Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος ανακαλύπτει τη Σίκινο.
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Ανάµεσα στους Ήλιους» (Ίκαρος, 2021) μοιράζεται μαζί μας ένα απόσπασμα από το πόνημά του και μας ξεναγεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο στο ξερονήσι των Κυκλάδων.
- Δευτέρα, 27 Ιουλίου 2020
Φτάσαµε στη Σίκινο την ώρα που έδυε ο ήλιος. Το 1700 ο φυσιοδίφης Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, µε οδηγό έναν πρωτόλειο χάρτη σχεδιασµένο στη Φλωρεντία το 1420, όργωνε το Αιγαίο αναζητώντας δίχως αποτέλεσµα τη Σίκαντρο (sic). Κάποια στιγµή, χωρίς ακόµα να έχει εντοπίσει την παραφθορά που ήταν η αιτία της δυστυχίας του, κήρυξε το νησί «ανύπαρκτο και φανταστικό». Αντικρίζοντας την Αλοπρόνοια, µια αβάλη που έχει ακουµπήσει στο στήθος της το γυµνό τοπίο και το νανουρίζει, είπα ακριβώς το ίδιο. Όµως στη διαπίστωσή µου δεν υπήρχε ίχνος απογοήτευσης. Υπήρχε µάλλον η διαίσθηση πως αυτό το µέρος, που επιµένει να κρατάει κάτι απ’ τον ρυθµό και το µέτρο ενός άλλου καιρού, από λάθος ανασαίνει ακόµα. Αφού βάλαµε µπαλόνια και ετοιµάσαµε σκοινιά, υπολογίσαµε τις απαραίτητες µανούβρες. Τελικά δεν χρειάστηκαν· η κίνηση ήταν τόσο περιορισµένη –ένα ιστιοπλοϊκό βρισκόταν στον µόλο, ένα άλλο είχε αράξει αρόδο– ώστε για ευκολία πλαγιοδετήσαµε. Όταν ανεβήκαµε στη Χώρα ο ουρανός είχε βαφτεί µ’ εκείνο το σκούρο µπλε που φοράει η µέρα στην τελευταία της βάρδια, και η θάλασσα το ίδιο. Μόνο στον ορίζοντα µια αιµάτινη κλωστή έµοιαζε ανεξάντλητη. Κατεβαίνοντας είδα απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου ένα πεφταστέρι· διέγραψε µια τρελή πορεία και µετά η γαλάζια φλόγα έσβησε αθόρυβα. Από τη θέση µας σε σχέση µε τη θάλασσα συµπέρανα ότι ξεκίνησε απ’ την Ανατολή, ίσως πάνω απ’ την Ανάφη, το νησί που αναφάνηκε όταν το βέλος του Απόλλωνα έσκισε σαν αστραπή τον ουρανό. Υπάρχουν τόποι που το όνοµά τους ενθαρρύνει την προσµονή ή αναζωπυρώνει τη νοσταλγία. Donnafugata - Ανάφη - Fos-sur-Mer - Αµοργός - Tarragona. Λέξεις που περιβάλλονται απ’ τη θαλπωρή ενός κλειστού κόσµου.
- Τρίτη, 28 Ιουλίου 2020
Το απόγευµα θα αφήναµε τη Σίκινο· εφόσον προλαβαίναµε, θα περνούσαµε πιο πριν απ’ τον Άγιο Γεώργιο. Οι σαργοί που βγάλαµε στην Πολύαιγο είχαν σιτέψει και υπήρχε εκεί µια ταβέρνα όπου θα µας τους έψηναν στη σχάρα. Πρώτα όµως οδηγήσαµε µέχρι την Επισκοπή. Αυτός ο αλλόκοτος ναός, που ανεγέρθηκε ως µαυσωλείο τον 3ο µ.Χ. αιώνα, τότε που είκοσι έξι στρατηγοί διεκδικούσαν το σκήπτρο στην εξασθενηµένη Ρώµη, και µετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική αποκτώντας στη συνέχεια τρούλο, θόλους και µοναχούς σύµφωνα µε τα βυζαντινά πρότυπα, είχε προκαλέσει την εµµονή µου µε τη Σίκινο. «Ce petit temple très isolé et mal rafistolé […] se tient encore debout dans le siècle, tout comme la langue d’Ésope ou Homère: mutante et réincarnée – s’ob-stinant à être parlée pourtant». Πλησιάζοντας διέκρινα µόνο σκαλωσιές, τον ιστό που είχαν υφάνει γύρω απ’ την εκκλησία οι αρχαιολόγοι· σε δύο χρόνια θα ολοκλήρωναν την αναστήλωση. Τελικά την Επισκοπή όπως την είχα φανταστεί την είδα µόνο στα ενοικιαζόµενα δωµάτια όπου µείναµε, σ’ ένα από κείνα τα κάδρα που κρέµονται στους τοίχους και όπου, δίπλα στα πορτρέτα των προγόνων, επιχρωµατισµένα µε σέπια, φιγουράρουν µαυρόασπρες, καψαλισµένες απ’ τον ήλιο φωτογραφίες των αξιοθέατων του νησιού.
Περνώντας στον γυρισµό απ’ τη Χώρα αποφασίσαµε να παρκάρουµε και να κάνουµε µια τελευταία βόλτα. Στο φως αποκαλύφθηκε η χάρη της. Παντού, απ’ τις αυλές γεµάτες γιασεµιά, φραντζιπάνια, πελαργόνια και κλήµατα βαριά από σταφύλια, µέχρι τον γαλανό τρούλο, περικυκλωµένο από φοίνικες, απ’ όπου ανάβλυζε µια µεταλλική λάµψη, καθρεφτιζόταν ολόκληρος ο άνω βυθός. Δεν έβλεπες τίποτα που να µην ήταν µυστικό. Κυρίως τίποτα δεν σ’ έκανε να απορείς· πουθενά κρυψώνες νοηµάτων. Τα νοήµατα κρύβονταν µε τέτοιο τρόπο ώστε δεν είχαν ανάγκη τις κρυψώνες· µια µατιά έφτανε ώστε κάθε πράγµα να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Ανεβήκαµε τα σκαλιά που έφταναν στο µοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Ένα προαύλιο µε µια βουκαµβίλια, ένα σιντριβάνι, µια γάτα µεθυσµένη απ’ τον ήλιο και τη σιωπή, µια καρδερίνα που κελαηδάει απ’ το κλουβί της. Κάθε πλευρά έχει κλειστεί µε άσπρους τοίχους στο πάχος του φρουρίου και µόνο αυτή που βλέπει βορειοδυτικά είναι εκτεθειμένη. Εκεί ένα µπαλκόνι ανοίγει σε ιλιγγιώδη πτώση· χείµαρροι από γρανίτη, χώµα και µάρµαρο χύνονται στη θάλασσα που κατακλύζει το βλέµµα. Δυο βήµατα χωρίζουν τη συντριβή από ένα καταφύγιο στο σχήµα της προσευχής, όπου µαζί µε το ιερό κατοικεί και η αγαλλίαση. «A starlit or a moonlit dome disdains / […] Τhe fury and the mire of human veins». Απέχουµε πολύ απ’ τα µάταια στριφογυρίσµατα του ανθρώπου.
Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Ανάµεσα στους Ήλιους» (Ίκαρος, 2021)