 και να δημιουργήσουν το πρώτο «Ράλλυ Αντίκα».
Ήταν κάτι σαν γενική δοκιμή, μαζέψαμε όμως ουκ ολίγα σαραβαλάκια να κάνουν ασθμαίνοντας τη διαδρομή Στάδιο-Ζηρίνειο, κι εκεί, μπροστά σε έκθαμβους θεατές, να πραγματοποιούν, με χίλια ζόρια, και μια «σκληρή δεξιοτεχνία».
Εκείνο το πρώτο «Αντίκα» ίσως ήταν πτωχό σε οχήματα, αλλά είχε μια αρμάδα προσωπικοτήτων στην επιτροπή: Δημήτρης Χορν, Τάκης Λαμπρίας, Βασίλης Φωτόπουλος, Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Μόραλης.
Έναν χρόνο μετά, όταν το δεύτερο «Αντίκα» πραγματοποιήθηκε, έγινε και το μόνο θέμα συζήτησης για πολλές-πολλές μέρες αθηναϊκού (και όχι μόνο) πυρετού.
Ήταν Μάιος του 1966 που η Αθήνα υπέστη ένα αισθητικό σοκ, όταν ακούστηκαν οι νότες του Βαγγέλη Παπαθανασίου να ντύνουν τη φωνή της Ζωίτσας Κουρούκλη και τις ανέλπιστα νέες, ζωντανές και γοητευτικές «σακαράκες» που επιχείρησαν αυτή τη φορά την περιπετειώδη διαδρομή Στάδιο-Ιππόδρομος και χαιρετήθηκαν από χιλιάδες θεατές και δεκάδες προσωπικότητες πρώτης κατηγορίας.
Για εκείνο το πρωτόγνωρο και πρωτόγονο ράλι, τα έντυπα της εποχής έγραφαν: «Δύσκολη η θέση τής κριτικής επιτροπής, μπροστά στο απίστευτο θέαμα. Εναλλασσόμενες εικόνες και εκπλήξεις έκαναν τους ''Βιπς'' μας να διστάσουν, μπροστά σε κάθε βαθμό. Ο κ. Γ. Πλυτάς, δήμαρχος Αθηναίων, ο κ. Απ. Νικολαΐδης, πρόεδρος της ΕΛΠΑ, ο βουλευτής κ. Κ. Τρικούπης, ο κ. Γιάννης Μόραλης, καθηγητής τής Σχολής Καλών Τεχνών, ο ενδυματολόγος κ. Φωκάς, η Κα Μελίνα Μερκούρη, η Κα Έλλη Λαμπέτη και ο διάσημος σχεδιαστής μόδας κ. Ζαν Ντεσσέ, είδαν, έκριναν, βαθμολόγησαν...».
Σημαντικό μουσικό παραλειπόμενο: Την «ορχήστρα» του φιλμ Ράλλυ Αντίκα 1966 αποτελούσαν ο Βαγγέλης Παπαθανασίου (Hammond,) ο Ντέμης Ρούσσος (μπάσο) και ο Λουκάς Σιδεράς (ντραμς.) Ήταν, δηλαδή, ανεπίσημα η πρώτη εμφάνιση των Aphrodite’s Child.
Ο νεαρός σκηνοθέτης του Φίνου, ο Σταύρος Τσιώλης, φανατικός της ρόδας, όπως άλλωστε φαίνεται και στις ταινίες του, έκανε το θαυμάσιο ασπρόμαυρο φιλμάκι, γεμάτο από τις ευφάνταστες μουσικές διασκευές του Βαγγέλη, σε γνωστά αθηναϊκά μοτίβα. Ένα φιλμ που ίσως δεν διασώθηκε, εκτός κι αν είναι καταχωνιασμένο στην αποθήκη της Φίνος Φιλμ που δήλωσε ότι «δεν το βρήκε».
Μάιος του 1966 η γέννηση του πάθους για κλασικά αυτοκίνητα, Μάιος 2023 η αποφυλάκιση με νόμο του κράτους των «σε ισόβια» καταδικασμένων, από πάμπολλες κυβερνήσεις, εκατοντάδων πολύτιμων κλασικών αυτοκινήτων.
«Φτου ξελευτερία». Τώρα πια, από τις 6 Μαΐου, τα επί 57 χρόνια περιορισμένα σε αποθήκες ιστορικά, που ανόητοι νόμοι ηλίθιων νομοθετών τα άφηναν να κυκλοφορήσουν με το... σταγονόμετρο, κυκλοφορούν πια παντού. Ελεύθερα κι ωραία. Τέλος μιας ανεξήγητα παρανοϊκής «δικτατορίας», και αρχή άξιας καθιέρωσης του κλασικού αυτοκινήτου ως σπάνιου πολιτιστικού κεφαλαίου της χώρας.
