Έναν νέο κύκλο podcast εγκαινιάζει ο Χρήστος Χωμενίδης στο pod.gr του Σταύρου Θεοδωράκη, με τον τίτλο «Εκρήξεις της μεταπολίτευσης δια χειρός Χωμενίδη».
Ο γενικός πρόλογος του podcast των 10 επεισοδίων:
Σε κάθε γενιά έρχεται κάποτε ο ουρανός σφοντύλι. Χάνεται κάθε βεβαιότητα, κάθε αίσθηση ασφάλειας. Ανατρέπεται ο κόσμος όπως τον είχε μάθει και περνούσε άνετα μέσα του. Για τους παππούδες μας ήταν η Κατοχή και ο Εμφύλιος.
Για τους γονείς μας, τα μεταπολεμικά ζόρια, η καχεκτική μετεμφυλιακή δημοκρατία, που μετά την παρένθεση της «Χαμένης Άνοιξης», κατέληξε στη Χούντα. Για εμάς, για τα παιδιά των ‘60s και των 70’s, ήταν η χρεοκοπία του 2010. Και ο -ευτυχώς αναίμακτος- διχασμός που ακολούθησε.
Σήμερα, που η Ιστορία έχει γυρίσει σελίδα, ο Χρήστος Χωμενίδης διηγείται τη διαβολοδεκαετία 2006-2016.
Από απόσταση μα από πρώτο χέρι. Με ψυχραιμία, με σαρκασμό, ίσως και με μια νοσταλγία για όσα ζήσαμε. Για τις γλυκιές αυταπάτες που γκρεμίστηκαν τόσο απότομα. Για τα νιάτα μας, που πρώτα εξιδανικεύθηκαν και ύστερα συκοφαντήθηκαν. Για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Του Χρήστου Χωμενίδη
Το καλοκαίρι του 1976 έγινα δέκα χρονών.
Συμπληρώνονταν δύο χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Οι πρωτεργάτες της Χούντας βρίσκονταν στη φυλακή, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κυβερνούσε με ποσοστό 54%, τα κόμματα της αντιπολίτευσης -της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς περιλαμβανομένης, των ΚΚΕ μ-λ, μ-λ ΚΚΕ, ΕΚΚΕ- εκφράζονταν ελεύθερα. Ή σχεδόν ελεύθερα. Η δημοκρατία στην Ελλάδα έδειχνε να εμπεδώνεται. Τότε οι γονείς μου αποφάσισαν ότι η επιθυμία της γιαγιάς μου μπορούσε επιτέλους να εκπληρωθεί. Πως ήταν ασφαλές να ταξιδέψουμε στο χωριό της, στο οποίο είχε να πατήσει τριάντα πέντε χρόνια.
Το χωριό της μάνας της μάνας μου ονομάζεται Λουτρό. Βρίσκεται στον κάμπο της Μεσσηνίας, γειτνιάζει με την κωμόπολη Μελιγαλάς. Όταν, το φθινόπωρο του 1944, κλιμάκιο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης της Μέσης Ανατολής μαζί με δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποβιβάστηκαν στην Καλαμάτα, οι μεν Γερμανοί έφυγαν προς βορράν. Οι δε σύμμαχοι τους ταγματασφαλίτες οχυρώθηκαν στον Μελιγαλά. Επακολούθησε τριήμερη σφοδρότατη μάχη, στην οποίαν ο ΕΛΑΣ τελικά επικράτησε. Και ενώ θα μπορούσε να έχει μπει στον Μελιγαλά με τον αέρα του θριαμβευτή, να έχει δικάσει -ακόμα και εκτελέσει- κάποιους εγκληματίες πολέμου, μα κατά τα άλλα να έχει δείξει το πρόσωπο μιας ειρηνικής εξουσίας, από τον λαό για τον λαό, το πράγμα ξέφυγε. Οι νικητές άρχισαν να σφάζουν τους ηττημένους. Όχι μονάχα τους ένοπλους των Ταγμάτων Ασφαλείας. Αλλά και τους συγγενείς τους. Γέρους και γυναικόπαιδα. Πόσους; Ο Ερυθρός Σταυρός υπολογίζει γύρω στους χίλιους. Κοντά στον Μελιγαλά υπήρχε ένα μεγάλο πηγάδι. Μια πηγάδα. Τον έκαναν ομαδικό τάφο. Σύμφωνα με την πιο μακάβρια εκδοχή, οι Ελασίτες πέταγαν ζωντανά τα θύματά τους. Ο εφιάλτης του Μελιγαλά αμαύρωσε τη φήμη της Αριστεράς σε ολόκληρη την περιοχή. Στους τοίχους γράφονταν συνθήματα: «Ο Κομμουνισμός Σταματάει Εδώ». «Εαμοβούλγαροι θα Πεθάνετε»…
Η γιαγιά μου είχε οργανωθεί στην κομμουνιστική νεολαία από τα είκοσί της. Το 1933 είχε παντρευτεί τον παππού μου, που ήταν βουλευτής του ΚΚΕ και έπειτα γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του. Δεν είχε ωστόσο την παραμικρή ανάμειξη στα γεγονότα του Μελιγαλά, το φθινόπωρο του 1944 δεν ήταν καν στη Μεσσηνία. Ψιλά γράμματα. Καθ’όλη τη μετεμφυλιακή εποχή, για να μη μιλήσουμε επί δικτατορίας, ήταν στην ιδιαίτερη πατρίδα της αυστηρά ανεπιθύμητη.
Τον Αύγουστο του 1976 πήραμε τον συρμό Αθήνα-Καλαμάτα, ο οποίος ξεκινούσε από τον Σταθμό Πελοποννήσου και έφθανε στον προορισμό του μετά από ταξίδι δέκα ωρών. Δεν είχαμε αυτοκίνητο, το ΙΧ αποτελούσε ακόμα για τους περισσότερους Έλληνες είδος πολυτελείας, πόσω δε μάλλον που ο -αρκετά εκκεντρικός- πατέρας μου το σνόμπαρε. «Κάλλιο να ράψω είκοσι κοστούμια, παρά να αγοράσω έναν κουβά με μηχανή και ρόδες…»
Το ταξίδι υπήρξε για εμένα, στα δέκα μου χρόνια, μια πρωτόγνωρη περιπέτεια. Το τρένο ανεβοκατέβαινε οφιοειδώς τα βουνά και σταματούσε σε όλα τα χωριά. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο, θαύμαζα τα πανέμορφα τοπία, τα έλατα, τις βελανιδιές, τα ποταμάκια. Κοιτούσα γύρω μου μες στο βαγόνι κι έβλεπα άντρες με τραγιάσκες, γυναίκες με τσεμπέρια, με καλαθούνες και καφάσια, μέσα στα οποία κουβαλούσαν ως και ζωντανά κοτόπουλα. Άντε και κάνα φοιτητή της εποχής, με μαλλούρα, παντελόνι καμπάνα και κιθάρα.
Στον σταθμό του Μελιγαλά μάς περίμεναν κάτι ξαδέλφια της γιαγιάς μου. Είχαν ναυλώσει ένα ταξί -αγοραία τα έλεγαν-, είχαν φέρει όμως και τον γάιδαρό τους. Μας έκαναν το τραπέζι. Στο ισόγειο του σπιτιού τους ο στάβλος. Στο χαγιάτι το πάτωμα ήταν ξύλινο, χωρίς τσιμεντένια πλάκα. Πήρα στα μουλωχτά ένα ξερό σύκο -βασικό προϊόν της περιοχής, τα έτρωγαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ- το πέταξα από τη μεγάλη χαραμάδα ανάμεσα στις σανίδες και είδα τη γίδα τους να πηδάει για το πιάσει στον αέρα. Την επομένη πήγαμε για φαγητό σε μια ταβέρνα. Ενώ έχουμε παραγγείλει και περιμένουμε τις γουρουνοπούλες στη λαδόκολλα, η γιαγιά τινάζεται ξαφνικά όρθια. «Πάμε να φύγουμε αμέσως!» μας διατάζει ψιθυριστά. «Αυτοί εκεί» μας δείχνει μια παρέα «έχουν νεκρούς στην Πηγάδα. Με αναγνώρισαν, με αγριοκοιτάνε. Μία κουβέντα αν μου πουν, θα πρέπει να απαντήσω, θα γίνει καβγάς. Τι το όφελος;»
Η Ελλάδα στην οποία μεγάλωσα ήταν μια φτωχή χώρα, με κατά κεφαλήν εισόδημα 3300 δολλάρια – σήμερα κοντεύει τα 20000$ σύμφωνα με τα φορολογικά στοιχεία, έξω η παραοικονομία… Κάτω από μια λεπτή κρούστα υπέβοσκαν τα τραύματα του Εμφυλίου. Όσοι δεν έβλεπαν προκοπή, έφευγαν μετανάστες, εργάτες «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές…» Ή μπάρκαραν. Ή κατέβαιναν από τα χωριά τους στην πόλη και γίνονταν θυρωροί, παραγιοί σε μαγαζιά, μαθητευόμενοι σε μηχανουργεία, τα κορίτσια εσωτερικές υπηρέτριες. Υπήρχαν ασφαλώς και οι πλούσιοι και οι μεσαίοι και οι μικροαστοί.
