Η πανδημία που ζούμε ακρωτηριάζει την πόλη, προειδοποιεί ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πολυτεχνείο Ανδρέας Κούρκουλας σε μια διεισδυτική συζήτηση για τις μεγάλες αλλαγές στον δημόσιο χώρο, στην πόλη και στην αρχιτεκτονική που μπορεί να φέρει η πανδημία και η επιβολή του social distancing.
Kυκλοφορεί για λίγο στους δρόμους, με βάση τη νέα νόρμα της καραντίνας, του εγκλεισμού και αισθάνεται σαν να βλέπει έργο του Ντε Κίρικο με την επιβεβλημένη συνθήκη της απουσίας, μας λέει ο αρχιτέκτονας, καθηγητής στο ΕΜΠ Ανδρέας Κούρκουλας. Ο αρχιτέκτονας σημαντικών έργων στην Ελλάδα μαζί με την Μαρία Κοκκίνου, όπως το σύγχρονο τοπόσημο που αποτελεί το Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς, προειδοποιεί ότι η πόλη βιώνει συνθήκες ακρωτηριασμού. Μιλά στο iefimerida.gr για τον κίνδυνο των νευρώσεων από μια παρατεταμένη συνθήκη εγκλεισμού και social distancing, για το πώς την επόμενη μέρα όλα θα είναι αλλιώς και ακόμα και ο σχεδιασμός μπορεί να αλλάξει –θυμίζοντας γιατί καταγγέλθηκε και απέτυχε η μοντέρνα πόλη και στραφήκαμε στην αγάπη για μεγαλουπόλεις όπως η Νέα Υόρκη.
Ποιο είναι το πρώτο στοιχείο που καταλύεται με όρους αρχιτεκτονικής, μέσα από τη συνθήκη του εγκλεισμού που επιβάλλει η πανδημία του κορωνοϊού;
H ιδέα της σύγχρονης μεγαλούπολης καταλήγει σε μια έννοια: πυκνότητα. Για πρώτη φορά στον πλανήτη είδαμε υπερσυγκέντρωση πληθυσμών, από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά. Αρα πυκνότητα συναντήσεων, βλεμμάτων. Αυτή τη στιγμή με την πανδημία είναι σαν να ακρωτηριάζεται η πόλη. Τα δωμάτια της πόλης που είναι σε κοινή χρήση γίνονται σταδιακά χώροι ερήμωσης.
Οπου δωμάτια πόλης, ο δημόσιος χώρος, σωστά;
Ο δημόσιος χώρος, που γίνεται τώρα χώρος μοναξιάς. Αν μου πείτε που υπάρχει στη ζωγραφική αυτό θα σας έλεγα στις αναπαραστάσεις του ντε Κίρικο, στο «Η μελαγχολία της αναχώρησης». Είναι δημόσιοι χώροι, σταθμοί, πόλεις, όπου συναντάς μόνο ένα ή δύο σώματα. Αυτό το πράγμα μας συγκλονίζει, γιατί καταλαβαίνουμε αυτομάτως την έννοια της απουσίας. Υπάρχει αναμονή για κάτι που δεν γίνεται. Τα δωμάτια της πόλης είναι φτιαγμένα για συναντήσεις, επαφές βλεμμάτων, αγγιγμάτων, οσφρήσεων. Ολα αυτά αναιρούνται τούτη τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας. Ο χώρος εξακολουθεί να υπάρχει, όμως η απαγόρευση της χρήσης του δημιουργεί αυτή την έντονη μελαγχολία. Σε αντίθεση με την κατάθλιψη, η μελαγχολία περιέχει μέσα της και μια θετική προσμονή.
Την προσμονή της επιστροφής;
Της επιστροφής σε μια κανονικότητα, της κατάργησης του ακρωτηριασμού. Να αρχίσει να ισορροπεί ξανά η πόλη.
Τον ακρωτηριασμό αυτό τον υφίσταται η πόλη, αλλά και ο πολίτης;
Βεβαίως. Ουσιαστικά αμφισβητείται η έννοια της πόλης αυτή τη στιγμή. Η διαφορά από τη μοναξιά του Δεκαπενταύγουστου στο Σύνταγμα ή στο κέντρο της Αθήνας, είναι ότι τότε ξέρουμε ότι πίσω από τα κτίρια, τα γραφεία, τις κατοικίες δεν υπάρχει κανείς, λείπουν όλοι. Το γνωρίζουμε αυτό. Τώρα όμως όλα αυτά είναι φουλ γεμάτα με σώματα, βλέμματα που κοιτάνε στον δημόσιο χώρο. Προσπαθεί η πόλη, η κοινωνία, να αρχίσει να φτιάχνει αυτές τις γέφυρες του δημοσίου και εκμεταλλεύεται πράγματα που είναι απειροελάχιστα και δεν είχαν ως τώρα καμία χρήση. Είναι καταπληκτικό να υμνούμε τα μπαλκόνια που δεν χρησιμοποιούμε ποτέ.
Τα ακατοίκητα μπαλκόνια, τους ημιυπαίθριους που συχνά κλείναμε για να γίνουν δωμάτια...
Είχε έρθει ένας σπουδαίος Ιταλός αρχιτέκτονας, ο Luigi Snozzi, για μια διάλεξη στη Θεσσαλονίκη και μετά στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Μας είπε «έκανα τη διαδρομή από Θεσσαλονική-Αθήνα και κοιτούσα όλες αυτές τις πολυκατοικίες με τα μπαλκόνια. Δεν είδα ποτέ ψυχή να κάθεται σε αυτά». Διότι στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι της συνεύρεσης γινόταν στον δημόσιο χώρο και το μπαλκόνι έχασε σταδιακά την έννοια της φυγής από το σπίτι. Και ξαφνικά τώρα, βλέπεις κόσμο στα μπαλκόνια –αφού δεν μπορεί να βγει στους δρόμους- και είναι σαν να βγαίνει σε ένα κατώφλι για να επικοινωνήσει.
Τα μπαλκόνια ως πλατφόρμα επικοινωνίας, αλλά και περφόρμανς, με τα τραγούδια, τα χειροκροτήματα.
Εχει τρομερό ενδιαφέρον ότι ξαφνικά τα μπαλκόνια γίνονται σκηνές και θέατρο. Γίνονται θέσεις είτε για να παίξουμε, είτε για να ακούσουμε.
Πώς βιώνετε αυτές τις μέρες την περιήγησή σας στην άδεια πόλη;
Οπως στα έργα του Ντε Κίρικο. Με συγκλονίζει η ιδέα της απουσίας σε ένα πλεονάζοντα χώρο, σε έναν χώρο όπου θα μπορούσες να έχεις μια ολόκληρη μπάντα, ή μια διαδήλωση. Και ξαφνικά, εκεί, υπάρχει μόνο ένα σώμα που κινείται. Αυτό είναι ένα σοκ – ο ακρωτηριασμός της πόλης που αν της κόψεις ένα κομμάτι αρχίζει και γίνεται φυλακή. Οσο οι άνθρωποι δεν θα μπορούν να συναυλίζονται θα δημιουργηθούν πολλές νευρώσεις. Αυτό που ζούμε είναι μεγάλη χειρουργική τομή στον πολιτισμό, στην πόλη.
Την επόμενη μέρα πώς θα αλλάξει και η σχέση μας με την πόλη;
Τίποτα δεν θα είναι ίδιο. Σε αυτόν τον ακρωτηριασμό που περιγράφουμε, στα κτίρια με εγκλωβισμένα μέσα τους σώματα και βλέμματα, πρέπει να προσθέσουμε τον παράγοντα του διαδικτύου. Εγώ έχω βιώσει μια περίοδο εγκλεισμού στη ζωή μου για περίπου οκτώ μήνες, ήταν μια περίοδος όμως που δεν υπήρχε διαδίκτυο. Διάβαζα και άκουγα μουσική. Πλήρης απομόνωση. Τώρα υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος παράλληλος με τον υλικό κόσμο της πόλης που δημιουργεί δίκτυα σχέσεων και διαμορφώνει μια κοινωνική συνοχή. Είναι εντελώς διαφορετική η πόλη πριν και μετά το διαδίκτυο.
Αρκεί να μην καταρρεύσει το διαδίκτυο.
Αν καταρρεύσει, ο ακρωτηριασμός θα είναι ακόμα πιο μεγάλος. Τώρα είναι αντίβαρο σε αυτή την αναστάτωση που ζούμε, υποκαθιστά την κοινωνική πύκνωση.
Εσχάτως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συναντώ έργα του Χόπερ, τις μοναχικές φιγούρες μέσα από δωμάτια που κοιτούν έξω από το παράθυρο, ή στέκονται στο μπαλκόνι. Τα έργα αυτά μοιάζουν με τη φωτογραφία της στιγμής, του τώρα.
Είναι, γιατί τα έργα του Χόπερ έχουν την ιδέα του μέσα – έξω, με τις συνεχείς αναπαραστάσεις των ορίων. Αποθεώνει τον τοίχο, το όριο, ο Χόπερ. Πάντα υπάρχει μια μοναξιά στα έργα του. Ξέρουμε ότι στην αρχιτεκτονική τα παράθυρα είναι μάτια, εν δυνάμει βλέμματα. Και πρέπει να ξέρετε ότι τώρα, αυτά τα εν δυνάμει βλέμματα είναι φορτισμένα. Το καλοκαίρι βλέπεις τα κτίρια και λες «θα μπορούσε να με δει, όμως ξέρω ότι δεν είναι εδώ κανείς, η πόλη είναι άδεια». Τώρα ξέρεις ότι η πόλη είναι γεμάτη εσωτερικά βλέμματα που κοιτάνε το κενό, κοιτάνε την απουσία ζωής. Αυτό έχει τρομερή ένταση μέσα του, γιατί το ανταποδοτικό βλέμμα, το πώς βλέπω ή με βλέπουν είναι μέρος σημαντικό της κοινωνίας μας. Είμαστε οφθαλμοκεντρικά ζώα, το βλέμμα είναι ηχηρό στην συγκρότηση της κοινωνίας.
Αναφερθήκατε σε μια λέξη κλειδί, στα όρια. Θα καταλάβουμε τώρα την σημασία τους;
Απολύτως. Η αρχιτεκτονική θέτει όρια που έχουν πολλές μορφές, είναι τοίχος, τζάμι, πόρτα... Ολα αυτά συγκροτούν μια χορογραφία κινήσεων μέσα στην πόλη. Τώρα όμως, ξαφνικά, έχει φιμωθεί το κτίριο, η πόρτα. Εχει σφραγισθεί η πόρτα που είναι σαν το στόμα, ξερνάει πράγματα. Με τον εγκλεισμό που ζούμε, βγαίνει μόνο το βλέμμα από το παράθυρο και αντικρίζει τη μοναξιά. Αυτό είναι συγκλονιστικό. Ο Χόπερ το κάνει αυτό με βλέμμα, ο Ντε Κίρικο με μια πιο πανοπτική ματιά.
Οι πόρτες έχουν σφραγίσει λέτε, υπάρχουν μόνο βλέμματα. Οπως και εμείς, έχουμε στόματα κλειστά με μάσκες και φαίνονται μόνο τα μάτια, ο τρόπος που κοιτάζουμε.
Ακριβώς, όπως η μάσκα κλείνει το στόμα για να μην έρθει το μικρόβιο, αυτό στην αρχιτεκτονική το κάνει η πόρτα. Σφραγίζονται τα στόματα των ανθρώπων και τα στόματα των κτιρίων προς την πόλη. Η επικοινωνία τού μέσα με το έξω που κυρίως στη Μεσόγειο είναι η πεμπτουσία της πόλης.
