Στην κατάσταση στην Ουκρανία και στο διπλωματικό μπρα ντε φερ αναφέρθηκε με δηλώσεις του στο iefimerida.gr o καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Κώστας Λάβδας.
Ο κ. Λάβδας ξεκαθάρισε πως μια εισβολή είναι ναι μεν δυνατή από πλευράς Ρωσίας, αλλά για τώρα τη θεωρεί απίθανη.
«Όσοι θεωρούν ειλημμένη την απόφαση του Κρεμλίνου για εισβολή, μάλλον βιάζονται. Φυσικά, από επικοινωνιακή άποψη, όσο περισσότερο "ειλημμένη" εμφανίζεται η απόφαση του Κρεμλίνου τόσο περισσότερο η μη πραγματοποίηση της εισβολής θα εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της στάσης της Δύσης. Στην πραγματικότητα, παρότι από επιχειρησιακή άποψη η Ρωσία είναι τώρα πια έτοιμη, παραμένει απίθανη μια κλασικού τύπου "εισβολή" της Ρωσίας στην Ουκρανία. Προφανώς όχι αδύνατη, ειδικά αν συνδυαστεί με προβοκάτσια και μορφές υβριδικών επιχειρήσεων, αλλά όχι πιθανή. Τόσο οι τελευταίες δηλώσεις Σολτς, ότι δεν τίθεται θέμα άμεσα για είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, όσο και η σκηνοθετημένη συνομιλία Πούτιν - Λαβρόφ, δείχνουν ότι -όπως εξηγούμε επί σειρά ημερών- ο πόλεμος δεν είναι το πιθανότερο σενάριο», μας είπε χαρακτηριστικά ο έμπειρος καθηγητής και συνέχισε:
«Στο μεταξύ στο Κίεβο, ο Ζελένσκι, ο οποίος προ ημερών καλούσε τη Δύση "να μην προκαλεί πανικό με υπερβολές για επικείμενο πόλεμο" και δήλωνε ότι η πιθανότητα ενός πολέμου "δεν εξαφανίστηκε αλλά δεν ήταν λιγότερο σοβαρή το 2021, δεν βλέπουμε μεγαλύτερη κλιμάκωση από όση υπήρχε πέρσι", τώρα θεωρεί ότι η επίθεση της Ρωσίας επίκειται την Τετάρτη 16/2 και επαναλαμβάνει την επιθυμία για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ενώ λίγο μετά ο εκπρόσωπός του σπεύδει να διευκρινίσει ότι απλώς αναφέρθηκε σε μια ημερομηνία που διαδόθηκε από τα ΜΜΕ. Πέρα από τις γραφικότητες περί της προαναγγελθείσας εισβολής, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τα όρια της διεύρυνσης αποτελούν μέρος της ουσίας της διένεξης. Αλλά και στο Κίεβο, η πραγματικότητα είναι ότι διαφορετικές κυβερνήσεις έχουν αναδείξει διαφορετικές προσεγγίσεις επ’ αυτού και δεν είναι δυνατό να ταυτίσουμε γενικά τις φιλο-δυτικές με τις δημοκρατικά εκλεγμένες, παρότι η σημερινή είναι και τα δύο».
Σχετικά με το παρελθόν και τα γεγονότα στην περιοχή ανέφερε ότι: «Πράγματι η "πορτοκαλί επανάσταση" στο τέλος του 2004 φάνηκε να τραβάει την Ουκρανία προς τη Δύση μεταξύ 2005-2010 (το 2008 υποβλήθηκε και αίτημα για συμμετοχή στο "NATO Membership Action Plan"), αλλά η εκλογική επάνοδος του Γιανουκόβιτς το 2010 έγειρε και πάλι την πλάστιγγα προς την πλευρά της Ρωσίας. Οι εκλογές που επανέφεραν τον Γιανουκόβιτς το 2010 δεν είχαν σημάδια παρατυπιών και η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε το αποτέλεσμα. Ο επανακάμψας Γιανουκόβιτς υπέγραψε συμφωνία για παραμονή του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το 2042 ενώ παράλληλα δήλωνε ότι η Ουκρανία θα παραμείνει «ουδέτερη» και εκτός ΝΑΤΟ. Όταν, δέκα χρόνια αργότερα, με τη νέα Ουκρανική εξέγερση του 2014 ανατράπηκε η κυβέρνηση του Γιανουκόβιτς, ξέσπασαν διαδηλώσεις οργανωμένες από δίκτυα προσκείμενα στη Μόσχα που ζητούσαν στενούς δεσμούς με την Ρωσία αλλά και ανεξαρτησία για την Κριμαία. Η ύπαρξη ισχυρών ρωσόφωνων ομάδων είναι ούτως ή άλλως μια πραγματικότητα. Η εισβολή στην Κριμαία και η προσάρτησή της αποτέλεσε μια τεράστιας σημασίας σφραγίδα του νέου και ανησυχητικού ρόλου της πολιτικής των τετελεσμένων για τον μεταπολεμικό κόσμο στην Ευρασία».
