Αντισυνταγματικό και παράνομο έκρινε το Δ’τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας το Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Εργοδοτών (ΓΕΜΗΣΟΕ), το οποίο θεσπίστηκε από το νόμο 4808/2021 για την προστασία της εργασίας και εξειδικεύθηκε με την υπ΄ αριθμ. 62599/26.8.2021 απόφαση του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη.
Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας εντόπισαν αντισυνταγματικότητες, καθώς σύμφωνα με την απόφαση, το ΓΕΜΗΣΟΕ προκαλεί ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, κατά παράβαση του άρθρου 23 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Επιπλέον έκριναν ότι το επίμαχο μητρώο είναι αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στο συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982, στο νόμο για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις (νόμος 1876/1990), κ.λπ. Λόγω της αντισυνταγματικότητας και της σπουδαιότητας παραπέμφθηκε το όλο θέμα προς οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθηνών, η Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (ΟΤΟΕ) και το Σωματείο Εργαζομένων ACS- Ταχυδρομικές Υπηρεσίες κατά του ΓΕΜΗΣΟΕ.
Το Δ’Τμήμα του ΣτΕ έκρινε, μεταξύ των άλλων, ότι είναι μη νόμιμη τη διάταξη του άρθρου 12 της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, η οποία ορίζει την 1.1.2022 ως την ημερομηνία έναρξη ισχύος της.
Και αυτό, γιατί, «εκκινεί, εν τοις πράγμασι, από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, η λειτουργία του ΓΕΜΗΣΟΕ, μολονότι ουσιώδεις ρυθμίσεις της οργάνωσης και λειτουργίας του έχουν τεθεί κατά παράβαση του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 9 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) και καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 6 του ν. 1876/1990.
Ωστόσο, όπως έκρινε το ΣτΕ, «η προαγωγή δημοσίου συμφέροντος σκοπών δεν πρέπει να επιδιώκεται με νομοθετικές ρυθμίσεις που καταλήγουν να προσβάλλουν τον πυρήνα της συνδικαλιστικής ελευθερίας ή συνεπάγονται περιορισμούς της εν λόγω ελευθερίας κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ή επιφέρουν παράνομη προσβολή άλλων προστατευτέων από το Σύνταγμα ή και το Ενωσιακό Δίκαιο δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού».
Υπό το πρίσμα αυτό κρίθηκε, μεταξύ άλλων, από το ΣτΕ:
-«Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 1264/1982, περί σωρευτικής αναστολής σειράς συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στην περίπτωση της παράλειψης καταχώρισης ή επικαιροποίησης έστω και ενός μόνο στοιχείου, συνεπάγεται προδήλως δυσανάλογη, αλλά και ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, κατά παράβαση του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος».
-Όλες οι διατάξεις του άρθρου 10 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως περί χορήγησης στοιχείων, κατά το μέρος που αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχουν τεθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 4 του ν.1876/1990.
-Οι διατάξεις των παρ. 4 περ. γ΄ και παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 1264/1982, ως ισχύει, συνδυαστικά εφαρμοζόμενες, επιβάλλουν την υποχρέωση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να καταχωρούν στο ΓΕΜΗΣΟΕ τα στοιχεία των μελών των οργάνων διοίκησής τους σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και χωρίς την συγκατάθεσή τους. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό οι εν λόγω διατάξεις της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης, αντίκεινται στην διάταξη της περ. δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 9 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679) και, συνακόλουθα, στη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 9 του ιδίου Κανονισμού (ΓΚΠΔ), η οποία θέτει τον κανόνα της απαγόρευσης επεξεργασίας των ειδικών προσωπικών δεδομένων που αποκαλύπτουν την συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση χαρακτήρα».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι «ούτε με το άρθρο 2 του ν. 1264/1982, κ.λπ., σχετικά με την εγγραφή στο ΓΕΜΗΣΟΕ συνδικαλιστικής οργανώσεως -είτε αυτή είναι υπό σύσταση είτε ήδη υφιστάμενη- ούτε με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση θεσπίζεται διαδικασία «διοικητικής εγκρίσεως» ή παροχής «διοικητικής αδείας» για την σύσταση ή τη λειτουργία συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Κατά συνέπεια, η προαγωγή των συναφών θεμιτών και δημοσίου συμφέροντος σκοπών δεν πρέπει να επιδιώκεται με νομοθετικές ρυθμίσεις που καταλήγουν να προσβάλλουν τον πυρήνα της συνδικαλιστικής ελευθερίας ή συνεπάγονται περιορισμούς της εν λόγω ελευθερίας κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ή επιφέρουν παράνομη προσβολή άλλων προστατευτέων από το Σύνταγμα ή και το Ενωσιακό Δίκαιο δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού».
Ακόμη, υπό το πρίσμα αυτό κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
-Από τις ρυθμίσεις του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982, «συνεπάγεται προδήλως δυσανάλογη, αλλά και ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας, κατά παράβαση του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος».
-Όλες οι διατάξεις του άρθρου 10 της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως περί χορήγησης στοιχείων, κατά το μέρος που αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχουν τεθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 6 του ν. 1876/1990.
-Οι διατάξεις των παρ. 4 περ. γ΄ και παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 1264/1982, ως ισχύει, συνδυαστικά εφαρμοζόμενες, επιβάλλουν την υποχρέωση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να καταχωρούν στο ΓΕΜΗΣΟΕ τα στοιχεία των μελών των οργάνων διοίκησής τους σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή και χωρίς την συγκατάθεσή τους. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται στην διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679) και, συνακόλουθα, στη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 9 του ιδίου Κανονισμού (ΓΚΠΔ), η οποία θέτει τον κανόνα της απαγόρευσης επεξεργασίας των ειδικών προσωπικών δεδομένων που αποκαλύπτουν την συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση.