Πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης έδειξαν ότι μια αρκετά μεγάλη μερίδα πολιτών αισθάνονται ότι δεν τους αφορά η πολιτική διαδικασία, ότι δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από τους κυρίαρχους (mainstream) κομματικούς σχηματισμούς του πολιτικού μας συστήματος.
Αναζητούν διέξοδο έκφρασης και συμμετοχής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έλκονται από τις σειρήνες του λαϊκισμού- αριστερού και δεξιού- και επιλέγουν αντίστοιχους πολιτικούς σχηματισμούς, μακριά από το κέντρο του πολιτικού κατόπτρου.
Οι πολίτες αυτοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκουν στις μεσαίες και νεότερες γενιές: στην γενεά Χ, στους millennials και τη γενιά Ζ. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι άνεργοι, υποαπασχολούμενοι και υπαμειβόμενοι, χωρίς σοβαρές προοπτικές κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης. Είναι δύσκολο να δημιουργήσουν οικογένεια, ή αν έχουν ήδη, μετά βίας τα βγάζουν πέρα. Αναγκάζονται να ζουν στο σπίτι των γονιών τους, ή, στην καλύτερη περίπτωση αναθέτουν στον παππού και τη γιαγιά την φροντίδα των παιδιών.
Τα στοιχεία της Eurostat αναδεικνύουν και υπογραμμίζουν το πρόβλημα. Δεν είναι μόνον τα ποσοστά ανεργίας, ιδίως των νέων και των γυναικών, που είναι πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η συμμετοχή των ενηλίκων στη δια βίου μάθηση είναι μόλις 4,1% έναντι του 9,2% της Ε.Ε, ενώ το 18,7% των νέων 15-29 ετών δεν έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση την κατάρτιση ή την απασχόληση (NEETs) όταν ο Μ.Ο. της Ε.Ε. είναι 13,7%. Επιπλέον, το 15,8% των συμπολιτών μας βιώνει συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης έναντι του 6,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Μόλις το 20,5% των παιδιών κάτω των τριών ετών έχει πρόσβαση σε δομές προσχολικής εκπαίδευσης έναντι του αντίστοιχου 35,5 του αντίστοιχου συνόλου της Ε.Ε. Επιπλέον πληρώνουμε το 36,44% των δαπανών υγείας από την τσέπη μας όταν ο μέσος ευρωπαίος πολίτης πληρώνει το 15,48%.
Ο κίνδυνος κοινωνικής περιθωριοποίησης είναι υπαρκτός για μια ικανή μερίδα του πληθυσμού. Πρόκειται για πολίτες που δεν εμπιστεύονται τον κοινοβουλευτισμό και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Συνήθως επιλέγουν κόμματα που επενδύουν στον φόβο και δαιμονοποιούν τους πολιτικούς αντιπάλους αναπτύσσοντας θεωρίες συνομωσίας. Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται μόνον με την αυτονόητη λεκτική υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών ή/και με την εξαγγελία «πακέτων μέτρων» για την νέα γενιά που αναπαράγουν ήδη πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί και αποδίδουν ελάχιστα. Στην καλύτερη περίπτωση προσφέρουν πρόσκαιρες λύσεις (π.χ. επιδότηση θέσεων εργασίας για τους νέους) ή την μερική ανακούφιση μέσω των κοινωνικών επιδομάτων.
Χρήματα μπορεί να υπάρχουν (δημοσιονομική χαλάρωση λόγω πανδημίας, Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε.) αλλά δεν είναι ατελείωτα- ενώ το φάσμα του δημόσιου χρέους επικρέμαται στα κεφάλια των επόμενων γενεών. Είναι ανάγκη να διοχετευθούν πόροι σε καινοτόμες και έξυπνες λύσεις που απαντούν στα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων που απειλούνται από την κοινωνική και οικονομική στασιμότητα και το περιθώριο. Ένα μείγμα πολιτικών που περιλαμβάνει την κάλυψη της προσχολικής εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, που δίνει λύσεις και διεξόδους στο στεγαστικό πρόβλημα των νέων και ιδίως των ζευγαριών, που ενθαρρύνει και αξιολογεί την πρόσβαση στην κατάρτιση και την δια βίου μάθηση, που δημιουργεί βιώσιμες προοπτικές απασχόλησης και ευημερίας. Η συστηματική επένδυση σε τέτοιου είδους μέτρα και πολιτικές και η συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων στις πραγματικές ζωές των ανθρώπων θα κάνουν την διαφορά.
*Η Εύη Χριστοφιλοπούλου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Διοικητικής Επιστήμης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και πρώην υπουργός