Ανοιξε χθες η διαθήκη του Μίκη Θεοδωράκη και ήδη κάποια αποσπάσματα αυτής έχουν γίνει γνωστά.
Σε αποσπάσματα από τη διαθήκη που διάβασε το iefimerida, είναι εμφανής η αγωνία του μεγάλου μουσουργού ώστε το σπίτι του στην Ακρόπολη να γίνει Μουσείο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει διαχειρίστρια της διαθήκης του την προσωπική του γραμματέα από το 1989, Ειρήνη Παρμενίδου. Βασική του επιθυμία είναι το σπίτι όπου έγραψε πολλά από τα έργα του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, το σπίτι κάτω από την Ακρόπολη, να γίνει Μουσείο. Αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, ο Μίκης Θεοδωράκης στη διαθήκη του ορίζει πού ακριβώς πρέπει να πάνε τα προσωπικά του αντικείμενα και το αρχείο του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στη διαθήκη του αναγνωρίζει το γεγονός ότι το εν λόγω σπίτι δεν του ανήκει νομικά (έχει περάσει στην κόρη του και τον μεγαλύτερο εγγονό του και τη σύζυγό του), εκφράζει, όμως, την ελπίδα ότι οι οικείοι του θα σεβαστούν την επιθυμία του, καθώς, όπως λέει, γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα έχουν αγοραστεί με χρήματα που προήλθαν από τη δική του εργασία και πνευματικά δικαιώματα.
Το σπίτι στην Ακρόπολη να γίνει μουσείο
Ο Μίκης Θεοδωράκης στη διαθήκη του εξηγεί πως το μουσικό του έργο γράφτηκε σε τρία σπίτια. «Στο Παρίσι, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια, στο σπίτι μας στο Βραχάτι […] και -κυρίως- στο σπίτι μας κάτω από την Ακρόπολη, όπου και διαμένουμε ακόμα, εγώ και η σύζυγός μου Μυρτώ».
Ο συνθέτης σημειώνει πως επιθυμία του είναι το σπίτι στου Φιλοπάππου να μετατραπεί σε μουσείο, προβλέποντας ωστόσο πως η σύζυγός του μπορεί να διαμένει εκεί για όσο το επιθυμεί. Εξηγεί μάλιστα ότι σε αυτό το σπίτι γράφτηκαν κάποια από τα σημαντικότερα έργα του.
«Το έργο μου γράφτηκε σε τρία σπίτια: Στο σπίτι μας στο Παρίσι που δυστυχώς δεν υπάρχει πια, στο σπίτι μας στο Βραχάτι που είχε γίνει προσπάθεια από τη νομαρχία Κορινθίας να διατηρηθεί αλλά η προσπάθεια αυτή δυστυχώς απέτυχε και ήδη έχει καταντήσει αγνώριστο και -κυρίως- στο σπίτι μας κάτω από την Ακρόπολη όπου διαμένουμε ακόμα, εγώ και η σύζυγός μου Μυρτώ (σσ κατά το χρόνο συγγραφής της διαθήκης).
Στο σπίτι αυτό γράφτηκαν πάρα πολλά από τα σπουδαιότερα έργα μου. Από εδώ πέρασαν πάρα πολλοί σπουδαίοι Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες και πολιτικοί. Επί πλέον, το σπίτι αυτό είναι η τελευταία μου κατοικία, στην οποία περνώ με τη σύζυγό μου τα τελευταία και πιο δύσκολα χρόνια μου, με συντροφιά τα αδέσποτα της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου, που βρήκαν κι αυτά εδώ ένα καταφύγιο γεμάτο ζεστασιά και αγάπη», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Και προσθέτει: «Θα ήθελα για όλους αυτούς τους λόγους, το σπίτι αυτό να διατηρηθεί και να λειτουργήσει ως Μουσείο με όποιον τρόπο κρίνει πρόσφορο το δημόσιο, με ευθύνη είτε του υπ. Πολιτισμού είτε κάποιου άλλου αξιόπιστου φορέα που το Δημόσιο θα αποφασίσει και πάντως όχι των ιδιοκτητών. Πιστεύω ότι η θέση του κάτω από την Ακρόπολη είναι ιδανική για το σκοπό αυτό».
