Οι δασικές φωτιές, ιδίως όσες προκαλούν καταστροφές σε κατοικίες, επιχειρήσεις και υποδομές, προκαλούν μεγάλη αναστάτωση στις ζωές των πολιτών.
Στη μεγάλη φωτιά της Πεντέλης ήδη καταγράφηκαν περιπτώσεις σπιτιών αλλά και οχημάτων που απανθρακώθηκαν. Κάποια εξ αυτών ανήκουν σε ανθρώπους που εργάζονται. Τι ισχύει γι’ αυτές τις περιπτώσεις;
«Ο νόμος έχει πρόβλεψη γι’ αυτές τις συνθήκες. Οι εργαζόμενοι, και φυσικά αναφερόμαστε στον ιδιωτικό τομέα, των οποίων τα σπίτια κάηκαν δικαιούνται μια άδεια ανωτέρας βίας. Η άδεια αυτή είναι μετ’ αποδοχών και μπορεί να είναι έως και δυο ημερών» εξηγεί στο iefimerida.gr ο Γιάννης Καρούζος, δικηγόρος εργατολόγος.
Τι συμβαίνει όταν καίγεται μια επιχείρηση
Σαφές είναι το πλαίσιο του Αστικού Κώδικα και για τις επιχειρήσεις που παραδίδονται στις φλόγες. «Σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθού, όταν τα περιστατικά που καθιστούν αδύνατη την αποδοχή της εργασίας συνιστούν ανώτερη βία. Κατά την κρατούσα άποψη, ανωτέρα βία συντρέχει όταν η αποδοχή της εργασίας εμποδίζεται από τυχηρά γεγονότα, τα οποία είναι απρόβλεπτα και δεν είναι δυνατόν να αποτραπούν, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης» τονίζει ο κ. Καρούζος.
Σύμφωνα με τον έμπειρο δικηγόρο, «έχει γίνει δεκτό από δικαστικές αποφάσεις της χώρας μας, ότι συνιστά ανώτερη βία, μεταξύ άλλων, η ολική ή μερική καταστροφή των εγκαταστάσεων της επιχείρησης από εκτεταμένη πυρκαγιά που προκάλεσε είτε προσωρινή είτε οριστική διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης. Κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του παραπάνω άρθρου, συμπεραίνεται ότι η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής μισθού».
Φωτιά σε επιχείρηση: Δεν λύονται αυτόματα οι συμβάσεις εργασίας
Για τις συμβάσεις εργασίας και το αν αυτές μπορούν να λυθούν μετά από καταστροφή από πυρκαγιά -δηλαδή να γίνουν απολύσεις εργαζομένων- υπάρχουν ορισμένα βασικά σημεία που λαμβάνονται υπ’ όψιν από τη Δικαιοσύνη.
«Στην περίπτωση που η επιχείρηση επλήγη από πυρκαγιά, με αποτέλεσμα την οριστική ή προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της, ο εργαζόμενος δεν οφείλει την παροχή των υπηρεσιών του και από την άλλη πλευρά ο εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή μισθού. Πρέπει δε να τονισθεί ότι στην παραπάνω περίπτωση, η ολική ή προσωρινή καταστροφή της επιχείρησης, δεν οδηγεί αυτομάτως και στη λύση των συμβάσεων εργασίας» σημειώνει ο Γιάννης Καρούζος. Αντιθέτως, προσθέτει, «οι συμβάσεις εργασίας παραμένουν ενεργές, πλην όμως, για το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες των εργαζομένων λόγω της καταστροφής των εγκαταστάσεων της επιχείρησης, δεν οφείλει να καταβάλλει το συμφωνημένο μισθό».
Πότε όμως η καταστροφή από φωτιά λαμβάνεται υπόψη ως ανωτέρα βία και δίνει τη δυνατότητα απολύσεων; «Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2112/1920, η ανωτέρα βία, λειτουργεί και ως λόγος έκτακτης καταγγελίας μόνο εφόσον, η επέλευση της, επιφέρει την οριστική διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης ως ενιαίας μονάδας. Η διακοπή δεν αρκεί να είναι οριστική, πρέπει να είναι και ολική» απαντά ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος.
Πότε δίνεται και πότε όχι αποζημίωση
Στην παραπάνω περίπτωση, δηλαδή στην οριστική και ολική διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης, σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, «ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης».
Ο εργαζόμενος, όμως, μπορεί να τελικά να λάβει αποζημίωση, αρκεί να η επιχείρηση να είναι ασφαλισμένη. «Κατ’ εξαίρεση, μόνο εφόσον η επιχείρηση είναι ασφαλισμένη ειδικά για τον συγκεκριμένο ασφαλιστικό κίνδυνο, δηλαδή την καταστροφή της από πυρκαγιά, τότε οφείλεται στον εργαζόμενο η καταβολή των 2/3 του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του για αυτό τον λόγο» λέει καταλήγοντας ο κ. Καρούζος.