Επιπρόσθετα, επισήμανε ότι: «Η εμπειρία του 2014 φάνηκε σαν διευρυμένη επανάληψη του 2008 (όταν αποδείχτηκε ότι η εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας δεν μπορούσε να βασίζεται σε παρέμβαση της Δύσης) και εδραίωσε στο Κρεμλίνο την πεποίθηση ότι μπορεί να διαχειριστεί τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Σήμερα, αυτό που κυρίως διακυβεύεται είναι το μέλλον των σφαιρών επιρροής και μαζί οι δυνατότητες και τα όρια του νέου, πολυκεντρικού κόσμου. Η Ρωσία επιδίδεται σε μια μορφή προχωρημένης και παρακινδυνευμένης διαπραγμάτευσης (brinkmanship), στο πλαίσιο της οποίας η πίεση που ασκείται στον απέναντι για να κάνει πίσω μπορεί να φτάσει στα ακρότατα όρια της διαπραγμάτευσης πριν το ξέσπασμα της σύγκρουσης. Από τον Πούτιν επιχειρείται μια γενικότερη αναδιάταξη των σχέσεων με τη Δύση, παράλληλα με μια κατά το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση με το Πεκίνο. Όπως είχα γράψει προ ημερών, ενώ ένας πόλεμος εξακολουθεί να αποτελεί το λιγότερο πιθανό σενάριο, η στήριξη του Πεκίνου σημαίνει ότι το Κρεμλίνο θα επιμείνει στην πίεση μέσω αυτής της εξαιρετικά παρακινδυνευμένης διαπραγματευτικής τακτικής, μέχρι να διαπιστώσει κάποιες παραχωρήσεις που (ανεξαρτήτως των όποιων διατυπώσεων περί «εγγυήσεων ασφάλειας») θα συνίστανται ουσιαστικά στην αποδοχή εκ μέρους του ΝΑΤΟ ότι η περαιτέρω διεύρυνση στα ανατολικά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της Ρωσίας και – στο ενεργειακό – στην αύξηση των πιθανοτήτων ολοκλήρωσης του Nord Steam 2».
Κρίση στην Ουκρανία: Πώς μπορεί να επηρεαστεί η Ελλάδα
Σχετικά με το πως μπορεί να επηρεαστεί η Ελλάδα, ανέφερε πως υπάρχουν τέσσερις διαστάσεις, οι οποίες πρέπει να απασχολούν την Ελλάδα. «Το ενεργειακό και οι επιπτώσεις της κρίσης στην παροχή και τις τιμές, η ελληνική ομογένεια, ο ρόλος της Τουρκίας και – τέλος – η διαμορφούμενη διεθνής αρχιτεκτονική στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να κινηθούμε. Οι εξελίξεις σημαίνουν ότι η εύθραυστη ισορροπία μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας θα διαμορφώνεται στο εξής σε ένα επίσης εύθραυστο και απρόβλεπτο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον με θεμελιωδώς πολυκεντρικά στοιχεία, παρά την παροδική πόλωση που καλλιεργείται με κρίσεις όπως αυτή στην Ουκρανία. Η Ρωσία συνεχίζει την πολιτική διάνοιξης ρωγμών στη Δύση, κάτι στο οποίο το καθεστώς Ερντογάν την βοηθά συστηματικά (ενώ παράλληλα προωθεί τα τουρκικά drones στην Ουκρανία). Θα την βοηθούσε ακόμη περισσότερο με μια εσωτερική σύγκρουση στο ΝΑΤΟ, όπως θα ήταν ένα «θερμό επεισόδιο» μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας. Η αναθεωρητική Τουρκία συνεχίζει τον ρόλο της, διαβλέποντας ένα παράθυρο ευκαιρίας στην ουκρανική κρίση, ειδικά όσο αυτή δεν οδηγείται σε πλήρη ρήξη και πόλεμο». επισήμανε ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κώστας Λάβδας.