Ωστόσο, στη διαθήκη σημειώνεται πως το σπίτι αυτό δεν του ανήκε νομικά. «Επειδή δεν μου ανήκει νομικά, θα ήθελα να εκφράσω την επιθυμία μου αυτή με την ελπίδα ότι η σύζυγός μου, η θυγατέρα μου και ο μεγαλύτερος εγγονός μου, στους οποίους ανήκει, θα τη σεβαστούν. Πολύ περισσότερο εφ’ όσον γνωρίζουν πολύ καλά ότι στην πραγματικότητα και το σπίτι αυτό όπως και όλα τα υπόλοιπα έχει αγοραστεί με χρήματα που προήλθαν αποκλειστικά από τη δική μου εργασία και τα πνευματικά μου δικαιώματα», σημειώνει.
Ο Μίκης Θεοδωράκης σημειώνει μάλιστα πως σε περίπτωση που το σπίτι δεν γίνει τελικά μουσείο, τότε επιθυμεί την τροποποίηση της διαθήκης του αναφορικά με όσα έχει επιλέξει να παραχωρήσει στους κληρονόμους του.
Αναφέρει, ακόμη, ο Μίκης Θεοδωράκης ότι επιθυμεί να διατηρηθεί το εξωτερικό και το εσωτερικό του ως έχει και να παραμείνει, όπως χαρακτηριστικά λέει, «ένας χώρος γεμάτος μουσική, πολιτική, ένα καταφύγιο των αδέσποτων γεμάτο ζεστασιά και αγάπη και να λειτουργήσει ως Μουσείο, ως προσφορά στην πολιτιστική ζωή του τόπου μου».
Σε κάποιο σημείο, αφού εκφράζει ξανά την επιθυμία του να γίνει η οικία του μουσείο, δηλώνοντας μάλιστα ότι οι εργασίες για τη μετατροπή του μπορεί να ξεκινήσουν και όσο βρίσκεται εν ζωή η σύζυγός του, σημειώνει:
«Πιστεύω απόλυτα ότι τα υπόλοιπα σπίτια της θυγατέρας μου και των παιδιών της, που στην πραγματικότητα έχουν αγοραστεί από μένα για αυτούς, είναι τόσο πολλά και τόσο μεγάλα, ώστε είναι υπέρ αρκετά για να τους στεγάσουν όλους και να καλύψουν τις ανάγκες όχι μόνο τις δικές τους αλλά και των οικογενειών που θα δημιουργήσουν οι εγγονοί μου». Προσθέτει μάλιστα ότι κατ' αντίστοιχο τρόπο έχει εξασφαλιστεί και ο γιος του, Γιώργος, ο οποίος θα αποκτούσε την επικαρπία του ισογείου.
Σε άλλο σημείο σημειώνει: «Υπενθυμίζω ακόμη μια φορά αυτό που έχω επισημάνει και σε άλλα σημεία της διαθήκης μου, ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλα τα μέλη της οικογένειάς μου που σύμφωνα με το νόμο δικαιούνται νόμιμης μοίρας επί της κληρονομιάς μου, έχουν υπερκαλύψει κατά πολύ τη νόμιμη μοίρα τους με όσα εν ζωή τους έχω παράσχει, ακόμη και αν δεν συνυπολογισθύν όσα τους κληροδοτώ με την προαναφερόμενη διαθήκη μου».
Μάλιστα, απαριθμεί κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα, τα δυο πιάνα του, τους δύο πίνακες του χαράκτη και φίλου του Τάσσιου με ιδιόχειρες αφιερώσεις, το άγαλμα του Ηνίοχου των Δελφών, μια εικόνα δώρο του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, εικόνες, βιβλία, δίσκους βινυλίου, CDs, φωτογραφίες που κοσμούν τους τοίχους των γραφίων κλπ. για τα οποία αναφέρει ότι ορίζει να μείνουν στο σπίτι του εφόσον μετατραπεί σε Μουσείο. Διαφορετικά να παραδοθούν στη βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη.
