Σε έξι χρόνια από τώρα ο πολυϊσοβίτης Δημήτρης Κουφοντίνας θα μπορεί να ζητήσει την αποφυλάκισή του με όρους, αποφάσισε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας.
Οι δικαστές εξέτασαν την αίτηση αποφυλάκισης του «Λουκά» της 17Ν και έκριναν ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις, καθώς το 2027 θεμελιώνει το δικαίωμα να ζητήσει να βγει από τη φυλακή.
Το βούλευμα ανατρέπει τα μέχρι τώρα δεδομένα, καθώς αποφαίνεται ότι η αίτηση του Δ. Κουφοντίνα, που στηρίχθηκε στις επιεικέστερες διατάξεις περί υφ’ όρων απόλυσης του Ποινικού Κώδικα που ίσχυε πριν από την ψήφιση του νέου Π.Κ. (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2019), πρέπει να απορριφθεί.
Βάσει των παλαιών διατάξεων, ο πολυϊσοβίτης υπέβαλε αίτημα να αποφυλακιστεί με όρους, καθώς στις 5 Σεπτεμβρίου 2021 είχε συμπληρώσει 19 χρόνια πραγματικής έκτισης ποινής και 8 χρόνια ευεργετικής έκτισης ποινής (με τα μεροκάματα της φυλακής), με το αιτιολογικό ότι εφαρμόζεται πάντα ο ευεργετικότερος για τον κατηγορούμενο νόμος.
Ο παλιός Ποινικός Κώδικας προέβλεπε ότι δικαίωμα αιτήματος αποφυλάκισης θεμελιώνεται για όλους τους ισοβίτες ύστερα από 16 ή 19 -το πολύ- χρόνια έκτισης ποινής.
Το ζήτημα απασχόλησε το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο της Λαμίας, το οποίο, ακολουθώντας την εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι ο παλιός κώδικας (προ του 2019) αναφερόταν σε περιπτώσεις καταδικασμένων σε μία φορά ισόβια κάθειρξη και όχι σε καταδίκους με πολλαπλά ισόβια, όπως στην περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα.
Το σκεπτικό του βουλεύματος
Στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρεται ότι η έλλειψη ρητής αναφοράς στον προηγούμενο κώδικα σε πολυϊσοβίτες δημιουργεί «κενό νόμου», το οποίο καλυπτόταν νομολογικά από τα δικαστήρια. Το κενό μάλιστα, όπως αναφέρεται, καλύφθηκε από τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019, που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπου αναφέρεται ότι οι πολυϊσοβίτες μπορούν να ζητήσουν την υφ' όρων απόλυσή τους στα 25 χρόνια (άρθρο 105Β παρ. 6 ΠΚ).
Επιπλέον, οι δικαστές αναφέρουν: «Η γενική αρχή της εφαρμογής της επιεικέστερης διάταξης εφαρμόζεται μόνον αναφορικά με διατάξεις νόμων και όχι μεταξύ διάταξης νόμου και ευμενέστερης νομολογειακής αντιμετώπισης όταν υφίσταται κενό δικαίου».