Η Κατερίνα Γώγου ξεκίνησε από μικρή την καριέρα στην ηθοποιΐα, ενσαρκώνοντας πολλούς «αφελείς» ρόλους, αλλά αργότερα στράφηκε στην ποίηση.
Στα 5 της ξεκίνησε να παίζει σε διάφορες παιδικές παραστάσεις και πολλοί την χαρακτήρισαν ως παιδί-θαύμα.
Ως παιδάκι έζησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Τα εφηβικά της χρόνια στιγματίστηκαν από έναν αυστηρό πατέρα, που ωστόσο υποστήριξε το όνειρό της και τη βοήθησε να σπουδάσει στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη, η οποία εθεωρείτο μια από τις καλύτερες της εποχής.
H πολιτικοποιημένη στάση της, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες χαρακτηρίζουν τις ποιητικές της συλλογές.
Πριν παίξει σε δεκάδες ταινίες της Φίνος Φιλμ, είχε πρωτοεμφανιστεί στο θέατρο με τον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου, το 1961, στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Ο Κύριος πέντε τοις εκατό».
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού».
H πολιτικοποιημένη στάση της, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες χαρακτηρίζουν τις ποιητικές της συλλογές. Η Κατερίνα Γώγου ξεκίνησε να γράφει το 1978 και η παραγωγή της ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
H Ελληνίδα ηθοποιός και ποιήτρια άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο». Ηταν σε κώμα λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά.
Η προσωπική της ζωή ήταν μια οικογενειακή τραγωδία σε εξέλιξη μετά το μπλέξιμο της κόρης της με την ηρωίνη, στην οποία από ειρωνεία της τύχης τελικά ενέδωσε κι εκείνη, προσπαθώντας να σώσει τη Μυρτώ. Άρχισε να επισκέπτεται ψυχιάτρους, «κινούμενη άμμος πια η ζωή μου», έλεγε.
Η Μυρτώ Τάσιου, ζωγράφος και ποιήτρια, αυτοκτόνησε στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 2015.
«Η Κατερίνα ήταν μια ταραγμένη ψυχή. Ένιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό. Μια λέξη μπορούσε να την πληγώσει, μια κίνηση να την ταπεινώσει. Δυο μήνες πριν πεθάνει την συνάντησα τυχαία. Ήταν γερασμένη, σαν μάγισσα από παραμύθι, με άσπρα μαλλιά, ατημέλητη, με βραχνή φωνή. Η Κατερίνα πέθανε αγρίμι όπως έζησε και σαν αγρίμι» έχει δηλώσει ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος.
Κατερίνα Γώγου - Δε γίνεται να σηκωθώ
Δεν μπορώ. Δε γίνεται να σηκωθώ. Δεν κοιμάμαι.
Ξημέρωμα. Στερητικά.
Βαριά. Πολύ. Εκ γονιδίου η χαρμάνα. Η ψυχολογική.
Σεντόνια ύπνου αργά θροΐζουνε
αργά με τυλίγουνε
πολύ σιγά με πάνε
διάφανα σχήματα
Νορμιζόν
ρευστές μορφές
ρευστά σχήματα περνούνε
ήρεμα μεταξύ τους χαϊδεύονται
μέχρι να σταθεροποιηθούν σουβλερά σαγόνια
σατανικών πεθαμένων.
Όχι. Κρυώνω. Ζεσταίνομαι.
Καυτό πάγο στους κροτάφους μου βάζουν ν’ ανακουφιστώ…
Κοίτα! Μαμά, κοίτα! Γελάνε!
Πως λάμπουν τα δόντια τους! Α… χρυσές μασέλες φοράνε!
Πως δεν τους τις έκλεψαν. Κατοχή έχουμε. 1940…
Σε λίγο, μαμά, θα γεννηθώ. Κι ο πατέρας
στην αυλή, κάτω στον βοτανικό, με τη μάνικα
με μεγάλη πίεση, με το νερό, θα με πνίξει…
Πλάι μου, με γυρισμένη την πλάτη
να μην τηνε δώ, η Παναγία μου κάνει πως κοιμάται…
Στο νερό που φοβάμαι έρπω…
Πνίγομαι.
Γι αυτήν μόνο.
Καθρεφτίζομαι στον καθρέφτη
ηδονίζομαι με το στόμα μου
που ‘χει κολλήσει στ’ αυτί μου.
Άλλο τίποτα. Τίποτ’ άλλο δε βλέπω.
Η όρασή μου: στόμα κι αυτί.
Φύσα, μαμά
μαμά, φύσα… φ… φ…
φύσα να σβήσει το κόκκινο φως
ψηλά στην πόρτα
στον θάλαμο
στο καμαρίνι
εκείνο σου λέω το φως
στη Σελήνη μου.
Μου σηκώνει κύματα οργής
κύματα πανικού
σβήσ’ το τώρα
τώρα, μαμά.
Οι νοσοκόμοι κοιμούνται.
Κατερίνα Γώγου, το τρελοκόριτσο των ελληνικών ταινιών
Η Κατερίνα Γώγου είναι γνωστή και ως καλή ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Η εικόνα του χαριτωμένου, ατίθασου, τσαμπουκαλεμένου τρελοκόριτσου είναι αποτυπωμένη σε πολλές ελληνικές μαυρόασπρες κυρίως ταινίες.
Η Κατερίνα Γώγου έπαιξε την ατίθαση συμμαθήτρια της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο». «Πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου» ήταν η ιστορική ατάκα της. Επαιξε την ατίθαση αδελφή της Τζένης Καρέζη στο «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», που χόρευε παλαβά στο πλευρό του Τζανετάκου. Ηταν η Παγώνα, η υπηρέτρια της Μάρως Κοντού, στο παλιό σπίτι της Πλάκας, που ζει με τον στριμένο «Αντωνάκη», που χρόνια τώρα την κρατά αστεφάνωτη. Η Παγώνα που αντέχει τις φωνές και τις προσβολές του Αντωνάκη, στέκεται άξια δίπλα στην κυρά της, σαν φίλη συμπάσχοντας στο πλευρό της.