Το επίπεδο της διασποράς του κορωνοϊού SARS-CoV-2 στην κοινότητα με βάση, όχι απλώς τα διαγνωσθέντα κρούσματα, αλλά το επίπεδο της συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού στα αστικά υγρά απόβλητα, ανιχνεύει διεπιστημονική ομάδα ερευνητών του ΑΠΘ.
Η έρευνα, την οποία χρηματοδοτεί από ίδιους πόρους το ΑΠΘ, ξεκίνησε ήδη στο πεδίο και συγκεκριμένα στα αστικά υγρά απόβλητα της Θεσσαλονίκης, με σκοπό να υπάρχει ποσοτική εκτίμηση της χρονικής εξέλιξης της παρουσίας του SARS-CoV-2 στον πληθυσμό της πόλης.
Σε συνεργασία με την Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ), η οποία συνδράμει τόσο στη συλλογή δειγμάτων στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης (ΕΕΛΘ), όπου καταλήγουν όλα τα λύματα από το αποχετευτικό δίκτυο της ΕΥΑΘ, όσο και στη διάθεση μετρήσεων παροχής και βασικών ποιοτικών χαρακτηριστικών των εισερχόμενων λυμάτων, πραγματοποιούνται τρεις δειγματοληψίες κάθε εβδομάδα (ανά δύο ημέρες).
Ερευνα για τον κορωνοϊό
Το έργο υλοποιείται από επιστημονικές ομάδες, που συγκρότησαν έξι διαφορετικά τμήματα του Αριστοτελείου:
της Ιατρικής με επικεφαλής τον καθηγητή Παιδιατρικής- Λοιμωξιολογίας Εμμανουήλ Ροηλίδη και τον αν. Καθηγητή Παθολογίας- Λοιμωξιολογίας Συμεών Μεταλλίδη, της Κτηνιατρικής με επικεφαλής τον πρύτανη του ΑΠΘ και καθηγητή Παθολογικής Ανατομικής Νίκο Παπαϊωάννου, της Βιολογίας με επικεφαλής τον καθηγητή Μηνά Αρσενάκη και την επίκουρη καθηγήτρια Δήμητρα Ντάφου, της Φαρμακευτικής με επικεφαλής τον καθηγητή Φαρμακολογίας Θεόδωρο Σκλαβιάδη, των Πολιτικών Μηχανικών με επικεφαλής την Χημικό Μηχανικό Δρα Μαρία Πεταλά και της Χημείας με επικεφαλής τον καθηγητή Θεόδωρο Καραπάντσιο.
Λόγω της σπουδαιότητας του έργου, αλλά και της έντονης διεπιστημονικότητας του ερευνητικού αντικειμένου, το έργο συντονίζεται απευθείας από τον Πρύτανη του ΑΠΘ.
«Η μέθοδος έχει τεράστια υγειονομική σημασία και τα αποτελέσματά της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως έμμεσος δείκτης του βαθμού διασποράς του ιού σε συγκεκριμένες κοινότητες, ιδρύματα και άλλους ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος οικιστικούς οργανισμούς, καθώς και μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαϊωάννου, επισημαίνοντας ότι «το Αριστοτέλειο έχει θέσει όλες του τις δυνάμεις στη διάθεση της ελληνικής πολιτείας με στόχο την επιστημονική υποστήριξη λήψης κρίσιμων αποφάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS-CoV-2».
Πρωτοποριακό ερευνητικό πρόγραμμα για τον κορωνοϊό
Σε ό,τι αφορά τη διεθνή πρωτοπορία του ερευνητικού προγράμματος, εξήγησε: «Αντίθετα με την περιορισμένη πρόσφατη διεθνή πρακτική να γίνονται μόνο αναλύσεις για την ανίχνευση του ιού στα λύματα, η ομάδα του ΑΠΘ καινοτομεί σε παγκόσμιο επίπεδο με την οριζόντια διεπιστημονική προσέγγιση του προβλήματος».
Έτσι, εκτός από τους μοριακούς βιολόγους και φαρμακοποιούς για την ανίχνευση του ιού, υπάρχει ιατρική ομάδα λοιμωξιολόγων για την κλινική συσχέτιση και αποτίμηση των μετρήσεων. Επιπλέον, υπάρχει ομάδα μηχανικών τεχνικής περιβάλλοντος για την αρχική επεξεργασία των δειγμάτων και πραγματοποίηση σειράς μετρήσεων περιβαλλοντικών παραμέτρων, καθώς και ομάδα χημικών για την πραγματοποίηση χημικών αναλύσεων, με σκοπό να εκτιμηθούν πιθανές παρεμποδίσεις ή αλλοιώσεις στην ανιχνεύσιμη ποσότητα του ιού από άλλα διαλυμένα ή διεσπαρμένα υλικά στα λύματα.
«Πώς προσδιορίζεται η συγκέντρωση κορωνοϊού στα λύματα»
Στα αποχετευτικά δίκτυα των πόλεων καταλήγουν ανθρωπογενή απόβλητα, τα οποία περιέχουν σωματικά υγρά (ούρα, σάλιο, ιδρώτα, αίμα, αναπνευστικές εκκρίσεις), υγρά από πλύσιμο του σώματος και των ρούχων, περιττώματα, ακαθαρσίες κλπ. Όλα τα παραπάνω περιέχουν ανθρώπινο βιολογικό υλικό και φυσικά στην περίπτωση της τωρινής πανδημίας μέσα σε αυτό βρίσκεται και το αντιπροσωπευτικό γονιδίωμα του ιού SARS-CoV-2, προερχόμενο από κατοίκους που είτε νοσούν είτε είναι ασυμπτωματικοί φορείς του ιού.
Με βάση την περιορισμένη πρόσφατη διεθνή βιβλιογραφία (Ολλανδία, Αυστραλία, ΗΠΑ, Γαλλία, Σουηδία) τα λύματα δεν αναμένεται να περιέχουν ενεργά μολυσματικά σωματίδια του ιού, αλλά υπολείμματα του ιού, που είναι μεν ανενεργά για τη μετάδοση της νόσου, αλλά αποτελούν ικανά στοιχεία ανίχνευσης και ποσοτικού προσδιορισμού της παρουσίας του ιού.
Συνεπώς, ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης του γονιδιώματος του ιού στα λύματα μπορεί να αποτελεί ποσοτικό δείκτη του επιπέδου διασποράς του ιού σε όλη την κοινότητα και όχι μόνο στα διαγνωσθέντα κρούσματα του ιού.
Οι ερευνητικές ομάδες από τα έξι τμήματα του ΑΠΘ συνεργάζονται στην ανάπτυξη και ενός θεωρητικού μοντέλου εκτίμησης αριθμού κρουσμάτων με βάση τις μετρήσεις συγκέντρωσης του ιού, ισοζυγίων μάζας στα λύματα, καθώς και την ιολογική αποτίμηση εκκριμάτων από κρούσματα που έχουν νοσηλευτεί.
Η αρχική διάρκεια του έργου είναι τέσσερις μήνες με δυνατότητα επέκτασης ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας.