Σε συναγερμό έχουν τεθεί οι υγειονομικές αρχές εξαιτίας της λοίμωξης της ιλαράς που καταγράφεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και των πρώτων κρουσμάτων στην Ελλάδα.
Μετά από χθεσινή εγκύκλιο του υπουργείου Υγείας και λόγω και της αύξησης που παρουσιάζει η νόσος, εκτός από τα κρούσματα ξεκινά να καταγράφει και την ανοσία σε όσους παρέχουν φροντίδα σε μονάδες υγείας όπως είναι οι υγειονομικοί. Στόχος, η προστασία των ιδίων και των ασθενών αλλά και η αποφυγή διασποράς της νόσου στους εν λόγω χώρους.
Στην Ελλάδα, έχουν καταγραφεί τα πρώτα 6 επιβεβαιωμένα κρούσματα από τον Ιανουάριο 2024, εκ των οποίων τα 3 αφορούν σε εργαζόμενους σε Χώρους Παροχής Φροντίδας Υγείας. Η Παθολόγος και Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής, στην Ιατρική Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, δηλώνει στο iefimerida.gr ότι η ιλαρά, που κάποτε ήταν ελεγχόμενη μέσω εκτεταμένου εμβολιασμού, επανεμφανίζεται λόγω της μείωσης των εμβολιασμών σε διεθνές επίπεδο.
«Πριν τη δυνατότητα του εμβολιασμού, 2,6 εκατομμύρια μικρά παιδιά κάθε χρόνο έχαναν τη ζωή τους και εκατομμύρια άλλα ζούσαν με κώφωση ή εγκεφαλική βλάβη. Οι επιπλοκές της ιλαράς κυμαίνονται από σχετικά ήπιες, όπως διάρροια, έως πιο σημαντικές όπως πνευμονία, φλεγμονή του μέσου ωτός και εγκεφαλίτιδα (σπανιότερα, υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα), έλκος του κερατοειδούς, με δημιουργία ουλών. Στον απόηχο της επιτυχούς εξάλειψης της ευλογιάς στη δεκαετία του 1970, μια παρόμοια παγκόσμια προσπάθεια εμβολιασμού συνέτριψε τη θνησιμότητα από ιλαρά από 2,6 εκατομμύρια το 1980 σε 73.000 έως το 2014».
Η ιλαρά πιο μεταδοτική και από τις πιο ανεξέλεγκτες παραλλαγές του SARS-CoV-2
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η κυρία Ψαλτοπούλου, «ο αριθμός R της ιλαράς (ο μέσος αριθμός ατόμων που θα μολύνει κάποιος με τον ιό) από 15 ή περισσότερους ξεπερνά ακόμη και τις πιο ανεξέλεγκτες παραλλαγές του SARS-CoV-2». Λόγω αυτής της μολυσματικότητας, δεν ήταν ποτέ απολύτως δυνατό να επιτευχθεί η εκρίζωση, αλλά πολλές χώρες έχουν κηρυχθεί απαλλαγμένες από την ιλαρά από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Το Ηνωμένο Βασίλειο που θεωρήθηκε απαλλαγμένο από ιλαρά το 2016, έχασε το καθεστώς του μόλις δύο χρόνια αργότερα. Και τώρα υπάρχουν αυξανόμενοι αριθμοί κρουσμάτων σε όλη την Αγγλία, με σημαντική έξαρση στο Λονδίνο.
Το κύριο όπλο στον πόλεμο κατά της ιλαράς ήταν το εμβόλιο MMR, που κυκλοφόρησε το 1971, το οποίο παρέχει επίσης ανοσία κατά της παρωτίτιδας και της ερυθράς – δύο άλλων ιών με δυνητικά δυσάρεστες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Η παγκόσμια ανάπτυξη του MMR ήταν ίσως ο μεγαλύτερος θρίαμβος για τη δημόσια υγεία του τελευταίου τετάρτου του 20ου αιώνα, σώζοντας τουλάχιστον 56 εκατομμύρια ζωές σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΠΟΥ από το 2000 μέχρι το 2021.
Μεγάλο πρόβλημα η μείωση του εμβολιασμού κατά της ιλαράς
«Ο διστακτικός εμβολιασμός αποτελεί πλέον πρόβλημα για όλα τα προγράμματα εμβολιασμού, ιδιαίτερα για την ιλαρά, καθώς το R του 15 ή περισσότερο σημαίνει ότι οποιαδήποτε πτώση της κάλυψης του εμβολίου θα έχει ως αποτέλεσμα ταχεία αύξηση των κρουσμάτων. Όπου η κάλυψη του εμβολίου γίνεται τοπικά χαμηλή, μπορεί να υπάρξουν τοπικές επιδημίες σημαντικής σοβαρότητας. Πολλές χώρες έχουν πλέον χάσει την αξιολόγηση του απαλλαγμένου από ιλαρά κράτους και ιδίως στην Ευρώπη κράτη όπως και η χώρα μας», σχολιάζει η Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής.
Σημειώνεται ότι ο εμβολιασμός MMR δεν είναι μόνο για παιδιά. Ακόμα κι αν ένας ενήλικας έχει λάβει έναν εμβολιασμό με MMR ως παιδί ή επιβίωσε από προσβολή ιλαράς τις ημέρες πριν από τον εμβολιασμό, η ανοσία του μπορεί να εξασθενήσει. Αν και η νόσηση μετά τον πρώτο εμβολιασμό είναι σπάνια, ο εμβολιασμός με MMR ενηλίκων εξακολουθεί να αξίζει τον κόπο, καθώς υπερβαίνει την προστασία του ατόμου που λαμβάνει τον εμβολιασμό και αφορά ένα μεγαλύτερο σύνολο. Η ενίσχυση της ανοσίας των ενηλίκων έναντι αυτών των τριών ιών μειώνει την πιθανότητα ασυμπτωματικής λοίμωξης και ελαχιστοποιεί την πιθανότητα της φορείας.
1 στα 5 ανεμβολίαστα άτομα που νοσούν από ιλαρά μπορεί να χρειαστούν νοσηλεία
Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου 1 στα 5 ανεμβολίαστα άτομα που νοσούν από ιλαρά μπορεί να χρειαστούν νοσηλεία, ενώ από 1 μέχρι 3 σε κάθε 1000 παιδιά που νοσούν πεθαίνουν από σοβαρές επιπλοκές. Από την άλλη πλευρά, άτομα που εμβολιάζονται θεωρούνται προστατευμένοι δια βίου: μία δόση έχει 93% αποτελεσματικότητα και δύο δόσεις 97%.
Σε ανάρτησή της η Ιωάννα Παυλοπούλου, Καθηγήτρια Παιδιατρικής- Λοιμωξιολόγος, μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών τονίζει ότι «από τον Ιανουάριο μέχρι τώρα, μόνο στην Ευρώπη, έχουν σημειωθεί 6 θάνατοι από ιλαρά, πέντε στη Ρουμανία και ένας στην Ιρλανδία, στα πλαίσια της πρόσφατης επιδημικής έξαρσης που παρατηρείται. Η ιλαρά είναι πολύ μεταδοτικό και σοβαρό λοιμώδες νόσημα. Ένα ανεμβολίαστο ή ατελώς εμβολιασμένο άτομο έχει μεγάλη πιθανότητα να νοσήσει κατά διάρκεια μιας επιδημικής έξαρσης. Το παιδί με ιλαρά έχει 20% πιθανότητα να χρειαστεί νοσηλεία και κινδυνεύει από σοβαρές επιπλοκές, όπως βαριά πνευμονία, κώφωση και εγκεφαλίτιδα». Και καταλήγει με νόημα: «Οι αντιεμβολιαστές δεν ενδιαφέρονται για το παιδί ή την οικογένεια του καθενός μας, έχουν άλλη ατζέντα: τη «δόξα» και το συνεπακόλουθο οικονομικό ή πολιτικό όφελος».
Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών: Οι συστάσεις για παιδιά, εφήβους και ενήλικες
Με αφορμή την έξαρση κρουσμάτων της ιλαράς στην Ευρώπη και την εμφάνιση κρουσμάτων ιλαράς στη χώρα μας, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον άμεσο εμβολιασμό με το εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (εμβόλιo MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών παιδιών και εφήβων συστήνονται 2 δόσεις του εμβολίου MMR, με τη 2η δόση να χορηγείται σε ηλικία 24– 36 μηνών (μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση). Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το 12ο μήνα ζωής.
Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με τη 2η δόση πρέπει να αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν. Σε περιόδους επιδημίας μπορεί να γίνεται εμβολιασμός με MMR από την ηλικία των 6 μηνών. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να επανεμβολιάζονται με 2 δόσεις MMR μετά την ηλικία των 12 μηνώ,ν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα.
Βρέφη ηλικίας 6 έως 11 μηνών που πρόκειται να επισκεφτούν χώρες στις οποίες ενδημούν η ιλαρά, η παρωτίτιδα και η ερυθρά συστήνεται να εμβολιαστούν με μια δόση του εμβολίου MMR πριν την αναχώρησή τους.
Αναφορικά με τους ενήλικες, τονίζεται ότι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών ενηλίκων, τα άτομα που γεννήθηκαν πριν το 1970 θεωρούνται άνοσα. Όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970, θα πρέπει να έχουν εμβολιασθεί με δύο δόσεις MMR, με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 4 εβδομάδων μεταξύ των δόσεων. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιστορικό νόσησης ή το ιστορικό εμβολιασμού είναι άγνωστο, το άτομο θεωρείται μη εμβολιασμένο και συστήνεται η χορήγηση δύο δόσεων εμβολίου, με ελάχιστο μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων.