Η λατέρνα, πλημμυρισμένη με λουλούδια όπως ορίζει η παράδοση, διασχίζει την οδό Καλαποθάκη στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Η μελωδία γνώριμη -«Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι…»- ο άνδρας που τη συνοδεύει χαμογελαστός και ευγενής. Ο Κωνσταντίνος Μίκρας δεν είναι απλά ο ιδιοκτήτης της λατέρνας, αλλά ένας άνδρας που ξεπέρασε, όπως εκμυστηρεύτηκε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, την ντροπή του, να βγαίνει στους δρόμους, για να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στον φίλο του, που έφυγε από τη ζωή.
«Πριν φύγει από τη ζωή ο φίλος μου, είχα αποφασίσει να αγοράσω τη λατέρνα του, καθώς μου ζητούσε να κρατήσω την παράδοση και να συνεχίσω την πορεία του» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Μίκρας και ομολογεί πως «στην αρχή ντρεπόμουνα πάρα πολύ, δεν ήθελα να βγαίνω στους δρόμους. Ο φίλος μου, 53 ετών, αρρώστησε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει και μου ζήτησε να συνεχίσω εγώ να υπηρετώ αυτό που αγαπούσε τόσο πολύ. Δεν μπορούσα να του το αρνηθώ και του υποσχέθηκα ότι παρά τις δυσκολίες, θα συνεχίσω την παράδοση του». Φροντίζει την αγαπημένη του «ώριμη» λατέρνα που μετράει επτά δεκαετίες στη «μουσική σκηνή» των δρόμων της πόλης και συνεχίζει να υπηρετεί την παράδοση, όπως έκανε και ο κάλος του φίλος.
Πάντα έχω χαρτομάντηλο στην τσέπη, δακρύζω μαζί με τον κόσμο
Πατέρας τριών ανήλικων παιδιών, ο 46χρονος καθημερινά μοχθεί για το μεροκάματο με αξιοπρέπεια, όπως επισημαίνει. «Ποτέ δεν ζητάω χρήματα από τον κόσμο, όποιος θέλει και εάν θέλει δίνει, για μένα αυτό που κάνω είναι λειτούργημα, είναι πλέον η ζωή μου» λέει και συνεχίζει: «Ο κόσμος μόλις με αντικρίζει συγκινείται, δακρύζει, ταυτίζεται με τα τραγούδια, όλοι έχουν ζήσει μια ερωτική απογοήτευση. Βλέπω γυναίκες που δακρύζουν, με πλησιάζουν άνδρες και μου λένε "μάς έκανες να συγκινηθούμε" και μαζί τους δακρύζω και εγώ. Πάντα υπάρχει ένα χαρτομάντηλο στην τσέπη μου, ξέρω ότι θα το χρειαστώ. Για μένα αυτή η σχέση που δημιουργώ με τον κόσμο, είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή».
Η λατέρνα δεν είναι απλά ένα αντικείμενο, είναι σύντροφος ζωής όπως σημειώνει, ο κ. Μίκρας που χαράσσει τη δική της πορεία. «Ο καλός μου φίλος Μιχάλης Καραδήμος από μικρό παιδί είχε μεγάλη αγάπη για τις λατέρνες και κατάφερε να περάσει αυτή την αγάπη του και σε μένα. Είχε πουλήσει ένα διαμέρισμα για να μπορέσει να αποκτήσει τη δική του λατέρνα και κάθε ημέρα ερχόταν από την Κατερίνη στη Θεσσαλονίκη, για να υπηρετήσει το λειτούργημα του όπως έλεγε. Από 15 χρονών είχε αυτή τη λατέρνα, 35 ολόκληρα χρόνια και πριν, ανήκε σε έναν ηλικιωμένο που την είχε και αυτός από νεαρή ηλικία, ήδη η λατέρνα μας, μετράει συνολικά 70 χρόνια προσφοράς.
Ο Χατζιδάκις πρωταγωνιστεί στο ρεπερτόριο της λατέρνας
Οι μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι πρωταγωνιστούν, όπως λέει. Είναι ο αγαπημένος του συνθέτης. «Παίζω 33 τραγούδια του Χατζηδάκη, που μου αρέσουν πάρα πολύ. Περισσότερο από όλα όμως, μου αρέσει το «Αγάπη που ΄γινες δίκοπο μαχαίρι». Λαχταράω πλέον να παίζω τα τραγούδια, αυτές τις υπέροχες μελωδίες , να προσφέρω χαρά και να εισπράττω αυτή τη μεγάλη αγάπη από τον κόσμο. Μου αρέσει να έρχομαι κάθε Παρασκευή από την Κατερίνη όπου ζω, στη Θεσσαλονίκη, όχι γιατί πρέπει, αλλά για να δίνω αυτή τη διαφορετική νότα παράδοσης. Η αγάπη του κόσμου με κρατάει, κοιμάμαι στο αυτοκίνητο αλλά με αξιοπρέπεια» εξομολογείται χαμογελώντας.
Μέχρι και 1.500 ευρώ μπορεί να κοστίσει το κούρδισμα της λατέρνας
Όπως ο ίδιος τονίζει, δεν είναι εύκολη η απόκτηση και η φροντίδα της λατέρνας. «Σήμερα μια λατέρνα κοστίζει από 500 ευρώ μέχρι 10.000 με 12.000 ευρώ. Ο φίλος μου συνέχεια μου μιλούσε για αυτή, μου ζητούσε να τη φροντίζω, να τη στολίζω, να την κουρδίζω και μου έμαθε ο ίδιος να τη συντηρώ σωστά, δίχως να χρειάζεται να την πηγαίνω σε κάποιο τεχνίτη, διότι ένα κούρδισμα μπορεί να κοστίσει μέχρι και 1.500 ευρώ» επισημαίνει.
Κάθε Παρασκευή, ο Κωνσταντίνος Μίκρας είναι εκεί, συνεπής στα ραντεβού του. Σταθερή συντροφιά η λατέρνα του, αλλά και η Τζένη Καρέζη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, που αιχμάλωτοι αιώνια στη φωτογραφία από το 1955, διηγούνται τη δική τους ερωτική ιστορία, στην ταινία «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο». Όλοι μαζί, στέκονται στις γωνιές της Θεσσαλονίκης και με τις μελωδίες τους ταξιδεύουν τη σύγχρονη πόλη, σε άλλες εποχές, σε παλιές αγάπες, δυνατές στιγμές, πάθη και γλυκές ερωτικές απογοητεύσεις, που μετατράπηκαν για τον καθένα ξεχωριστά, σε νοσταλγικά βιώματα.