Ορίζει διαχειρίστρια τη γραμματέα του
Σε άλλο σημείο της διαθήκης του, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρεται στη διαχειρίστρια αυτής. Πρόκειται για την Ειρήνη Παρμενίδου, τη γραμματέα του, που, όπως γράφει και ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης στη διαθήκη του, έζησε στο πλευρό του πολλές δεκαετίες. «Μπορώ να πω ότι γνωρίζει τις σκέψεις και τις επιθυμίες μου καλύτερα από κάθε άλλον».
Σημειώνει δε ότι ανάμεσα στα καθήκοντά της θα είναι και η σύμφωνα με ρητές οδηγίες του παράδοση του Αρχείου του στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας Λίλιαν Βουδούρη, που στεγάζεται στο Μέγαρο Μουσικής, «όλων των υλικών του αρχείου μου».
Ακόμη, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρει την επιθυμία του όλα τα προσωπικά του αντικείμενα να παραδοθούν στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη, και να επιστρέψουν στο σπίτι του μόνο σε περίπτωση που αυτό καταστεί εφικτό να γίνει μουσείο, με ευθύνη του Δημοσίου.
Σε άλλο σημείο ορίζει την κυρία Παρμενίδου εκτελέστρια της διαθήκης του. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων της ορίζει ότι θα είναι και η παράδοση του Αρχείου του στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη».
Προβλέπει ακόμη τι θα γίνει με το αυτοκίνητό του, λέγοντας ότι σε περίπτωση που κατά το χρόνο του θανάτο του υπήρχε στην κατοχή του άλλο, νέο αυτοκίνητο πέρα από ένα άλλο που ήδη είχε την περίοδο που έγραψε τη διαθήκη του, επιθυμεί να μεταβιβαστεί στον Σύλλογο Αμυμώνη για να χρησιμοποιηθεί για τη μετακίνηση παιδιών.
Τι θα γίνει το προσωπικό του αρχείο
Ο Μίκης Θεοδωράκης περιγράφει ακόμη στη διαθήκη του την επιθυμία του αναφορικά με το προσωπικό του Αρχείο.
«Το προσωπικό Αρχείο μου επιθυμώ να παραμείνει στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας ''Λίλιαν Βουδούρη'', που στεγάζεται στο Μέγαρο Μουσικής, όπου το παραχώρησα με σύμβαση δωρεάς, διότι το φρόντισε και το αξιοποίησε, και παραγγέλλω στους τετμημένους με τη διαθήκη μου να παραδίδουν εκεί και ό,τι άλλο προσωπικό μου αντικείμενο, έγγραφο ή στοιχεία που με αφορούν, διότι επιθυμία μου είναι να συγκεντρωθούν εκεί όλα τα υλικά (και κυρίως, βεβαίως, τα πρωτότυπα) που με αφορούν, σε όποιου χέρια και με όποιον τρόπο και αν βρίσκονται αυτή τη στιγμή».
Επιπλέον, στην επόμενη παράγραφο επαναλαμβάνει όσα επιθυμούσε αναφορικά με τον τελευταίο τόπο της κατοικίας του, που ήθελε να είναι στον Γαλατά Χανίων.
«Τέλος, επαναλαμβάνω και εδώ την ήδη γνωστοποιηθείσα σταθερή και αμετάκλητη επιθυμία μου να ταφώ στα χώματα όπου ετάφησαν οι γονείς μου και ο αδερφός μου, δηλαδή στο Κοιμητήριο Γαλατά Χανίων, στον ειδικό χώρο, που είχα την τιμή να μου παραχωρήσει ο τότε Δήμος Νέας Κυδωνίας, στον ήδη κατασκευασμένο για τον σκοπό αυτόν τάφο, και καλώ τα μέλη της οικογένειάς μου και κληροδόχους μου να σεβασθούν απόλυτα την επιθυμία μου αυτή».
