«Η κλιματική αλλαγή και άλλοι ανθρώπινοι παράγοντες επιδείνωσαν τις καταστροφές από τις πλημμύρες στη Λιβύη και την Ελλάδα» αναφέρει μελέτη επιστημονικής ομάδας.
«Η ανθρωπογενής υπερθέρμανση συνέβαλε ώστε οι έντονες βροχοπτώσεις να είναι έως και 10 φορές πιο πιθανές στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία και έως και 50 φορές πιο πιθανές στη Λιβύη, ενώ παράγοντες όπως οι κατασκευές σε πεδιάδες με μεγάλο πλημμυρικό κίνδυνο, η κακή συντήρηση των φραγμάτων και άλλοι τοπικοί παράγοντες συνετέλεσαν ώστε οι βροχοπτώσεις να μετατρέψουν τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε ανθρωπιστική καταστροφή» τονίζει η μελέτη που διεξήχθη από 13 ερευνητές ως μέλη της ομάδας World Weather Attribution, συμπεριλαμβανομένων επιστημόνων από πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα, την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι έντονες βροχοπτώσεις, που προκάλεσαν καταστροφές σε μεγάλα τμήματα της Μεσογείου στις αρχές Σεπτεμβρίου, είναι πιο πιθανό να συμβούν λόγω της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι αποτέλεσμα των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με την ταχεία ανάλυση που πραγματοποιήθηκε από διεθνή ομάδα κλιματικών επιστημόνων από την ομάδα World Weather Attribution.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι η καταστροφή που προκλήθηκε από την έντονη βροχόπτωση ήταν πολύ μεγαλύτερη λόγω παραγόντων που περιελάμβαναν κατασκευές σε περιοχές επιρρεπείς στις πλημμύρες, την αποψίλωση των δασών, αλλά και τις συνέπειες των συγκρούσεων στη Λιβύη.
Για το ιστορικό της μετεωρολογικής κατάστασης αναφέρεται ότι στις αρχές Σεπτεμβρίου ένα αποκομμένο χαμηλό που επηρέασε την Ισπανία και ένα σύστημα χαμηλής πίεσης με το όνομα Daniel, το οποίο σχηματίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο, προκάλεσαν ισχυρές βροχοπτώσεις σε διάστημα 10 ημερών σε πολλές χώρες, όπως σε Ισπανία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Τουρκία και Λιβύη.
Τα δεδομένα που αναλύθηκαν, τι διαπίστωσαν για την Ελλάδα
Για να ποσοτικοποιηθεί η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στις βροχοπτώσεις της περιοχής, οι επιστήμονες ανέλυσαν κλιματικά δεδομένα και προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων για να συγκρίνουν το κλίμα του παρελθόντος με τη σημερινή κλιματική πραγματικότητα, μετά από άνοδο κατά περίπου 1,2°C βαθμών της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, έναντι αυτής που επικρατούσε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για την ανάλυση έχει αξιολογηθεί και δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά.
Οι επιστήμονες χώρισαν την ανάλυσή τους σε τρεις περιοχές:
- τη Λιβύη, όπου η ανάλυση επικεντρώθηκε στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, όπου έπεσε το μεγαλύτερο μέρος της βροχόπτωσης,
- Ελλάδα, Βουλγαρία και Τουρκία, όπου η ανάλυση εξέτασε τη μέγιστη βροχόπτωση σε τέσσερις συνεχόμενες ημέρες και
- την Ισπανία, όπου το μεγαλύτερο μέρος της βροχής έπεσε μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Για τη Λιβύη, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έκανε το φαινόμενο έως και 50 φορές πιο πιθανό να συμβεί, και προκάλεσε έως και 50% περισσότερες βροχοπτώσεις κατά την περίοδο αυτή, ως αποτέλεσμα των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Το φαινόμενο εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο και μπορεί να αναμένεται να συμβεί μόνο μία φορά στα 300-600 χρόνια, στο σημερινό κλίμα.
Για την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία ως σύνολο, η ανάλυση έδειξε ότι η κλιματική αλλαγή έκανε το φαινόμενο έως και 10 φορές πιο πιθανό να συμβεί, και προκάλεσε έως και 40% περισσότερες βροχές, ως αποτέλεσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που έχουν θερμάνει τον πλανήτη.
Για αυτή τη μεγάλη περιοχή, η οποία περιλαμβάνει τμήματα των τριών χωρών, το γεγονός είναι πλέον αρκετά κοινό και μπορεί να αναμένεται περίπου μία φορά κάθε 10 χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι έχει 10% πιθανότητα να συμβαίνει κάθε χρόνο.
Συγκεκριμένα όμως για την κεντρική Ελλάδα, όπου σημειώθηκαν οι ισχυρότερες βροχοπτώσεις και σημειώθηκαν οι περισσότερες καταστροφές, το φαινόμενο είναι λιγότερο πιθανό και αναμένεται να εμφανίζεται μόνο μία φορά κάθε 80-100 χρόνια, που ισοδυναμεί με πιθανότητα 1-1,25% να συμβαίνει κάθε χρόνο.
Στην Ισπανία, όπου το μεγαλύτερο μέρος της βροχής έπεσε σε λίγες μόνο ώρες, οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι τέτοιες έντονες βροχοπτώσεις αναμένονται μία φορά κάθε 40 χρόνια, αλλά δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν πλήρη ανάλυση, καθώς τα διαθέσιμα κλιματικά μοντέλα δεν αποτυπώνουν ορθά τις ισχυρές βροχοπτώσεις σε χρονικές κλίμακες μικρότερες της μίας ημέρας.