Ποιά ήταν τα τεκμήρια της ευζωίας; Να αγοράζεις τακτικά από το χασάπικο της γειτονιάς. Και στο ψαράδικο να παίρνεις φαγκριά και λιθρίνια, ποτέ σαβρίδια και γόπες που εθεωρούντο δεύτερης κατηγορίας. Να έχεις στο σπίτι σου τηλεόραση. Ίσως και στερεοφωνικό. Να πηγαίνεις σε κοσμικές ταβέρνες, όχι μονάχα σε κουτούκια. Και αν -ο μη γένοιτω- αρρώσταινες σοβαρά, να μπορείς να επισκεφθείς έναν γιατρό στο Κολωνάκι.
Τα εξατάξια γυμνάσια χωρίζονταν σε θηλέων και σε αρρένων. Οι μαθήτριες φορούσαν ποδιές. Τα αγόρια σύχναζαν σε σφαιριστήρια, έπαιζαν μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκι. Στα πανεπιστήμια οργανώνονταν σε αριστερές νεολαίες, υπήρχαν παθιασμένοι θαυμαστές του Μάο Τσετούνγκ, ακόμα και τού Ενβέρ Χότζα. Σπουδές στο εξωτερικό; Για πολύ λίγους. Και το συνάλλαγμα απολύτως μετρημένο, οι φοιτητές όταν περνούσαν τα σύνορα έκρυβαν τις ιταλικές λιρέτες ή τα γαλλικά φράγκα ή τις βρεττανικές λίρες στα πιο απίθανα μέρη, στη φόδρα της βαλίτσας, μες στις κάλτσες τους… Εάν τις έβρισκαν οι αρχές στα σύνορα, θα τις κατήσχαν. Η εξαγωγή συναλλάγματος πάνω από ένα ποσό συνιστούσε ποινικό αδίκημα. Η Ελλάδα τη δεκαετία του 1970 ήταν μια φτωχή χώρα, που μιλούσε ακόμα στα σχολεία και στις δημόσιες υπηρεσίες καθαρεύουσα, που βαλάντωνε με τον Καζαντζίδη, καψουρευόταν με τον Βοσκόπουλο, παθιαζόταν με τον Μίκη Θεοδωράκη… Ο Σαββόπουλος εθεωρείτο εξαιρετικά προχωρημένος. Ακόμα και ο Μάνος Χατζιδάκις απευθυνόταν, μετά τον «Μεγάλο Ερωτικό» σε λίγους.
Κι έπειτα μπήκαμε, το 1980, στην ΕΟΚ. Κι έπειτα εξελέγη, το 1981, το Πασόκ. Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα πιστώνεται ιστορικά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εκείνος είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει πως το να ανήκουμε σε έναν σύνδεσμο χωρών ανεπτυγμένων οικονομικά με φιλεύθερη δημοκρατία θα θωράκιζε αφενός το δικό μας πολίτευμα, θα μετρίαζε αφετέρου την εξάρτησή μας από την Αμερική. Το ότι μας δέχθηκαν ως ένατο κράτος-μέλος, πριν από την Ισπανία και την Πορτογαλία, αποτελεί εν πολλοίς προσωπική του επιτυχία. Είχε ο Καραμανλής την ενθουσιώδη στήριξη του Γάλλου προέδρου Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν. Και όταν -θρυλείται- ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, σε μια ιδιαίτερη συνάντησή τους, του ανακοίνωσε ότι δεν μας έκρινε έτοιμους να προσχωρήσουμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ο Έλληνας πρωθυπουργός τού απάντησε ως εξής: «Πολύ καλά, εξοχότατε. Βγαίνοντας θα υπενθυμίσω στους δημοσιογράφους τα αίσχη που έκαναν οι Γερμανοί στην πατρίδα μου επί Κατοχής…» Ο καγκελάριος αυτοστιγμεί -λένε- μαλάκωσε.
Η συμφωνία ένταξης στην ΕΟΚ ψηφίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία και από το ΚΚΕ εσωτερικού του Λεωνίδα Κύρκου. Απορρίφθηκε από όλα τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το Πασόκ διεκήρυσσε τότε πως «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Υποσχόταν πως άμα τη εκλογή του θα ξήλωνε από το έδαφός μας τις αμερικάνικες «βάσεις του θανάτου».
Στο βιβλίο του «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη», ο Θεόδωρος Πάγκαλος θυμάται πώς αντέδρασε ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν, το 1982, του υπενθύμισε τα ρηξικέλευθα εκείνα συνθήματα. «Στην πολιτική, Θόδωρε, άλλο τι λέμε, άλλο τι κάνουμε…» του χαμογέλασε με νόημα.