Αντίθετη στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τις διαδηλώσεις είναι η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ).
Καλεί δε την κυβέρνηση να προχωρήσει «στον απαραίτητο συστηματικό διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, κόμματα, συνδικάτα και φορείς, ώστε να διαμορφωθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση».
Σε ανακοίνωσή της, μετά την κατάθεση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και στο πλαίσιο της συζήτησης του σ.ν του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τις δημόσιες συναθροίσεις, η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ) δηλώνει τα εξής:
«Εδώ και δεκαετίες λείπει από τη χώρα ένα σύγχρονο, συμβατό με το ισχύον Σύνταγμα νομοθετικό πλαίσιο διασφάλισης της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος των συνδικάτων και των πολιτών να συγκεντρώνονται και να διαδηλώνουν.
Ένα πλαίσιο που θα καταργεί πλήρως και οριστικά, τις διατάξεις και τις λογικές, που είχαν θεσπιστεί επί Χούντας και που κακώς μέχρι σήμερα παρέμεναν σε ισχύ, αν και ανενεργές, ώς πλήρως ασύμβατες με το Σύνταγμα και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ένα πλαίσιο που θα βασίζεται σε στέρεες δημοκρατικές αξίες και αρχές, στην εμπιστοσύνη της Πολιτείας στους πολίτες και στο σεβασμό των δικαιωμάτων τους.
Η Κυβέρνηση φέρνει ωστόσο ένα νομοσχέδιο με λογικές από το παρελθόν, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται το δόγμα ότι :
• Οι συγκεντρώσεις και οι πορείες είναι «όχληση» για το κοινωνικό σύνολο και όχι ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των νόμιμα συγκροτημένων συλλογικών οργανώσεων, αλλά και κάθε πολίτη, για την προάσπιση των συμφερόντων τους. ‘Ομως, ο Συνταγματικός νομοθέτης δεν αναφέρεται σε απλή «όχληση», αλλά σε σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια ή/και σε σοβαρή διατάταξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή, προκειμένου να επιτρέψει τον έλεγχο και τον περιορισμό του συγκεκριμένου δικαιώματος και πάλι μη αφήνοντας περιθώρια για χαλαρές και αυθαίρετες ερμηνείες από τον κοινό νομοθέτη ή τις αρμόδιες αρχές.
• Οι ασύλληπτοι βίαιοι προβοκάτορες των διαδηλώσεων και των πορειών είναι άλλοθι στοχοποίησης κάθε συγκέντρωσης και πορείας και όχι λόγος εγρήγορσης των Αρχών στην κατεύθυνση - επιτέλους- του εντοπισμού και της σύλληψής τους.
Το νομοσχέδιο δίνει «λευκή επιταγή» στις αστυνομικές και τις λιμενικές αρχές να ερμηνεύουν, να περιορίζουν, να αδειοδοτούν, να μεταθέτουν χρονικά και στο χώρο ή και να ακυρώνουν την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι κατά το δοκούν, χωρίς την απαραίτητη παρουσία, παρέμβαση και σύμφωνη γνώμη εισαγγελικής αρχής.
Με τις αυθόρμητες συγκεντρώσεις χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση και άδεια να θεωρούνται καταχρηστικά εκ προοιμίου παράνομες.
Με ασφυκτικούς όρους αδειοδότησης και περιορισμού των συγκεντρώσεων και κάθε πορείας.
Με ποινικοποίηση (ιδιώνυμο αδίκημα...) ακόμα και της απλής συμμετοχής σε αυτές.
Με τον εκτιμώμενο (μεγάλο) αριθμό συμμετεχόντων να γίνεται κριτήριο αδειοδότησης ή και διάλυσης μιάς δημόσιας συνάθροισης, πέρα και έξω απο τις προϋποθέσεις του Συντάγματος, ενω υποτίθεται ότι το πρόβλημα είναι «κάποιοι λίγοι που ταλαιπωρούν τους πολλούς».
Με τον πρωτοφανή καταλογισμό αστικής ευθύνης και μάλιστα με μετάθεση του βάρους απόδειξης στον οργανωτή κάθε δημόσιας συγκέντρωσης, ότι μερίμνησε τα δέοντα, απειλώντας τον με οικονομική εξόντωση.
Χωρίς ουσιαστικούς κανόνες και περιορισμούς στην άσκηση αστυνομικής βίας, με την απαγόρευση λ.χ. της χρήσης χημικών.
Με τη δικαστική προστασία του δικαιώματος της συνάθροισης να έρχεται «κατόπιν εορτής», όταν η κοινωνική δράση έχει ήδη παρεμποδιστεί ή ματαιωθεί.
Με την παραπομπή κρίσιμων λεπτομερειών εφαρμογής του νομοσχεδίου σε Προεδρικό Διάταγμα, μετά τη δημοσιευση του οποίου και μόνον καταργούνται οι αντισυνταγματικές διατάξεις των ν.δ. 794/1971, του β.δ. 269/1972 και του β.δ. 168/1972.
Όπως όλα τα συνδικάτα των εργαζομένων, ασκούμε τα συλλογικά μας δικαιώματα στο πλαίσιο που ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. Με αίσθημα ευθύνης τόσο απέναντι στους εργαζόμενους που εκπροσωπούμε, όσο και απέναντι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν θα ανεχθούμε αυθαίρετο περιορισμό και στοχοποίηση της κοινωνικής μας δράσης και μάλιστα σε μια ιδιαίτερη δύσκολη περίοδο για τους εργαζόμενους και τους συμπολίτες μας.
Μια νομοθετική παρέμβαση σε ένα τόσο ευαίσθητο κοινωνικά και θεσμικά θέμα οφείλει να εξαντλήσει κάθε περιθώριο διαλόγου με τα συνδικάτα, τα κόμματα και την κοινωνία και όχι απλά μια σύντομη διαβούλευση, εν μέσω της πανδημίας.
Με βάση τα παραπάνω,
• Καλούμε την Κυβέρνηση να προχωρήσει στον απαραίτητο συστηματικό διάλογο με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, κόμματα, συνδικάτα και φορείς, ώστε να διαμορφωθεί η μέγιστη δυνατή συναίνεση πάνω σε ένα πραγματικά σύγχρονο και δημοκρατικό πλαίσιο διασφάλισης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, με βάση το Σύνταγμα και τις βέλτιστες, συμβατές με την ΕΣΔΑ, διεθνείς πρακτικές.
• Καλούμε τα πολιτικά κόμματα να μη συμπράξουν στην απαξίωση ενός ακόμα θεμελιώδους για τη Δημοκρατία συνταγματικού δικαιώματος».