Τι έπαιξε ρόλο
Σημειώνεται ότι τα παραπάνω ευρήματα έχουν μεγάλες μαθηματικές αβεβαιότητες, καθώς τα φαινόμενα συνέβησαν σε σχετικά μικρές περιοχές και τα περισσότερα κλιματικά μοντέλα δεν αντιπροσωπεύουν καλά τη βροχόπτωση σε αυτές τις μικρές χωρικές κλίμακες.
Αν και οι επιστήμονες δεν μπορούν να αποκλείσουν εντελώς την πιθανότητα η κλιματική αλλαγή να μην έχει επηρεάσει την πιθανότητα εμφάνισης και την ένταση των φαινομένων, είναι βέβαιοι ότι έπαιξε ρόλο για τρεις κύριους λόγους:
- Οι αυξημένες θερμοκρασίες γενικά οδηγούν σε πιο έντονες βροχοπτώσεις και οι μελέτες προβλέπουν ισχυρότερες βροχοπτώσεις στην περιοχή, αυξανομένης της θερμοκρασίας.
- Δεν εντοπίστηκαν στοιχεία για παράγοντες που μπορεί να καθιστούν λιγότερο πιθανή την ισχυρή βροχόπτωση και να εξισορροπούν την επίδραση της κλιματικής αλλαγής.
- Τα στοιχεία των μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή δείχνουν τάση προς ισχυρότερες βροχοπτώσεις.
Λόγω των περιορισμών που τίθενται από τα κλιματικά μοντέλα, οι επιστήμονες δεν έδωσαν μια κεντρική εκτίμηση για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, όπως έκαναν σε προηγούμενες μελέτες, αλλά έδωσαν ένα ανώτατο όριο της επίδρασης αυτής.
Ένα βασικό εύρημα της μελέτης είναι ότι οι πολύ μεγάλες επιπτώσεις που παρατηρήθηκαν σε ορισμένες από τις περιοχές προκλήθηκαν από έναν συνδυασμό υψηλής ευπάθειας του πληθυσμού και της έκθεσής του στο γεγονός.
Για παράδειγμα, στην πληγείσα περιοχή στη Κεντρική Ελλάδα, οι περισσότερες πόλεις και κοινότητες και μεγάλο μέρος των υποδομών βρίσκονται σε περιοχές με μεγάλο πλημμυρικό κίνδυνο.
Στη Λιβύη, ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων, όπως η μακροχρόνια ένοπλη σύγκρουση, η πολιτική αστάθεια, τα πιθανά σχεδιαστικά ελαττώματα και η κακή συντήρηση των φραγμάτων συνέβαλαν στην καταστροφή. Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων και οι ισχυρές βροχοπτώσεις που επιδεινώθηκαν από την κλιματική αλλαγή δημιούργησαν την ακραία καταστροφή.
Αστεροσκοπείο: «Ανάγκη επανασχεδιασμού συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης»
«Τα ακραία ποσά βροχοπτώσεων που έπληξαν την κεντρική Ελλάδα και οι καταστροφικές τους επιπτώσεις αποτελούν ένα κομβικό σημείο προς την κατεύθυνση ανάγκης επανασχεδιασμού των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης τα οποία να είναι προσανατολισμένα στις επιπτώσεις, την ικανότητα απόκρισης της Πολιτικής Προστασίας και των υποδομών ώστε να είναι περισσότερο ανθεκτικές στην εποχή της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε η διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Βασιλική Κοτρώνη.
Στη Μεσόγειο, που αποτελεί hotspot «των κινδύνων που τροφοδοτούνται από την κλιματική αλλαγή» αναφέρθηκε η λέκτορας στην Επιστήμη του Κλίματος στο Grantham Institute - Climate Change and the Environment, Imperial College London, Friederike Otto.
«Η Μεσόγειος είναι ένα hotspot των κινδύνων που τροφοδοτούνται από την κλιματική αλλαγή. Μετά από ένα καλοκαίρι καταστροφικών καυσώνων και πυρκαγιών με πολύ σαφές αποτύπωμα της κλιματικής αλλαγής, η ποσοτικοποίηση της συμβολής της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε αυτές τις πλημμύρες αποδείχθηκε πιο δύσκολη. Αλλά δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία ότι η μείωση της ευπάθειας και η αύξηση της ανθεκτικότητας σε όλους τους τύπους ακραίων καιρικών συνθηκών είναι υψίστης σημασίας για τη διάσωση ζωών στο μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά της, η διευθύντρια στο Κέντρο Κλίματος του Ερυθρού Σταυρού/Ερυθράς Ημισελήνου, Julie Arrighi, δήλωσε:
«Αυτή η καταστροφή δείχνει πώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή συνδυάζονται με ανθρώπινους παράγοντες για να δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερες επιπτώσεις, καθώς περισσότεροι άνθρωποι, περιουσιακά στοιχεία και υποδομές είναι εκτεθειμένοι και ευάλωτοι σε πλημμυρικούς κινδύνους. Ωστόσο, υπάρχουν πρακτικές λύσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν να αποτρέψουμε αυτές τις καταστροφές από το να γίνουν κανονικότητα, όπως η ενισχυμένη διαχείριση έκτακτης ανάγκης, οι βελτιωμένες προγνώσεις και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης με βάση τις επιπτώσεις, και ο σχεδιασμός υποδομών για το μελλοντικό κλίμα».