Σε δηλώσεις προχώρησε ο 68χρονος οφθαλμίατρος που έπεσε θύμα ένοπλης επίθεσης έξω από το σπίτι του στο Χαλάνδρι από πρώην σύντροφο του.
Ο ιατρός, που αναρρώνει στο σπίτι του και πρόκειται να κάνει ακόμη μια επέμβαση τις επόμενες ημέρες, παραχώρησε συνέντευξη και όπως δήλωσε η δημοσιογράφος με την οποία μίλησε ήταν ήρεμος και ευγενέστατος.
Στο απόσπασμα της αποκλειστικής συνέντευξης που προβλήθηκε από την εκπομπή «Το Πρωινό», ο 68χρονος αναφέρεται μεταξύ άλλων, σε έναν πολύχρονο «εφιάλτη», όπως λέει που ζούσαν ο ίδιος και η οικογένεια του, για τις απειλές από την πλευρά της γυναίκας που τελικά τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε, αλλά και για το όπλο της επίθεσης, που αποκαλύπτει ότι το είχε δείξει στο παιδί τους εδώ και η χρόνια η προφυλακισμένη γυναίκα, λέγοντας της ότι με αυτό θα επιτεθεί στον πατέρα της.
Ακόμη, ο γιατρός υποστηρίζει πως παρότι αναζήτησαν δικαστική και αστυνομική προστασία λόγω των απειλών που δεχόταν όλη η οικογένεια του αυτή δεν παρασχέθηκε, ενώ μιλώντας για το παιδί λέει ότι ζει μαζί του καθώς η μητέρα του το είχε εγκαταλείψει και ότι αισθάνεται μεγάλη ασφάλεια στο οικογενειακό περιβάλλον του 68χρονου, που το έχει αγκαλιάσει με αγάπη.
«Τις πρώτες ώρες και τις πρώτες μέρες μου ερχόντουσαν στο μυαλό αυτά τα περιστατικά σαν να τα έβλεπα σε βίντεο, από την αρχή. Προσπαθούσα να δω τι μπορώ να κάνω, τι πρέπει να κάνω από εκεί και πέρα, πως να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Ήταν μία κατάσταση δύσκολη, ευτυχώς όμως και οι γιατροί και η οικογένειά μου, μου συμπαραστάθηκε και με βοήθησε πάρα πολύ. Μου φέρνανε τα μηνύματα των φίλων, των συγγενών, όλα αυτά με βοήθησαν πάρα πολύ. Μου ανέβασαν το ηθικό και βεβαίως η ανακούφιση ότι η δράστης ήταν πλέον προφυλακισμένη και δεν μπορούσε να μας κάνει σε εμένα ή στην οικογένειά μου κακό», δήλωσε ο οφθαλμίατρος.
Αναφερόμενος στη δράστιδα της επίθεσης και την προστασία που είχε ζητήσει η οικογένειά του είπε: «Περιμέναμε ότι κάτι θα γίνει. Ήδη είχε βιαιοπραγήσει αρκετές φορές και εναντίον μου και εναντίον της συζύγου μου. Δυστυχώς, παρότι ζητήσαμε προστασία, δεν μας δόθηκε όπως θα έπρεπε. Δηλαδή, ενώ είχαμε πάει και στην αστυνομία και στα δικαστήρια, λέγαμε ότι κινδυνεύουμε, κάντε κάτι να μπορούμε να προστατευτούμε. Πιθανώς δεν αξιολόγησαν τον κίνδυνο όπως θα έπρεπε με αποτέλεσμα να καταλήξουμε εδώ που καταλήξαμε. Θα μπορούσαν, ξέρω γω, γιατί πολλές φορές τους είχαμε πει κάντε μία έρευνα στο αυτοκίνητο της, γιατί το περίστροφο το είχε δείξει στο παιδί εδώ και χρόνια. Και κάποια στιγμή του είπε ότι με αυτό θα σκοτώσω τον πατέρα σου. Παρόλα αυτά δεν αξιολόγησαν ιδιαίτερα, να πάνε να κάνουν κάποια έρευνα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο ώστε να μπορέσουν να την περιορίσουν, κάτι να κάνουν τέλος πάντων».
Συνεχίζοντας τόνισε ότι «το παιδί εδώ και χρόνια ζούσε έτσι μια κατάσταση με τη μητέρα και ιδιαίτερη. Κατά κάποιον τρόπο είχε λίγο συνηθίσει σε τέτοιες καταστάσεις. Βέβαια, ήταν ένα σοκ, το έχει ξεπεράσει, γενικά όμως το αντιμετώπισε με ωριμότητα και τώρα είναι σε αρκετά καλή κατάσταση».
Σύμφωνα με τον οφθαλμίατρο, η κόρη του «με τη μητέρα της από παλιά δεν ήθελε να μιλήσει. Αντιδρούσε γιατί της έλεγε διάφορα πράγματα η μητέρα της που την στενοχωρούσαν. Και αντιδρούσε κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με τη μητέρα, δεν ήθελε». Όπως υποστήριξε, το παιδί είχε ζήσει κάποιες άσχημες καταστάσεις με τη μητέρα του και δεν τη ζητούσε. «Ίσα ίσα, αισθάνεται ανακουφισμένο που είναι η μητέρα του μέσα γιατί δεν αισθάνεται πλέον κάποιο κίνδυνο, ότι τόσο για αυτή, κυρίως για εμάς. Αισθάνεται μία ασφάλεια τώρα», σημείωσε και επισήμανε ότι το παιδί μεγαλώνει μαζί του «γιατί η μητέρα του το εγκατέλειψε. Και όχι μόνο το εγκατέλειψε, και όταν ήταν μαζί δεν το φρόντιζε όσο θα έπρεπε». «Η μητέρα είχε υπηρετικό προσωπικό το οποίο ασχολιόταν με το παιδί και η ίδια γενικά ζούσε μία ένταση μέσα στο σπίτι. Μάλωνε, φώναζε, όχι τόσο με το παιδί, με τις κοπέλες που είχε εκεί μέσα για να φροντίζουν το παιδί», είπε.
Τέλος, υποστήριξε ότι το παιδί «φοβόταν ότι θα εμφανιστεί η μητέρα του και θα το αρπάξει ή θα είναι κάτω η μητέρα και αν βγούμε μαζί μας επιτεθεί. Ζούσε τέτοιο άγχος καθημερινό».