Για το ίδιο θέμα, ο Μίκης Θεοδωράκης σημειώνει. «Επίσης, επιθυμώ, εφόσον προαποβιώσω της συζύγου μου και εφόσον βεβαίως και εκείνη το επιθυμεί, όταν πλέον φύγει από τη ζωή, να ταφεί μαζί μου στον προαναφερόμενο τάφο του Κοιμητηρίου Γαλατά Χανίων, ώστε να είμαστε μαζί και στον θάνατο, όπως ήμασταν μαζί και σε όλη μας τη ζωή. Διαφορετικά, το υπόλοιπο του τάφου να παραμείνει κενό, όπως ορίζεται και στην απόφαση του τότε Δήμου Νέας Κυδωνίας, με την οποία μου παραχωρήθηκε αυτός».
Το σπίτι στο Βραχάτι
Αναφορικά με το σπίτι της οικογένειας στο Βραχάτι, ο Μίκης Θεοδωράκης αναφέρει πως θα ήθελε να απαλλοτριωθεί και να γίνει μουσείο. Ωστόσο, τονίζει πως έπειτα από επιθυμία της κόρης του να μείνει εκεί, το παραχωρεί σε εκείνη με συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
«Το σπίτι μου στο Βραχάτι Κορινθίας επρόκειτο να απαλλοτριωθεί από τη Νομαρχία Κορινθίας για να γίνει μουσείο, η σχετική διαδικασία όμως σταμάτησε μετά από δική μου παράκληση προς τους αρμοδίους, κατόπιν επιμονής της θυγατέρας μου Μαργαρίτας-Ασπασίας Θεοδωράκη, η οποία διαβεβαίωσε ότι το σπίτι αυτό θα παραμείνει στα παιδιά της και δεν θα πωληθεί σε καμιά περίσταση. Αν όμως στο μέλλον υπάρξει περίπτωση να μεταβιβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από την ίδια, τον αδερφό της Γεώργιο και τα πέντε εγγόνια μου, τότε θα επιθυμούσα να γίνει τελικά η απαλλοτρίωση από όποιον φορέα του Δημοσίου, με αποκλειστικό σκοπό βεβαίως τη δημιουργία Μουσείου, γιατί πρόκειται για χώρο άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ζωή και το έργο μου».
Το πνευματικό του έργο
Στην παράγραφο 21 της διαθήκης, ο Μίκης Θεοδωράκης εξηγεί πως έχει συνάψει συμβόλαιο με εκδοτική εταιρεία, η οποία και θα διαχειρίζεται το πνευματικό του έργο.
«Δεν έχει και δεν επιθυμώ σε καμμιά περίπτωση να έχει οποιοδήποτε δικαίωμα πάνω στο έργο μου, κανένα απολύτως από τα μέλη της οικογένειάς μου δεν επιθυμώ να έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε ιδιότητα στο πνευματικό και καλλιτεχνικό μου έργο. Το μόνο δικαίωμά τους θα πρέπει να είναι να εισπράττουν τα ποσοστά που με την παρούσα διαθήκη μου τους αφήνω. Οι μόνοι υπεύθυνοι για την εκτύπωση, την παρουσίαση, την επιμέλεια και τη διάδοση των έργων μου, για τον χειρισμό των οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων σχέσεων που προκύπτουν από τη διάθεση και παρουσίαση των έργων μου και γενικά για οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τα έργα μου θα είναι οι Εκδότες με τους οποίους έχω συνάψει σχετικά συμβόλαια».
Σε ένα άλλο σημείο της διαθήκης του, ο Μίκης Θεοδωράκης σημειώνει ότι τα τελευταία χρόνια έχει προβεί «σε δαπάνες μεγάλων ποσών για το έργο μου (το οποίο άλλωστε αποτελεί, δυστυχώς, και το μόνο σίγουρο έσοδο όλων των μελών της οικογένειάς μου), το Μουσείο Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη στο Γαλατά Χανίων, καθώς και για κάποιους ανθρωπιστικούς σκοπούς», δηλώνοντας ότι για όσο ζει θα συνεχίσει να πράττει τα ανάλογα, να δαπανά δηλαδή τα υπόλοιπα χρήματά του «σε κάποιους σκοπούς σύμφωνα με τα πιστεύω που υπηρέτησα σε όλη τη ζωή μου».
Σημειώνει δε ότι κάτι τέτοιο τού επιτρέπεται, καθώς έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένειά του.