Χορτάτος από ζωή, απεβίωσε σε ηλικία 99 ετών ο Ζάχος Χατζηφωτίου και διάφοροι αριστεροί «επαναστάτες» βρήκαν την αφορμή να εξαπολύσουν ύβρεις και χολή εναντίον του.
Μια μίζερη και αδιόρθωτη αριστερά επιτέθηκε, μέσα από τα social media, σε έναν νεκρό, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι ένας κοσμοπολίτης, πατριώτης, αντισυμβατικός και με άποψη Αθηναίος αξίζει να συγκαταλέγεται στο πάνθεον των προσωπικοτήτων που εμπλουτίζουν τη ζωή μας. Αποκάλεσαν τον ίδιο «ταγματασφαλίτη», επειδή ήταν δεξιός, «ναζιστοχώρα» την Ελλάδα, επειδή τον τίμησε με μεταθανάτια εγκώμια, και μοίρασαν «ψόφους» σε όσους λυπήθηκαν για το τέλος εποχής που συμβολίζει η απώλειά του.
Η είδηση, μάλιστα, από τον δήμαρχο Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, ότι ο αποθανών θα κηδευτεί στο Α’ Νεκροταφείο, δημοσία δαπάνη, έκανε τους εν λόγω «επαναστάτες» να ξαμολυθούν, σαν τις ύαινες, και να απειλούν με «πηγάδες» τους θαυμαστές ή ομοϊδεάτες του Ζάχου Χατζηφωτίου. Αδιαφόρησαν για το γεγονός ότι ο μακαρίτης υπήρξε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος και ότι η Αθήνα όφειλε αυτή την ελάχιστη τιμή σε μια δραστήρια και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Ήταν εξάλλου τόσο εύπορος που είχε μόνος του ετοιμάσει τον οικογενειακό τάφο, με την προτομή του να γράφει «Έζησα όπως ήθελα», όπως έχει δηλώσει -δεν είχε ανάγκη τα συμβολικά, τιμητικά έξοδα του Δήμου Αθηναίων.
Πιθανολογώ ότι αυτό που ενόχλησε κυρίως τους μετά θάνατον υβριστές τού Ζάχου Χατζηφωτίου είναι ότι συμμετείχε σε δύο μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα και δήλωνε περήφανος γι' αυτό: πολέμησε τους ναζί στην Αφρική και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ στον εμφύλιο. Για τους περισσότερους κανονικούς ανθρώπους, ο αποθανών αποτελεί αυθεντικό παράδειγμα ευγένειας και πατριωτισμού μιας άλλης εποχής, υπερασπιστής της δυτικόστροφης Ελλάδας. Αντίθετα, για όσους θέλουν πάση θυσία να αναβιώσουν τον εμφυλιοπολεμικό διχασμό και να τον μεταφέρουν στο σήμερα με ρεβανσιστικά συνθήματα, ο μακαρίτης ήταν «ένας φασίστας λιγότερος», όπως έγραψαν.
Είναι να λυπάσαι για τον ξεπεσμό ενός τύπου αριστεράς, όπως αποτυπώθηκε στην περίπτωση του Ζάχου Χατζηφωτίου. Πώς έφτασαν αυτοί οι άνθρωποι, διερωτάσαι, σε τέτοιο βαθμό εμμονικής εκδικητικότητας για τον «αντίπαλο», για όποιον δηλαδή εκπροσωπεί την κανονική, ευρωπαϊκή Ελλάδα. Και κάτι ακόμα: η διαφορά ανάμεσα στους δύο κόσμους είναι πως κανείς δεν διανοήθηκε να βρίσει π.χ. τον Μανώλη Γλέζο, μετά θάνατον, γιατί συμμετείχε στον εμφύλιο από την αντίπερα όχθη, στο πλευρό των κομμουνιστών ανταρτών. Είτε συμφωνείς είτε διαφωνείς με τις ιδέες του (προσωπικά διαφωνώ, κυρίως για τον αντιδυτικισμό του, που εκδηλώθηκε και στο οπερετικό δημοψήφισμα του 2015), ο Γλέζος ανήκει στο εικονοστάσιο της αριστεράς και κατέχει μια σελίδα στην πολυτάραχη ελληνική Ιστορία. Ακόμη και αίθουσες στο ευρωκοινοβούλιο εγκαινιάζουν διάφοροι προς τιμήν του!
Το δεύτερο που η φθονερή αριστερά δεν συγχωρεί στον Ζάχο Χατζηφωτίου είναι πως υπήρξε αστός, αφοσιωμένος λάτρης της παλιάς Αθήνας και ταγμένος θεματοφύλακας των αστικών αξιών. Ένας δυσεύρετος Έλληνας, με άλλα λόγια, αναπόσπαστο μέρος ενός κόσμου που μεγαλούργησε και έσβησε στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Μερικές παρατηρήσεις του για την Αθήνα και τους Έλληνες μπορεί σήμερα να ακούγονται ξεπερασμένες και εγωκεντρικές, αλλά είναι χρήσιμες για να εξηγήσουμε το παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν λένε ότι είχε το DNA ενός ευπατρίδη και θεωρούσε την αξιοπρέπεια, την ευγένεια και τους καλούς τρόπους θεμελιώδη συστατικά μιας κοινωνίας. Χρήσιμα πράγματα για εμάς τους νεότερους.
Και, φυσικά, δεν του συγχωρούν ότι υπήρξε εύπορος κάτοικος Κολωνακίου και Μυκόνου, παρότι τα αποκήρυξε για τον εκχυδαϊσμό τους, και είχε επικρίνει, μέσα από δύο σχετικά βιβλία του, τον νεοπλουτισμό των Ελλήνων, τη μανία τους για κοινωνική αναρρίχηση ή την απουσία μιας κλίμακας αξιών που ο ίδιος υπεράσπιζε, δεκαετίες ολόκληρες.
Όσοι μισούν αυτόν τον αστικό κόσμο αξιών, που εκπροσωπούσε -έστω επιφανειακά- ο Ζάχος Χατζηφωτίου, τι αντιπροτείνουν; Μια Ελλάδα μπαχαλάκηδων και εκχυδαϊσμού της κοινωνικής και ευρύτερα της δημόσιας ζωής. Αυτά, δηλαδή, που ο αποθανών είχε σε όλη τη ζωή του πολεμήσει.