Ένα άρθρο έπαινο για τους Έλληνες, την κουλτούρα και τον τρόπο ζωής, έχει φιλοξενήσει η βρετανική εφημερίδα Telegraph.
Η βρετανίδα δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια, Χάιντι Φούλερ Λοβ, έγραψε πρόσφατα για τις διακοπές της στην Ερμούπολη της Σύρου χαρακτηρίζοντας την το πιο φιλόξενο μέρος στην Ευρώπη. Με αφορμή το σχετικό άρθρο της στην Telegraph στις 18 Αυγούστου στη δημοσιότητα έρχεται ένα παλιότερο δημοσίευμα της βρετανίδας δημοσιογράφου στο οποίο είχε μιλήσει για τα 6 πράγματα που κάνουν καλύτερα οι Έλληνες, καθώς κατέθεσε την προσωπική της εμπειρία, έχοντας ζήσει περισσότερα από 15 χρόνια στην Ελλάδα, κάνοντας διακοπές στην Κρήτη.
Σύμφωνα με το βρετανικό δημοσίευμα, πολλοί στη Βρετανία μεγάλωσαν έχοντας μια κλισέ αντίληψη ότι οι Έλληνες είναι ατίθασοι, τεμπέληδες και φτιάχνουν άθλια ποπ μουσική αλλά όποιος έχει ζήσει στην Ελλάδα, έχει επισκεφθεί τα νησιά της, έχει φάει ελληνικό φαγητό και έχει διασκεδάσει με τους Έλληνες διαμορφώνει μια άλλη άποψη.
Ακολουθούν έξι πράγματα, και υπάρχουν πολλά ακόμη, που οι Έλληνες κάνουν καλύτερα από τους Βρετανούς, ανέφερε το δημοσίευμα.
Η μακρά σιέστα
Στη Βρετανία, η ιδέα του να πηγαίνει κάποιος για ύπνο το μεσημέρι φαινόταν ντροπιαστική και «χάσιμο χρόνου».
Μέρος της προκατάληψης κατά της μεσημεριανής σιέστας είναι ότι αν κοιμάσαι κατά τη διάρκεια της ημέρας πρέπει να είσαι τεμπέλης, ενώ στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρώπη και παίρνουν λιγότερες διακοπές από τους περισσότερους συμπολίτες τους στην ΕΕ. Επιπλέον, όχι μόνο οι σιέστες είναι ζωτικής σημασίας στα θερμότερα κλίματα, αλλά οι επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι κάνουν και καλό.
Γράφει χαρακτηριστικά η Φούλερ: «Σήμερα, λατρεύω τις καλοκαιρινές μου σιέστες. Το να σηκώνομαι νωρίς για να δουλέψω όταν είναι πιο δροσερά, να κοιμάμαι κατά τη διάρκεια της πιο πολλής ζέστης στη μέρα και στη συνέχεια να σηκώνομαι για να διασκεδάσω μέχρι αργά, είναι απόλυτα λογικό για μένα - είναι σαν να έχω δύο μέρες σε μία.
The pleasure of «parea» -Η ευχαρίστηση της παρέας
«Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας ψηλά στο βορρά, νόμιζα ότι γινόταν κάποιο ιδιαίτερο γεγονός. Παρόλο που ήταν στα μέσα της εβδομάδας, νύχτα με τη νύχτα τα καφέ, τα μπαρ, τα τσιπουράδικα και τα καφενεία ήταν γεμάτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες», γράφει.
Και επισημαίνει: «Μπορεί να μην είναι σαν μια βραδινή έξοδος στην παμπ, αλλά έχω μάθει να αγαπώ αυτά τα ατελείωτα δροσερά βράδια που περνάω πίνοντας καφέ ή κοκτέιλ σε μια παραθαλάσσια καφετέρια με φίλους, τα δικά μου «parea», που συχνά έχουν μαζί τους τα παιδιά τους, ή ακόμα και τους παππούδες τους.
Το υγιεινό φαγητό στην πατρίδα της μεσογειακής διατροφής
Η βρετανίδα δημοσιογράφος περιγράφει την εμπειρία της όταν γύρισε στην Βρετανία ύστερα από τις διακοπές της στην Ελλάδα.
«Σου μαγείρεψα ένα γεύμα», της είπε η καλύτερή της φίλη όταν επέστρεψε στην Βρετανία.
«Παρόλο που ήμουν ευγνώμων για την ευγενική χειρονομία της, δεν μπορούσα να μην συγκρίνω τις πατάτες με γεύση χαρτόνι που έβρασαν στο σακουλάκι και την πλαδαρή κατεψυγμένη κις που καθόταν χλωμή στο πιάτο μου με το ζωηρότατο φαγητό που είχα φάει την προηγούμενη εβδομάδα στην τοπική μου ταβέρνα», σημειώνει.