Ξέρω, βέβαια, ότι εκατοντάδες συναγωνιστές και συμπάσχοντες (έχω κι εγώ τρία τέτοια αδηφάγα τέρατα) εισέπνευσαν με ανακούφιση, εκπνέοντας όμως και ανησυχίες, ανασφάλειες και αμφιβολίες. Πώς να μην αμφισβητήσεις ένα κράτος, όπου, π.χ., ο Χρήστος Σπίρτζης εκδικήθηκε αυτό που νόμιζε «τάξη πλουσίων», απαγορεύοντας εντελώς την έξοδο από το γκαράζ, εκτός από μια... Τετάρτη και μια Κυριακή το μήνα. Πρότυπο πολιτικού που δεν είχε ακούσει, δεν είχε μάθει, δεν ήθελε να ξέρει ότι 90% των ιδιοκτητών ήταν εργαζόμενοι ή μικροεπιχειρηματίες που με το υστέρημά τους συντηρούσαν και διατηρούσαν αυτά τα ιστορικά οχήματα.
Το δεύτερο ντόπιο «Ράλλυ Αντίκα» έκανε απογόνους. Το τρίτο συνέπεσε με το πραξικόπημα του Παπαδόπουλου, αλλά έγινε το ’68 και έγινε μάλιστα διεθνές. Ήταν τότε που είδαμε με διάπλατα μάτια πώς οι Ευρωπαίοι ευγενείς, με αδυναμία στα καθαρόαιμα, έδειχναν στοργή και ερωτική αφοσίωση στα σκαριά και τα μοτέρ των twenties, λίγο πριν, λίγο μετά. Κι αφού εκείνα τα ατίθασα μπορούσαν, τ’ αμολύσαμε σε μεγάλη διαδρομή, Στάδιο-Σούνιο-Στάδιο, και τα βάλαμε να κάνουν δεξιοτεχνία, κόντρα στον απαίσιο καιρό εκείνης της ημέρας.
Ήταν το «Ράλλυ Αντίκα» που, χρόνια μετά, γέννησε και τη Λέσχη Φίλων Παλαιού Αυτοκινήτου αλλά και όλα τα μεταγενέστερα που προέκυψαν, καθώς το αυτοκίνητο, από είδος πολυτελείας έγινε σπορ πτωχών (όπως εγώ, π.χ., που έτρεχα με ένα ψευτοπουσαρισμένο Skoda) και πλουσίων (όπως ο Τζώνης Πεσματζόγλου που είχε Corvette) και οι αγώνες ήρθαν ξαφνικά να ανακατώσουν τις καθημερινές εφημερίδες.
Τρέχαμε και δεν φτάναμε, και το μικρόβιο «αυτοκίνητο» έτεκεν στήλες, σελίδες, εκτεταμένα πρωτοσέλιδα. Στη ζωή μας τότε, μπήκε η ΕΛΠΑ, ο Παύλος Ραλλίδης, η Σύλβα Κοκκαλάνη, και ο κόσμος μας στολίστηκε με απίστευτα ταλέντα του βολάν (πού να κρύβονταν τόσο καιρό;) σαν τον Μεϊμαρίδη, τον Βουρδουμπάκη, τον Ζαλμά, τον Χρονίδη, τον Κουβάτσο, τον Ραπτόπουλο και τους υπόλοιπους θρύλους. Με τέτοιους «μπαμπάδες» εγεννήθη ημίν το πάθος της ταχύτητας. Με καλή παρέα, καλή καρδιά - και όλο και πιο ισχυρά μοτέρ.
Κόντρα στις στρεβλές αντιλήψεις πολλών κυβερνήσεων, το πάθος για το κλασικό αυτοκίνητο ακολούθησε την πεπατημένη όλων των άλλων «απαγορευμένων», δηλαδή μεταλαμπαδεύτηκε ισχυρότερο και στις επόμενες γενιές, έτσι που σήμερα στην Ελλάδα να έχουμε κάπου 18.000 κλασικά (μέχρι το 1978) αυτοκίνητα και κανείς δεν ξέρει πόσα ακόμη νεο-κλασικά (μέχρι 1993), ενώ των Λεσχών Κλασικού Αυτοκινήτου ουκ έστι αριθμός.