Αυτό που ζούμε τώρα, εν μέσω πανδημίας, πιστεύετε ότι θα γίνει μια νέα παράμετρος στον τρόπο που θα σχεδιάζουν οι νέοι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι;
Αν από την ιατρική και τη βιολογία δεν βρεθούν τρόποι αντιμετώπισης των ιών που θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε όπως ζούσαμε ως τώρα, είναι φανερό ότι θα υπάρξουν μεγάλες ανατροπές σε βάθος χρόνου. Ο μοντερνισμός, η μοντέρνα πόλη, η πόλη του Λε Κορμπυζιέ, ήταν πόλεις της μοναξιάς.
Του social distancing, δηλαδή;
Aυτό που τις τελευταίες εβδομάδες είναι επιτακτικό ζητούμενο, εκεί ήταν δεδομένο και μάλιστα κρυφό δεδομένο: social distancing . Οι άνθρωποι στα δημόσια συγκροτήματα υπέφεραν από μοναξιά. Οι δημόσιοι χώροι ήταν τεραστίων διαστάσεων – αγροί ας πούμε- που δεν έκαναν ποτέ πύκνωση για να μπορέσουν να φτιάξουν πόλη. Αν καταγγέλθηκε ο μοντερνισμός ήταν για αυτό, για το social distancing. Eκείνα τα συγκροτήματα εγκαταλείφθηκαν, βανδαλίστηκαν, η μοντέρνα αρχιτεκτονική αυτό πλήρωσε. Για αυτό επανήλθαμε στις παλιές πόλεις του οικοδομικού τραγώνου, αρχίσαμε να υμνούμε την Νέα Υόρκη ως μεγαλούπολη σχεδιασμένη για να έχει αυτή την πύκνωση. Το μοντέρνο κίνημα τα έκανε θάλασσα φτιάχνοντας νεκροπόλεις με τεράστιο αλλά κενό δημόσιο χώρο. Θέλω να πιστεύω ότι η ιατρική θα βρει τρόπους να αντιμετωπίσει αυτούς τους ιούς και δεν θα φτάσουμε σε σημείο να καταστραφεί η πόλη, να φτιάξουμε προαστιακές καταστάσεις, να επικρατήσει το social distancing, η συνθήκη τού «δεν βλέπω, δεν επικοινωνώ». Αν φτάσουμε εκεί, είναι προφανές ότι θα αλλάξει ο σχεδιασμός των πόλεων. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα συμβεί αυτό, ότι η επιστήμη θα δώσει απαντησεις.
Η Αθήνα, πώς είναι σχεδιασμένη απέναντι σε αυτές τις πανδημίες;
Η Αθήνα βρίσκεται στον αντίποδα της μοντέρνας πόλης, του social distancing. Eμείς οι πολεοδόμοι αρχιτέκτονες καταγγέλλαμε επί χρόνια την Αθήνα ότι είναι αβίωτη, δεν την γουστάραμε, δεν είχε πράσινο... Ηταν κυρίαρχη η ιδέα της πύκνωσης. Και όμως, βλέπεις εσχάτως ότι η Αθήνα γίνεται προορισμός για νέους αρχιτέκτονες διεθνώς, διότι θεωρείται πολύ κοινωνική πόλη. Το μοντέλο του μικρού οικοδομικού τετραγώνου, της μικρής πολυκατοικίας που έχει δηλαδή πολλά στόματα και πολλά μάτια, δημιούργησε μια έξαρση κοινωνικότητας και κοινωνικού κοντρόλ στο δημόσιο χώρο. Η Αθήνα χαρακτηρίστηκε πόλη που δεν έχει φόβο, διότι αυτά τα βλέμματα και τα στόματα που υπάρχουν στο όριο μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου έπαιξαν τον ρόλο της ασφάλειας.