Ένα μοναδικό αφιέρωμα στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η Ελλάδα την πανδημία του κορωνοϊού κάνει ο Guardian, με τις μαρτυρίες γιατρών της πρώτης γραμμής της κρίσης να εξηγούν πώς τα κατάφερε η χώρα τόσο καλά.
Η δρ Γιώτα Λουρίδα, 21 χρόνια γιατρός και επικεφαλής λοιμωξιολόγος στο νοσοκομείο «Σωτηρία», εξηγεί πώς το τμήμα της αντιμετώπισε την κρίση αλλά και τον αντίκτυπο που είχαν τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που έλαβε η χώρα προκειμένου να μετριάσει τα εν δυνάμει καταστροφικά αποτελέσματα.
«Ποτέ δεν έχω κληθεί να αντιμετωπίσω κάτι για το οποίο δεν υπάρχει θεραπεία»
Τονίζοντας πως το υγειονομικό σύστημα της Ελλάδας είναι αποδεκατισμένο εξαιτίας της 10ετούς οικονομικής κρίσης της χώρας, αναφέρει πως ήταν ένα πολύ μεγάλο ερώτημα, για μια χώρα που δεν έχει επαρκή κρεβάτια, το πώς θα αντιμετώπιζε το Εθνικό Σύστημα Υγείας την πανδημία του κορωνοϊού. Όπως λέει, με την ανακοίνωση του πρώτου κρούσματος κορωνοϊού στην Ελλάδα, στα τέλη Φεβρουαρίου, το νοσοκομείο «Σωτηρία» μετατράπηκε σε νοσοκομείο αναφοράς για τον κορωνοϊό. Τα περιστατικά αυξάνονταν σταδιακά, μέχρι που η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον περιορισμό της κυκλοφορίας και στη συνέχεια το πλήρες lockdown.
Το επόμενο διάστημα, όπως σημειώνει, πέρασε με μεγάλο άγχος επειδή οι γιατροί προσπαθούσαν να βρουν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να διαχειριστούν αυτά τα περιστατικά. Όπως αναφέρει, πέρα από τη σωματική κούραση, είχαν να αντιμετωπίσουν και μια άλλη, την ψυχολογική, θεωρώντας πως ό,τι κι αν έκαναν, ήταν ένα τίποτα. «Μια τρύπα στο νερό», όπως λέει χαρακτηριστικά. «Ποτέ δεν έχω κληθεί να αντιμετωπίσω κάτι για το οποίο ξεκάθαρα δεν υπάρχει καμία θεραπεία», συμπληρώνει.
Στιγμές μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης
Μιλώντας στην κάμερα του Guardian, η δρ Αντωνία Κουτσούκου λέει με τη σειρά της πως υπήρξαν στιγμές μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης. Αυτό που την έχει τραυματίσει πάρα πολύ ήταν όταν χρειάστηκε να δουν ασθενείς να καταλήγουν, χωρίς να είναι οι δικοί τους δίπλα να τους αποχαιρετήσουν. «Ο φόβος», όπως λέει, «ήταν να μην γίνουμε όπως οι γειτονικές χώρες». Αλλά σύμφωνα με την ίδια, ο λόγος που η Ελλάδα τα κατάφερε ήταν γιατί δεν πιέστηκε και δεν κατέρρευσε το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Όπως τονίζει και η δρ Γιώτα Λουρίδα, καίριας σημασίας ήταν το γεγονός πως όταν άρχισαν να αυξάνουν τα κρούσματα κορωνοϊού στη χώρα μας και να ανεβαίνει η καμπύλη, τα μέτρα και τα νούμερα έπεισαν τον κόσμο να τηρήσει τα μέτρα. Η διαφύλαξη της υγείας, όπως λέει, χτύπησε μια ευαίσθητη χορδή στον περισσότερο κόσμο. Η προστασία των αδύναμων, των ευάλωτων, των ηλικιωμένων, των γονιών μας. Μέσα από όλη αυτή την κρίση, όπως λέει η γιατρός, θυμηθήκαμε όλοι μας γιατί γίναμε γιατροί. Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε κάπου αλλού.
«Από τις λίγες στιγμές στη ζωή μου που ένιωσα φόβο»
Μία ακόμη γιατρός που μίλησε στον Guardian, η φυσιοθεραπεύτρια Γεωργία Κολοφωτιά, είπε πως ήταν από τις λίγες στιγμές στη ζωή της που ένιωσε φόβο. «Έπιασα τον εαυτό μου πολλές φορές να κλαίει» λέει χαρακτηριστικά. Αναφέροντας ένα παράδειγμα, λέει πως κάποια στιγμή μπήκε σε ένα δωμάτιο, περιμένοντας να δει έναν ηλικιωμένο ασθενή, με υποκείμενα νοσήματα, αλλά διαπίστωσε πως επρόκειτο για έναν άνδρα 50 χρονών, χωρίς κάποιο άλλο πρόβλημα υγείας και δίπλα στο κρεβάτι του υπήρχε μια ζωγραφιά που έλεγε «Μπαμπά, σε περιμένουμε σπίτι». Εκεί, λέει, της κόπηκαν τα πόδια.
Κλείνοντας, η δρ Γιώτα Λουρίδα λέει πως πλέον ο κίνδυνος είναι η κόπωση του προσωπικού, ανάλογα με το πόσο ακόμη θα κρατήσει αυτό και πόσα ακόμη κύματα θα έρθουν. Αυτό που χρειάζεται να γίνει, όπως λέει, είναι η ενίσχυση του συστήματος για να μη βρεθούμε σε μια κατάσταση Ιταλίας. Ωστόσο, αναρωτιέται εάν υπάρχουν συστήματα υγείας που να μπορούν να αντέξουν μια τόσο δύσκολη κατάσταση όπως αυτή στη γειτονική χώρα. Καταλήγοντας, τονίζει πως ναι μεν πρέπει να υπάρχει κατάλληλη προετοιμασία στα νοσοκομεία, αλλά το «παιχνίδι» παίζεται έξω από αυτά.