Όλες αυτές οι Λέσχες επέζησαν των διωγμών, ενθάρρυναν κι άλλους ιδιοκτήτες να περισώσουν και να συντηρήσουν το παλιό τους αυτοκίνητο και τα «Ράλλυ Αντίκα» (τον τίτλο τον κληροδότησα στη ΦΙΛΠΑ) διέτρεξαν πολλές δεκαετίες και έγιναν ένα καθιερωμένο ετήσιο συναρπαστικό θέαμα για τον μέσο Έλληνα θεατή.
Στις πολλές λεσχιακές εκδηλώσεις, που δεν συγκέντρωναν πάντα τα πλήθη, προστέθηκε το Alimos Classic Car Sunday, που έφτιαξα με την αγάπη και κατανόηση του δημάρχου Αλίμου, του Ανδρέα Κονδύλη. Έμπνευση στιγμής που έγινε θεσμός και φέτος, στις 28 Μαΐου, θα συγκεντρώσει κάπου 250 ολοκαίνουργια κλασικά αυτοκίνητα, αλλά θα δώσει επίσης χώρο και στο... μέλλον. Εκτός από φουτουριστικές Φερράρι και Λαμποργκίνι, θα έχουμε και... ηλεκτροκίνηση με σημερινά εντυπωσιακά μοντέλα που θα είναι κλασικά τριάντα χρόνια μετά.
Το ACCS είναι (παγκοσμίως) η μοναδική έκθεση κλασικών πλάι στη θάλασσα και γίνεται σε ατμόσφαιρα γιορτής, με μουσική από δεκάδες ηχεία κατά μήκος του παραλιακού πεζόδρομου, γρανίτες, παγωτά, ποπ-κορν και ένα πλήθος 15.000 επισκεπτών που αντικρίζουν μυθικά τετράτροχα σε απόσταση «μην αγγίζετε».
Σπάνια συλλεκτικά αυτοκίνητα, όμως, ευδοκίμησαν και στη σκέψη και την αισθητική πάμπλουτων ιδιωτών και έγιναν μοναδικές συλλογές. Άλλες ασφυκτικά κλεισμένες σε αυστηρά «με πρόσκληση μόνο» περιβάλλοντα, μια σε δημόσια θέα: Το μοναδικό Μουσείο Αυτοκινήτου είναι ένα θησαυροφυλάκιο ιστορίας 4.000 τετραγωνικών και όποιος περιδιαβάσει τον ονειρεμένο χώρο του δεν συνειδητοποιεί εύκολα πόσος κόπος και τι έξοδα χρειάστηκαν, για να καμαρώνουμε τα μοναδικά του «κομμάτια». Είμαστε τυχεροί που ο Νικηφόρος Χαραγκιώνης και οι συνεργάτες του τολμούν να μετακινούν αυτά τα υπέροχα εκθέματα για την παρουσία τους στο ACCS.
Από τις ιδιωτικές συλλογές, είχα την τύχη να περιηγηθώ σε εκείνη του Δημήτρη «Τίγρη» Μελισσανίδη, και μάλιστα με ξενάγηση από τον ίδιο τον παθιασμένο ΑΕΚτζή. Σε ένα επιβλητικό για την απλότητά του χώρο βλέπεις από το πρώτο του Mini (όταν ο ίδιος δίδασκε νέους οδηγούς το μυστήριο του βολάν) μέχρι τα σπανιότερα μοντέλα της Rolls Royce.
Τέτοιες ιδιωτικές συλλογές εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ υπάρχουν κι άλλες, απρόσιτες όμως στο κοινό, όπως εκείνη του εφοπλιστή Διαμαντή Διαμαντίδη και του γιου του, του Πασχάλη. Και ενώ κατανοώ την ανάγκη να φυλάς τον θησαυρό σου μακριά από τα άπληστα μάτια, δεν καταλαβαίνω αν είναι πραγματική ηδονή να ανάβεις τα φώτα, να χαϊδεύεις στοργικά τα οχήματα που έχουν σχεδόν ανθρώπινη οντότητα αλλά να μη μοιράζεσαι τέτοιο θέαμα και τέτοιο ρίγος (γιατί, ναι, νιώθεις ρίγος αγγίζοντας τόσα αριστουργήματα αισθητικής και μηχανικής αριστείας) κυρίως με τις νέες γενιές.
Όμως οι πολύ πλούσιοι έχουν και το δικαίωμα να είναι sui generis και να κρατούν αποκλειστικά για τους κοντινούς φίλους την πρόσβαση στις συλλογές τους.
Ο κ. Χρυσόστομος Πατσάς, πάντως, είναι ένα άλλο είδος συλλέκτη, γιατί βάζει εκτός από το «κεφάλαιο» και το μεράκι, και την προσωπική του εργασία πάνω στα μοντέλα που επαναφέρει στην αρχική τους κατάσταση. Η αγάπη του είναι τα ιστορικά στρατιωτικά οχήματα.
Με το πέρασμα του χρόνου, άλλαξε και η αισθητική του κλασικού αυτοκινήτου. Το 1965 και το 1966, για παράδειγμα, έβλεπε κανείς την «ολοκαίνουργια Μερσεντές» τού κ. Π. Κόκκαλη (πριν γίνει εκατομμυριούχος,) ένα «Τάλμποτ - Λόντον» τού 1928, «Φίατ» τού 1928 και τού ’34, μια «Φορντ» 1925, ένα «Μόρρις» τού 1924, ένα Ώστιν» τού 1927, ένα σπάνιο «Μπένζαμιν» τού 1912, μια «Φορντ» τού 1928, μια «Σκόντα» τού 1938. Άφαντα, εκείνο τον καιρό, τα μεγάλα αμερικάνικα, που, αργότερα, θα γίνονταν πόθος και πάθος μιας ειδικής κατηγορίας συλλεκτών.
Το πιο φουτουριστικό που ξεχώριζε, μια «Κορντ» του 1935 και το πιο παλιό η βασιλική «Μερσεντές» 1909 του μετέπειτα πρωταθλητή Γιώργου Ραπτόπουλου, με... ξύλινες ζάντες, που δεν είχε «όπισθεν».
Στο περσινό ACCS, στον Άλιμο, άνοιγαν διάπλατα τα μάτια μικρών και μεγάλων, μπροστά σε μικρά και μεγάλα αστραφτερά μοντέλα και, βέβαια, μπροστά στα αμερικάνικα θηρία. Αναρωτιέμαι, πάντως, τι έγιναν οι αντίκες των πρώτων εκδηλώσεων, πού και πώς τελείωσε η προσωρινή δεύτερη ζωή τους και αν βρίσκονται κάπου σήμερα.
Ακόμη και για την «ταχύτατη» κυβέρνηση Μητσοτάκη χρειάστηκαν... τέσσερα χρόνια για να ψηφιστεί ένα νομοσχέδιο προστασίας/αποκατάστασης των κλασικών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Με τον επίλογο να γράφεται (κατάθεση τροπολογίας) την προπερασμένη εβδομάδα.
Ο υφυπουργός Μεταφορών Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο οποίος μπορεί να υπερηφανεύεται για το ιστορικό (!) αυτό επίτευγμα, μου μίλησε επεξηγηματικά (αλλά και με αποχρώσεις πάθους, μια που είναι ο ίδιος οπαδός του κλασικού) για τα προνόμια που αποκτούν τώρα τα άλλοτε φυλακισμένα ιστορικά μας.
Από τις 6 Μαΐου, που ισχύει ο νέος νόμος, το υπουργείο Μεταφορών αρχίζει να «ανταλλάσσει» τις παλιές κρατικές ή ιστορικές πινακίδες (εκείνες που εξέδιδαν κάποιες Λέσχες όλες αυτές τις δεκαετίες) με τις νέες ειδικές κρατικές.
Τα κλασικά αυτοκίνητα και οι μοτοσικλέτες θα μπορούν πια να κυκλοφορούν καθημερινά και μάλιστα εντός του μικρού δακτυλίου, κι αν αυτό ακούγεται λίγο παλαβό (διατυπώθηκαν ήδη ακόμη και... περιβαλλοντολογικές ανησυχίες) δεν είναι. Κανένας ιδιοκτήτης δεν θα παίρνει το ιστορικό του πανάκριβο (σε αξία αλλά και κόστος συντήρησης) αυτοκίνητο για να πάει στη Βαρβάκειο. Άλλωστε, αν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις αρχίσουν να εμφανίζονται τέτοια κομψοτεχνήματα, κέρδος για τις πόλεις θα είναι.