«Ο ιδιοκτήτης, κ. Γιάννης κυνηγάει άγρια χόρτα στους λόφους και σαλιγκάρια κατευθείαν από τα βουνά, ή βγαίνει με την ψαρόβαρκά του και φέρνει πίσω γλιστερούς κουβάδες γεμάτους λαβράκια και άλλα θαλασσινά, τα οποία η ''ξύπνια'' γυναίκα του Καλλιόπη ψήνει, ετοιμάζει για να σερβίρει μια σειρά από πλούσιους μεζέδες που δίνονται δωρεάν με την ρακή μας. Δυστυχώς, τα flatpack φαγητά απλά δεν μπορούν να ανταγωνιστούν το φαγητό στην πατρίδα της Μεσογειακής διατροφής».
Η κουλτούρα του ποτού
«Περνώντας από τα Μάλια - την περιβόητη κρητική πόλη των πάρτι που αγαπούν οι Βρετανοί 18 έως 25 ετών - στο δρόμο μου προς το αεροδρόμιο του Ηρακλείου το καλοκαίρι, βλέπω τους συμπατριώτες μου στα καλύτερά τους. Από νεαρούς με τατουάζ στο στήθος που δέρνονται μεταξύ τους στα μπαρ μέχρι συμμορίες κοριτσιών με στρινγκ και μπικίνι που κατουράνε στη μέση του δρόμου, με κάνει πραγματικά περήφανη που είμαι Βρετανή», γράφει ειρωνικά η δημοσιογράφος.
«Είναι απόλυτα ευγενικοί όταν είναι νηφάλιοι - πάντα λένε "παρακαλώ" και "ευχαριστώ", αλλά όταν έχουν πιει μερικά ποτά γίνονται ζώα», μου είπε ένας ιδιοκτήτης ταβέρνας».
«Εδώ στην Ελλάδα, μπορείτε να πίνετε όσο θέλετε. Και στο τοπικό μου καφενείο, η ρακί με 70% περιεκτικότητα σε αλκοόλ,που φτιάχνεται από φλούδες σταφυλιών και φρούτα που περισσεύουν στον χάλκινο αποστακτήρα του κ. Γιάννη κάθε φθινόπωρο, το κατεβάζουν σαν νερό - αλλά είναι βαθιά αποδοκιμασμένο να είναι είναι κανείς εμφανώς μεθυσμένος. Όσο μεθυσμένος κι αν είσαι, στο τέλος της βραδιάς σηκώνεσαι από τη θέση σου με αξιοπρέπεια, καληνυχτίζεις τους φίλους σου και περπατάς μέχρι το σπίτι σου. Αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είστε περήφανοι οι Έλληνες».
Το γαλήνιο κλίμα
Προφανώς για τους Βρετανούς το κλίμα στην Ελλάδα έχει προεξέχοντα ρόλο στην αγάπη τους προς αυτήν.
«Όταν πρωτομετακόμισα στην Ελλάδα, μέχρι τότε δεν έβλεπα καθόλου ήλιο, και περνούσα τις μέρες μου σαν σαύρα, κολλημένη σε μια ξαπλώστρα, απορροφώντας και την τελευταία ακτίνα του. Μετά από αρκετές δεκαετίες εδώ, δεν είμαι τόσο ηλιοκαμένη - και μπορώ να απολαύσω ακόμα και μια ή δύο βροχερές μέρες - αλλά παραδέχομαι ότι ακόμα μου αρέσει να κολυμπάω κάτω από τον γαλάζιο ουρανό σε καταγάλανες θάλασσες, όταν οι φίλοι μου στην πατρίδα μου στέλνουν τις φωτογραφίες τους με τα χριστουγεννιάτικα δέντρα και τους χιονισμένους δρόμους».
Η αγάπη για τους ξένους και η φιλοξενία
«Όταν μετακόμισα για πρώτη φορά στο σπίτι μου στο χωριό ψηλά στα κρητικά βουνά, κατακλύστηκα από δώρα. Κάθε μέρα επιστρέφοντας από μια βόλτα στα μαγαζιά ή από μια χαλαρή μέρα στην παραλία, έβρισκα στην πόρτα μου φρέσκες ντομάτες, ένα μάτσο βότανα ή ένα ποτήρι ρακί. Κατά τον τυπικό βρετανικό τρόπο, αντί να τα απολαμβάνω, ντρεπόμουν αόριστα. "Τι μπορώ να κάνω για να τους ξεπληρώσω;" ρώτησα έναν από τους γείτονές μου».
Κλείνοντας, στο δημοσίευμα της Telegraph, υπογραμμίζει ότι «από τότε που ο Θεός της φιλοξενίας Δίας μεταμφιέστηκε σε ηλικιωμένη γυναίκα και πήγαινε ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα για να δει αν τον δέχονται καλά, οι Έλληνες φημίζονται για τη φιλοξενία τους - την αγάπη για τους ξένους».
«Εκείνη με κοίταξε σαν να είμαι εξωγήινος. "Να τους ξεπληρώσεις; Τι να τα ξεπληρώσεις; Χαιρόμαστε που έχουμε νέους ανθρώπους στο χωριό, γι' αυτό τους κάνουμε ευπρόσδεκτους. Αυτή είναι η αμοιβή σας προς εμάς», κατέληξε.