Πηγή: iefimerida.gr - Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια σακαράκα -Ο Νίκος Μαστοράκης γράφει πίσω από το τιμόνι ενός κλασικού αυτοκινήτου - iefimerida.gr
Τώρα πια, διευκρινίζει ο κ. Παπαδόπουλος, τα ιστορικά αυτοκίνητα δεν πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας, το ΚΤΕΟ θα γίνει διετές. Ρωτάω όμως: Υπάρχει ένας κοινός φόβος/απορία: Και αν προκύψει άλλη κυβέρνηση και καταργήσει τον νόμο, εγώ χάνω το αυτοκίνητό μου αφού το έχω διαγράψει;
«Με δεδομένο ότι η λύση που παρουσιάσαμε έχει τη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων φορέων, θεωρώ ότι δεν θα προκύψει τέτοιο ενδεχόμενο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, σε τέτοιου είδους ρυθμίσεις προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις, επομένως δεν διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο οι ιδιοκτήτες».
Λέω στον υφυπουργό: «Καταφέρατε να ολοκληρώσετε το νόμο και να παραδώσετε το ''έργο'' τελειωμένο, εν μέσω καταιγίδας, τραγωδίας, πολιτικής έντασης. Πόσο υπερήφανος νιώθετε που επιτέλους η πολιτεία αποδίδει ''τα του Καίσαρος'' σε εκείνους που προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αγνοήσει ή πολεμήσει με μίσος;». Ο κ. Παπαδόπουλος, που είναι ξανά υποψήφιος με τη ΝΔ στην Κοζάνη, λέει: «Δεν σας κρύβω ότι η ρύθμιση για την κυκλοφορία των ιστορικών οχημάτων αποτελούσε και μια προσωπική μου επιθυμία, με δεδομένη την αγάπη που έχω από παιδί στο αυτοκίνητο και στη μοτοσικλέτα, αλλά και στον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Σχετικά με αυτό, μάλιστα, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω ότι με άλλη ρύθμιση, τα ρυμουλκούμενα οχήματα εφοδιάζονται με ξεχωριστές πινακίδες, κάτι που διευκολύνει και τη μεταφορά των αγωνιστικών οχημάτων στα σημεία διεξαγωγής των αγώνων, αντιμετωπίζοντας ένα χρόνιο πρόβλημα που είχαν οι διοργανωτές αγώνων, όπως το ιστορικό Ράλλυ Ακρόπολις».
Μετά τη συνομιλία μας, κάνουμε «σούμα»: Ιστορικά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες μέχρι το 1978 δεν πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας και βγαίνουν πια στο δρόμο ελεύθερα. Πληρώνουν όμως ασφάλεια και ΚΤΕΟ. Αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες 1979 με 1993 πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας, ανάλογα με τον κυβισμό τους. Και οι ιδιοκτήτες όλων έχουν μέχρι τις 31/12/2024 για να αλλάξουν την ταυτότητα του οχήματός τους και να πάρουν πινακίδες ιστορικού. Τα πλεονεκτήματα του νέου νόμου, φυσικά, ισχύουν μόνο από την επίσημη «αλλαγή» του οχήματος και μετά.
Και οι Λέσχες; Πώς θα ζήσουν οι Λέσχες που μέχρι τώρα είχαν σχεδόν αποκλειστικό εισόδημα από την έκδοση των πινακίδων και τη σχετική ετήσια συνδρομή; «Θα πρέπει να επανεφεύρουν τον προορισμό τους», μου λέει ο προεδρεύων της ΦΙΛΠΑ Γιώργος Αλεβιζόπουλος. «Θα δημιουργήσουμε νέες δράσεις, αγώνες, εκδηλώσεις, εκθέσεις που θα αναπληρώσουν το εισόδημα που χάνουμε από τις πινακίδες».
Το προνόμιο έκδοσης τέτοιων πινακίδων (που μερικοί το εκμεταλλεύτηκαν παράνομα) έχει πάψει να ισχύει από την ημέρα που κατατέθηκε η τελευταία τροπολογία.
Άλλωστε, το πώς συντηρείσαι και διατηρείσαι στον δύσκολο κόσμο του κλασικού αυτοκινήτου (όπου συχνά ένα ασήμαντο εξάρτημα κοστίζει 200 ευρώ!) είναι ένα τρυφερό παραμύθι που το έχουν βιώσει όλες εκείνες οι Λέσχες (ΟΡΚΑ, ΣΙΣΠΑ, ΣΔΙΟ, ΕΛΚΕ, ΣΙΣΑ και πολλές άλλες) που δεν είχαν ποτέ τέτοιο εισόδημα, αλλά κράτησαν ψηλά και διαχρονικά τη σημαία τους.
Και ενώ υπήρξε ένα είδος κάθε άλλο παρά κλασικού πολέμου μεταξύ συγκεκριμένων Λεσχών, νομίζω πως περνάμε στην ηλικία της ηρεμίας και της συνύπαρξης πια, χωρίς μικροπρέπεια και μικροψυχία και με αποδοχή πως όλα όσα έγιναν είναι δίκαια και σε όφελος του ιδιώτη συλλέκτη, σε αναγνώριση των όσων έχει επί δεκαετίες δώσει στο ακριβό «σπορ».
Τι είναι, τελικά, αυτό το ήρεμο πάθος για αυτοκίνητα που φτιάχτηκαν μισό και πλέον αιώνα πριν; Είναι η ερωτική σχέση ανθρώπου-μηχανής, είναι πείσμα ενός άνισου αγώνα ενάντια στο χρόνο, είναι μανία επίδειξης στην κοινωνία τού «εγώ έχω-εσύ δεν έχεις» ή, απλώς, ένα προκλητικά δαπανηρό (σε χρήμα, χρόνο, τρέξιμο, προσωπική εργασία) χόμπι; Θα μπορούσαν να σας απαντήσουν πολλοί γνωστοί μου και άλλοι τόσοι άγνωστοι που με θυσίες συντηρούν τα κλασικά τους.
Σε όλη την Ελλάδα όλο και κάποιο τέτοιο love story ξετυλίγεται, όμως όλο και κάποια νέα παιδιά μπαίνουν στο νόημα του «τίποτα δεν τελειώνει αν δεν έχει τελειώσει».
Όσο έρχεται σαν βουβός σίφουνας η σιωπή των ηλεκτρικών μοτέρ, νέες γενιές μαθαίνουν τον βρυχηθμό των απίστευτων V12, χαϊδεύουν τις άφθαρτες μεταλλικές καμπύλες, βλέπουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και κατανοούν πόσο σημαντική είναι η διαφύλαξη. Πολλές παλαιότερες γενιές αγνόησαν την αξία που είχαν στα χέρια τους, πέταξαν εκείνα τα εντυπωσιακά Plymouth και Pontiac (ταξί που διασχίζουν ακόμη την οθόνη στις παλιές ελληνικές ταινίες) σε χωράφια και αποθήκες, όταν δεν τα μετέτρεψαν σε κοτέτσια, πέταξαν τα σπάνια μολυβένια στρατιωτάκια, γιατί ο μπαμπάς πήρε τα νέα πλαστικά, έσβησαν χιλιάδες ώρες αναντικατάστατης τηλεόρασης, έριξαν χιλιάδες ηχοταινίες στα σκουπίδια, ξεφορτώθηκαν ντάνες ολόκληρες από «ξεπερασμένα» περιοδικά, πούλησαν ευτελώς τα παλιά έπιπλα, απαλλάχτηκαν από εκατοντάδες βινυλικά 45αράκια, για χάρη του Walkman.
Mε τέτοια ομαδική ανοησία του «ξεφορτώματος» για χάρη της τεχνολογικής και άλλης προόδου, καταστρέψαμε κειμήλια πολιτιστικής και κοινωνικής ιστορίας και είμαστε τώρα στην εποχή που ετοιμαζόμαστε να κάνουμε το ίδιο, ακόμη μια ασυγχώρητη φορά. Βλέπουμε τον συλλέκτη σαν ψώνιο ή «περίεργο τύπο» και με άλλοθι τον ανύπαρκτο χώρο και το ανύπαρκτο χρήμα δεν συλλέγουμε πια.
Σαν «περίεργος τύπος» που συλλέγει και διασώζει, ώστε να λιμπίζονται το αρχείο μου τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, όπως το iefimerida, καλωσορίζω την ελευθερία μας και, αν σας προσπεράσω στο δρόμο με μια τυρκουάζ ανοιχτή Chevrolet Bel Air του 1957 ή μια γαλανόλευκη Ford Fairlane του 1958, θυμηθείτε ότι η οπτική σας απόλαυση μετριέται με δεκαετίες αφοσίωσης στο μηχάνημα. Ώστε, σαν γυρίζεις το κλειδί, το γουργούρισμα του μοτέρ, το χάιδεμα του ποδιού στο γκάζι, να μυρίζουν νίκη στον αγώνα ενάντια στον χρόνο αλλά και το συναισθηματικό δέσιμο ανθρώπου και μηχανής, συνοψισμένο σε μια ποιητική παράφραση του Deus ex machina.